Λένε πως η πρώτη φορά χαράσσεται στη μνήμη αλησμόνητα. Ισχύει. Στην περίπτωσή μου, μάλιστα, τυγχάνει η πρώτη φορά που έκανα ελεύθερο να αποτελεί μία από τις πιο όμορφες καλοκαιρινές εμπειρίες. Επιτρέψτε μου να σας πάρω από το χέρι και να σας ξεναγήσω στις καυτές μνήμες της πιο ξεχωριστής καλοκαιρινής ανάμνησής μου.
Αύγουστος 2006, Κρήτη
Είχαμε πάει διακοπές σε μία φίλη που σπούδαζε Μουσική Τεχνολογία και Ηχοληψία στο Ρέθυμνο. Μια κλασική φοιτητική τρύπα το διαμέρισμά της, αλλά όποιος έχει κάνει φοιτητής μπορεί να φανταστεί πόσες ψυχές μπορεί να είχαν στριμωχτεί σε δαύτην.
Σε μόλις 35 τετραγωνικά έβλεπες 3 κορασίδες στο μινιόν καθιστικό, ένα ζεύγος στο μοναδικό υπνοδωμάτιο και 4 μαντραχαλάδες στην κουζίνα για όλες τις χρήσεις. Ανάμεσά μας ένας γάτος έκοβε βόλτα και την έβρισκε στο μπαλκόνι.
Για να μην μακρηγορώ, το οξυγόνο περιορίστηκε τόσο εκεί μέσα που αναγκαστήκαμε οι δυο μας να αποχωρήσουμε. Τα μαζέψαμε άρον άρον και αποφασίσαμε πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να τολμήσουμε αυτό που τόσα καλοκαίρια σχεδιάζαμε.
Δεν ήμουν ανήλικη αλλά σε καμία περίπτωση δεν έλεγες ότι με πήραν και τα χρόνια. Ήμουν στην κατάλληλη ηλικία για να το τολμήσω. «Θα κάνουμε ελεύθερο και στην τελική que sera sera» αναφώνησα αποφασιστικά και χωρίς πολλή σκέψη μπήκαμε στο μικρό Fiat που είχαμε νοικιάσει και πήραμε τους δρόμους.
Μ’ έναν χάρτη της κακιάς ώρας στα χέρια και αίσθηση του προσανατολισμού να βρίσκεται μονίμως σε διακοπές καταφέραμε να βρούμε την παραλία που ψάχναμε. Αν θέλεις να κάνεις ελεύθερο απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εντοπιστεί το κατάλληλο μέρος. Στην περίπτωσή μας αυτό το μέρος είχε την τιμή να είναι ο Μπάλος.
Ίσα που είχε σουρουπώσει. Κατεβήκαμε από το κίτρινο Φιατάκι και ξεφορτώσαμε τον βασικό εξοπλισμό για την πρώτη μας απόπειρα. Πετάξαμε τις σαγιονάρες στην παραλία για να λερώσουμε τις πατούσες μας με ροζ άμμο. Μια παραλία ντυμένη στα ροζ. Θαρρείς και είχε μεταφερθεί ο βυθός στην ξηρά. Μπροστά μας τα γαλαζοπράσινα νερά να μας καλούν σαν ασυγκράτητοι εραστές και πίσω μας μια έκταση με θάμνους που κάλυπτε τους καμουφλαρισμένους κατασκηνωτές.
Βρήκαμε το κατάλληλο σημείο και χωρίς να χάνουμε χρόνο ετοιμάσαμε το σκηνικό στο άψε σβήσε. Για πρώτη φορά, πολύ γρήγορα στήθηκε το σκηνικό. Είχε φορέσει η νύχτα τα καλά της εκείνο το βράδυ κι έκανε εμφάνιση χιλιάδων αστέρων. Δε χρειάστηκε ν’ ανάψουμε φακό. Δεν έχετε παρατηρήσει το βεληνεκές του Αυγουστιάτικου φεγγαριού; Ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν από άποψη φωτισμού.
Επιτέλους αρχίσαμε να βγάζουμε τα περιττά ρούχα και μείναμε μονάχα με τα μαγιό. Ρολόγια, κινητά, μουσικές, ήχοι της πόλης, οχλοβοή ξέμειναν στη πόλη για να μη νιώθει μοναξιά.
Φουσκώσαμε μετά κόπων και βασάνων ένα στρώμα που είχαμε δανειστεί κι αράξαμε. Ανοίξαμε δυο μπύρες, που ευτυχώς είχαν μείνει δροσερές από το ψυγειάκι κι αυτό ήταν όλο. «Έτσι πρέπει να είναι η ζωή μας» είπα πλημμυρισμένη από ευτυχία, πριν βουτήξω για ένα βραδινό μπάνιο.
Φυσικά δεν κοιμηθήκαμε όλο το βράδυ. Παρασυρθήκαμε από την κουβέντα. Για ώρες ολόκληρες μιλούσαμε θαρρείς και ήταν η πρώτη φορά που συστηνόμασταν. Ίσως η γνωριμία μας να μετρούσε χρόνια, αλλά εκείνο το βράδυ μας έφερε κοντά. Όχι όπως το εννοούν όσοι νομίζουν πως έχουν μια ουσιαστική σχέση, αλλά όπως το έχουν βιώσει όσοι κατάφεραν να βρουν δίαυλους επικοινωνίας σπάζοντας τα τείχη που ορθώνει το τσιμέντο της πόλης.
Εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησα πως η ανάγκη μας να κάνουμε ελεύθερο κάμπινγκ υποδήλωνε ουσιαστικά την ανάγκη μας ν’ ανακτήσουμε την επαφή μας με τη μητέρα φύση και τον ίδιο μας τον εαυτό. Εκείνο το βράδυ έπαψα να φοβάμαι πως η επαφή μου με τη φύση κρύβει κινδύνους και συνειδητοποίησα ότι οι πραγματικοί κίνδυνοι βρίσκονται καλά οχυρωμένοι μέσα στα τσιμέντα. Ευτυχώς δεν ήμουν μόνη και είχα την χαρά να κάνω ελεύθερο κάμπινγκ με την κολλητή μου Κατερίνα, στην οποία και αφιερώνω το σημερινό άρθρο.