«Άντε ρε φίλη, τι το σκέφτεσαι; Τα χρόνια περνάνε κι εσύ θα μείνεις έτσι;
Δε λέω οι εποχές άλλαξαν, αλλά κλείσαμε τα 35. Έναν σύντροφο να βρεις, να μην είσαι μόνη σου. Να φορέσεις πάλι εκείνο το χαμόγελο που νοστάλγησα τόσο. Σου πάει, άλλωστε.
Να μην τις διώχνεις τις τύχες σου, κορίτσι μου. Μην κοιτάς τώρα έρωτες και λουλούδια. Τα είδαμε τα χαΐρια σου και με τους μεγάλους έρωτες.
Εν τέλει, ένας συμβιβασμός είναι η ζωή κι όσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσεις τόσο λιγότερο θα υποφέρεις. Κι εγώ σε καλούπια μπήκα. Δεν το ‘θελα, αλλά το προτιμώ από τη μοναξιά.»
Υπάρχει η κατηγορία των ανθρώπων που σκιαγραφείται παραπάνω μέσα από την αγαπημένη μου φίλη, Αναστασία, και από την άλλη υπάρχουμε κι εμείς, που γνωρίσαμε τον έρωτα κι αποτελούμε την κατηγορία των ασυμβίβαστων και αλλεργικών στα ημίμετρα.
Υπάρχουμε κι εμείς οι ολίγοι που βιώσαμε τον έρωτα όπως δεν έχει εξιστορηθεί κι όπως ποτέ δεν έχει παιχτεί στο σανίδι. Όπως κανένας στίχος δεν τον χώρεσε και κανένας πίνακας δεν τον αποτύπωσε.
Υπάρχουμε κι εμείς που εξιδανικεύσαμε τον έρωτα, επειδή τον είδαμε να ενσαρκώνεται μέσα από έναν άνθρωπο. Εμείς που αποτινάσσουμε τους κοινωνικούς σνομπισμούς και τις δήθεν συμβιβαστικές σχέσεις.
Όταν ζήσεις το απόλυτο, το χάσεις και σου προκύψει το μέτριο ή το σχεδόν απόλυτο καλείσαι να αποδείξεις το σθένος σου ή την αδυναμία σου. Αλίμονό σου αν προδώσεις την πίστη σου στον εξιδανικευμένο έρωτα που έζησες, για να μην κάνεις τη χάρη στη μοναξιά που καραδοκεί.
«Αν αξίζει κάτι δε χάνεται. Αν χαθεί σημαίνει πως δεν άξιζε», θα σκεφτείς, αλλά να μου επιτρέψεις να διαφωνήσω κάθετα εξηγώντας σου το είδος του εξιδανικευμένου έρωτα που καταρρίπτει standards και επερχόμενους ψευτοέρωτες.
Πρόκειται γι’ αυτό που άλλοι το ονομάζουν «το τέλειο», άλλοι «το παραμυθένιο», άλλοι « το ιδανικό» κι οι πιο ονειροπόλοι το «απ’ αλλού φερμένο». Νιώθεις την ψυχή σου να πάλλεται πριν την κάθε σας συνάντηση. Στολίζεσαι, παρφουμαρίζεσαι και φοράς πάντα το καλό σου χαμόγελο για τον δεις χωρίς καν να το έχεις προβάρει.
Παλιμπαιδίζετε και το πόσο πολύ το χαίρεστε μονάχα οι δυο σας μπορείτε να το αντιληφθείτε. Κάνετε όνειρα και σχέδια αδιαφορώντας για την πραγμάτωσή τους. Απολαμβάνετε τόσο τις κουβέντες όσο και το παιχνίδι της σιωπής. Ακόμα κι αυτή σας φέρνει κοντά. Δεν γεννά ερωτηματικά. Αντιθέτως δίνει και η σιωπή τις απαντήσεις της που σας φέρνουν ακόμα πιο κοντά.
Τα βλέμματά σας εξονυχιστικά ερευνούν κάθε σπιθαμή και θαρρείς και παίζετε το παιχνίδι του θησαυρού. Δεν παύετε να εξερευνάτε ο ένας τον άλλο. Θέλετε να γνωρίζετε κάθε λεπτομέρεια, ατέλεια ή τελειότητα των σωμάτων σας και παρατηρείτε ακροθιγώς κάθε εκατοστό ο ένας στον άλλο.
Κάπου εκεί είναι που ο καθένας έχει στήσει έναν θρόνο για τον άλλο και μονάχα τα σκήπτρα σας λείπουν. Εκεί επάνω στο θρόνο που έχετε στήσει συνειδητοποιείτε με έπαρση τη μοναδικότητά σας. Τα βλέμματά σας συναντώνται στην ίδια ευθεία και τα χέρια σας παρατάνε τα σκήπτρα για να μπλεχτούν μεταξύ τους.
Γελάτε, κυλιέστε στα πατώματα με τα σώματά σας να γίνονται ένα, καμιά φορά τσακώνεστε αλλά ακόμα και τον τσακωμό τον απολαμβάνετε. Αν κάποια στιγμή αυτό το παραμύθι τελειώσει, η προσγείωση στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά ομαλή είναι.
Για αυτήν την προσγείωση πασχίζω να σου δώσω να καταλάβεις.
Αυτή είναι που σου στερεί το δικαίωμα να συμβιβαστείς με οτιδήποτε λιγότερο, με οτιδήποτε μετριότερο και ανάξιο θρόνου.
Αν δεν χτίσουμε το βασίλειό μας με τον έρωτά μας, μωρό μου, στις καλύβες ζω και μόνη μου κι ας πενηνταρίσω.