Σήμερα θα μιλήσουμε για δαίμονες. Όχι πνεύματα αλλά στοιχειά που έρχονται πλάι στο μαξιλάρι μας τις νύχτες και ως απρόσκλητοι επισκέπτες μας συντροφεύουν πριν κοιμηθούμε. Καμιά φορά στοιχειώνουν και τον ύπνο μας. Δαίμονες είναι οι καταστροφικές συνήθειες, οι σκέψεις λαβύρινθοι, τα αναπάντητα ερωτηματικά.
Νύχτες αλκοολικές, με ή χωρίς οινόπνευμα.
«Έχω και τους γαμημένους τους δαίμονές μου με τους οποίους θα παλεύω μια ζωή» μου είπε μια νύχτα ο Μιχάλης όταν πρωτογνωριστήκαμε, που κατά τ’ άλλα ζει μία φαινομενικά φυσιολογική ζωή.
Ξυπνάει κάθε πρωί, πηγαίνει στη δουλειά του, γεμίζει όπως όπως τη μέρα του κι αφού σουρουπώσει «ξυπνάνε οι δαίμονες» λέει. Θέλει να βγει, να πει μια κουβέντα, να παίξει με καμιά ενδιαφέρουσα τύπισσα αλλά να σου πάλι οι περιβόητοι δαίμονες.
Αποφασίζω να βγω ένα Σάββατο βράδυ μαζί του για να καταλάβω για ποιες υπερφυσικές δυνάμεις μου μιλάει. Η βραδιά κυλάει με αερολογίες. Καθώς το ένα ποτήρι διαδέχεται το άλλο, η σκέψη του δυσκολεύεται να γίνει λόγος κατανοητός.
Καπνίζει ακατάπαυστα και μου σιγοτραγουδά «Did the Devil make the world while God was sleeping?» Τι να του απαντήσω του καημένου; «Αγόρι μου, διαβόλια και τριβόλια θα οραματίζεσαι αν δεν ξεσουρώσεις» ήθελα να του απαντήσω αλλά συγκρατήθηκα.
Αν ο ανθρώπινος οργανισμός αποτελείται από 70% νερό στην περίπτωση του Μιχάλη το 40 από το 70% είναι αλκοόλ. Λέξεις μπλεγμένες σαν κουβάρια, μάτια ερμητικά κλειστά και πόδια κολλημένα στο πάτωμα. Παράτησε το κορμί του επάνω μου μέχρι το αυτοκίνητο. Φτάσαμε σπίτι του. Περίμενα να ανέβει τα τρία σκαλιά της εξώπορτας κι έφυγα.
«Παράτα με. Για πόσα άντε γαμήσου είμαι. Καλά είμαι έτσι. Ολομόναχος. Καπνίζω τους φίλους μέχρι να καεί το φίλτρο» μου είπε την επόμενη μέρα. Για κάποιον λόγο δεν τον παράτησα.
Βγήκαμε αρκετά Σάββατα μέχρι να σιγουρευτώ πως μονάχα ένα στοιχειό ζούσε μέσα του. Το πάθος του για λίγο οινόπνευμα. Το είχε αφήσει να θεριέψει τόσο που ζούσε για τα βράδια της Παρασκευής και του Σαββάτου. «Να βγούμε, να πιούμε, να γίνουμε, να ξεχαστούμε λίγο από τα προβλήματά της εβδομάδας. Κι αυτή η ριμάδα, δεν περνάει με τίποτα. Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά. Και να σκεφτείς ότι κάνω τη δουλειά που γουστάρω».
Τον έκανα φίλο μου, τελικά. Μαζί με αυτόν και τους δαίμονές του. Του είπα ψέματα για υποτιθέμενους δικούς μου δαίμονες. Με άκουσε με συμπόνια και άρχισε να μου ανοίγεται τις καθημερινές.
Μαζί πήγαμε πρώτη φορά για ψυχανάλυση. Εγώ δεν είχα κάτι να πω – έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Πήγα για να τον παρασύρω. Βρισκόταν στα πρώτα στάδια του αλκοολισμού. Μπήκε σε πρόγραμμα. Πλέον, αρχίσαμε να βγαίνουμε και τις καθημερινές.
«Άλλη ομορφιά έχει τελικά το βράδυ της Πέμπτης» μου εξομολογήθηκε προχθές. Ένιωσα περήφανη που τον παρέσυρα σε έναν κόσμο χωρίς δαίμονες, στοιχειά και εμμονές. Ένιωσα ευγνώμων που άθελά του με παρέσυρε σε ένα ταξίδι προς τα έσω μου.
Ήταν κι η δική μου σκέψη στοιχειωμένη, τελικά. Συνέχισα κι εγώ να κάνω ψυχανάλυση. Ο δικός μου δαίμονας ήταν «Το σύνδρομο της Μητέρας Τερέζας».
Ο δικός σου ποιος είναι;