Η αποδόμηση των στερεοτύπων που προβάλλουν τα παραμύθια κι η δολοφονία της ρομαντικής κι αθώας φύσης που τους χαρακτηρίζει ορίζουν το σημείο ενηλικίωσής μας. Από αφελείς παιδικές ψυχές που διψούν για ιστορίες και τροφοδοτούν τη φαντασία τους με κλασικά μοτίβα όπως ο καλός, ο κακός, το παραμυθένιο παλάτι και το στοιχειωμένο κάστρο, μεταμορφωνόμαστε στην ενήλικη ζωή μας σε στυγνούς ρεαλιστές και αντιρομαντικούς ιδεαλιστές. Ή τουλάχιστον αυτή την εικόνα είθισται να προβάλλουμε για να αποποιηθούμε επίσημα την παιδικότητά μας.
Πόσο ειλικρινείς, όμως, είμαστε όταν προβάλλουμε αυτήν την εικόνα του ώριμου ενήλικα που δείχνει να έχει προ πολλού αποτινάξει τη συνήθεια της ακρόασης ενός παραμυθιού; Πόσο αυθεντική είναι η αποστροφή μας απέναντι στα παραμύθια; Πόσο ρεαλιστική είναι η παραδοχή ότι ως ενήλικες αναζητάμε την ηδονή και την ικανοποίηση –πνευματική ή και σαρκική– αντί της τέρψης που προσφέρει ένα παραμύθι; Αρκεί η ανάκληση μερικών εμπειρικών εικόνων κοινών για την πλειοψηφία των ενήλικων αναγνωστών για να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα.
Ας πάμε, λοιπόν, μια μικρή εκδρομή πίσω στα παιδικά μας χρόνια.
Ποιος δεν έχει αναμνήσεις από μία φιγούρα του οικογενειακού του περιβάλλοντος που καθόταν υπομονετικά δίπλα μας να επαναλαμβάνει ακούραστα το αγαπημένο μας παραμύθι; Για κάποιους αυτή τη φιγούρα ενσάρκωνε η αγαπημένη μας γιαγιά, για άλλους –η παραστατικότατη στις περιγραφές της – μαμά και σε άλλες περιπτώσεις ο γλαφυρός αφηγητής μπαμπάς.
Εκείνη την εποχή που ακόμα η ψηφιακή εικόνα δεν είχε εισβάλει βίαια στη ζωή μας, λαχταρούσαμε να έρθει το βράδυ κάποιος μεγάλος, να καθίσει πλάι μας, να πάρει το απαραίτητο αφηγηματικό ύφος, να χρωματίσει τη χροιά της φωνής του και να μας «παραμυθιάσει».
Εξουθενωμένα απ’ το παιχνίδι πλάσματα εμείς δεν είχαμε καλύτερο από το να κουρνιάσουμε δίπλα στον παραμυθά μας που είχε τον τρόπο του να αγαλλιάζει τη ψυχούλα μας παρασύροντάς μας σε έναν άλλο κόσμο και να απορροφά την κούραση της ημέρας με τα χάδια που οπωσδήποτε συνόδευαν την αφήγηση. Δε νοούνταν άλλωστε εξιστόρηση χωρίς χάδια στα μαλλιά.
Σπάνια είχαμε την υπομονή να ακούσουμε το τέλος του παραμυθιού αλλά δε μας απασχολούσε ιδιαίτερα. Είχαμε ακούσει , άλλωστε, το ίδιο παραμύθι τόσες πολλές φορές που θα μπορούσαμε να το εξιστορήσουμε με απόλυτη ακρίβεια.
Η γοητεία της ίδιας της ιστορίας είχε την τιμητική της μονάχα στην αρχή. Στα πρώτα ακούσματα του παραμυθιού αποδίδαμε την αίγλη που αναλογούσε στην ιστορία. Εφόσον όμως το παραμύθι είχε πάρει πλήρη μορφή στη σφαίρα της δικής μας φαντασίας· εφόσον είχαμε κάνει τους δικούς μας συνειρμούς με τους χαρακτήρες του παραμυθιού, τους είχαμε ντύσει με ρούχα και χρώματα της φαντασίας μας, είχαμε πλάσσει το σκηνικό που περιέβαλλε τους ήρωες και το είχαμε μετουσιώσει σε μία ιστορία καθαρού προσωπικού χαρακτήρα πλέον την τιμητική της είχε η διαδικασία της αφήγησης κι όχι το παραμύθι.
Αυτό, φυσικά, ήταν το κοινό μυστικό όλων των παιδιών.
Προσποιούμασταν πως δήθεν δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε χωρίς παραμύθι αλλά η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε χωρίς το κανάκεμα, το χάδι, την αγκαλιά, το κοινό ταξίδι με το αγαπημένο μας πρόσωπο σε μία άλλη πραγματικότητα που όλα ήταν εξιδανικευμένα. Εκεί που όσοι κακοί κι αν υπήρχαν νιώθαμε ασφάλεια εφόσον ο αφηγητής μας ήταν συνοδοιπόρος μας και μας κρατούσε το χέρι.
Κατά κάποιον τρόπο το παραμύθι αποτελούσε έναν αόρατο κρίκο που μας έδενε συναισθηματικά με τον αφηγητή μας. Αυτό το δέσιμο εξάλειφε κάθε είδους ανασφάλεια ή φόβο που καραδοκούσε για να φωλιάσει μέσα στην ψυχούλα μας. Ακόμα και τα ίδια τα παραμύθια αποτελούσαν ένα είδος ενδυνάμωσης κι ενθάρρυνσης ώστε να αντιμετωπίσουμε τους πραγματικούς κακούς, να παλέψουμε με τα αληθινά τέρατα και να εξερευνήσουμε τους λαβύρινθους της ζωής βγαίνοντας πάντα νικητές ή τουλάχιστον με το κεφάλι ψηλά.
Ο χρόνος είναι αμείλικτος με όλους και έρχεται η στιγμή που τα παιδιά γινόμαστε πια οι μεγάλοι. Ως ενήλικες έχουμε προβεί σε μία ρεαλιστική αποτίμηση του παραμυθιού – όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή – αλλά καλούμαστε να παίξουμε το ρόλο του αφηγητή όσο πιο πειστικά κι επιτυχημένα μας το επιβάλλει ο ρόλος του κηδεμόνα, της γιαγιάς, του εκπαιδευτικού.
Στην αρχή, ζοριζόμαστε κάπως και προσπαθούμε να προσποιηθούμε πως πραγματικά πιστεύουμε στην υπόσταση της ιστορίας που αφηγούμαστε. Πολύ γρήγορα όμως ξυπνάνε οι δικές μας παιδικές μνήμες. Πολύ γρήγορα ξεχνάμε ότι είμαστε οι μεγάλοι και ευτυχώς ανακαλούμε τη παιδικότητά μας. Ανακαλούμε τα συναισθήματα και το αίσθημα της ασφάλειας που είχε χτίσει το παραμύθι κι ο αφηγητής του στην ψυχή μας τότε που ήμασταν ακόμα παιδιά.
Για κάποιους από εμάς ο τότε αφηγητής ίσως να μη ζει πια. Σε αυτή την περίπτωση το παραμύθι που εξιστορείται από εμάς έχει άλλη βαρύτητα μιας κι αυτό είναι αθάνατο.