Το 1950 ακούς τον πρωταγωνιστή του κλασικού γουέστερν «Φορούσε Κίτρινη Κορδέλα» του Τζον Φορντ να προειδοποιεί: «Μην απολογείστε ποτέ, κύριε∙ υποδεικνύει ένδειξη αδυναμίας» ενώ σήμερα ο Κούντερα στη «Γιορτή της Ασημαντότητας» ορίζει την έννοια και τα χαρακτηριστικά του απολογητικού τύπου τονίζοντας ότι: «Αυτός που απολογείται παραδέχεται την ενοχή του. Εφόσον παραδεχτείς την ενοχή σου παροτρύνεις τον άλλον να συνεχίσει να σε υποτιμά, να σε κατηγορεί δημόσια μέχρις εσχάτων».
Την τιμητική τους έχουν προφανώς όχι οι δικαιολογημένα απολογητικές συμπεριφορές, αλλά αντιθέτως, οι αδικαιολόγητα απολογητικοί χαρακτήρες.
Αυτό το είδος, της κατά τ’ άλλα αθώας και φαινομενικά ευγενούς προσωπικότητας, κάθε άλλο παρά ακίνδυνο μπορεί να αποδειχθεί. Αυτή η κάστα ανθρώπων δύναται να οδηγήσει στην παράνοια και την παραφροσύνη τον πιο λογικό και υπομονετικό άνθρωπο.
Πρόκειται για μία προσωπικότητα που έχει πάρει αγκαζέ δικαιολογίες τύπου «Συγγνώμη», «Με συγχωρείς, δεν είχα πρόθεση να προκαλέσω αναστάτωση», «Δεν θα επαναληφθεί. Το υπόσχομαι!», « Μα τι ανόητος που είμαι. Απορώ πώς έκανα κάτι τέτοιο» και δε χάνει ευκαιρία να σου τις μοστράρει πριν ακόμα προλάβεις να προβείς σε ανάθεση ευθυνών ή κατηγοριών.
Αυτός ο τύπος καταντά αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφικής καρικατούρας μιας και σου δίνει την εντύπωση πως η συγγνώμη κυλάει στο αίμα του και η απολογία είναι η ανάσα του.
Απολογείται για όσες ευθύνες του αναλογούν αλλά και όσες θα μπορούσαν δυνάμει να αποτελέσουν κατηγορίες.
Με άλλα λόγια, δεν αρκείται απλά στην ανάληψη ευθυνών, πράγμα το οποίο είναι υγιές και απόλυτα φυσιολογικό, αλλά το πάει ένα βήμα παραπέρα προλαμβάνοντας ενδεχόμενες κατηγορίες. Απολογείται, δηλαδή, όχι μόνο υπεύθυνα αλλά και προληπτικά. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό είναι που τον μετατάσσει από τη σφαίρα του ευσυνείδητου στη σφαίρα του παράφρονα.
Δεν είπαμε να γίνουμε αναίσθητοι κι ανεύθυνοι, αλλά όχι και υστερικά απολογητικοί. Το πολύ το Κύριε Ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, εν τέλει. Η συγγνώμη άλλωστε παίρνει υπόσταση όχι όταν εκφέρεται ως λέξη, αλλά όταν αποδίδεται στις κατάλληλες χωροχρονικές συνθήκες και με ειλικρινή πρόθεση από τον απολογούμενο.
Όταν αντιθέτως αυτή κακομεταχειρίζεται και χιλιοχρησιμοποιείται, όπως και να το κάνεις ξεχειλώνει και χάνει την αίγλη της. Απορίας άξιον είναι να την ακούς εδώ κι εκεί από τους υπεραπολογητικούς τύπους που δε χάνουν ευκαιρία να την προβάλουν ως αιτιολογία της ανευθυνότητάς τους. Περί αυτού πρόκειται. Περί ανθρώπων που αντί να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους βολεύονται σε ένα ύστερο συγγνώμη.
Γιατί, άνθρωπέ μου, απολογείσαι που δεν είσαι συνεπής; Πολύ απλά οργάνωσε τον χρόνο σου.
Γιατί απολογείσαι που είσαι αδέξιος; Πρόσεχε λίγο παραπάνω.
Γιατί απολογείσαι που ενίοτε γίνεσαι αφελής; Δώσε περισσότερη προσοχή στον συνομιλητή σου στο εξής.
Γιατί απολογείσαι όταν πράττεις αυθόρμητα αποφασίζοντας για άλλους ερήμην τους; Φρόντισε να ζητήσεις τη γνώμη τους εγκαίρως την επόμενη φορά.
Γιατί απολογείσαι που απολογείσαι;
Γιατί ξεχειλώνεις τις συγγνώμες σου και φοράς τον τίτλο του θύματος;
Δε σου πάει, άνθρωπέ μου. Γίνεσαι ελαφρύς κι ο λόγος σου δεν πείθει. Γίνεσαι γραφικός και ακούγεσαι τουλάχιστον ανόητος. Φρόντισε, λοιπόν, να αποτινάξεις την ανασφάλεια της κριτικής που ενδεχομένως μπορεί να προκαλέσει μία μη αρεστή ή αποδεκτή συμπεριφορά σου. Φρόντισε είτε να αποφύγεις μία τέτοια συμπεριφορά ή να την υποστηρίξεις με σθένος όταν είναι επιλογή σου.
Συγγνώμη αν σου μίλησα κάπως αυστηρά κι ελαφρώς επικριτικά. Αν δεν το αξίζεις, άλλαξέ το.