«Εγώ είμαι ευλογημένος άνθρωπος. Δε ζητάω άλλα απ’ τη ζωή μου, δε θέλω τίποτα. Χάρισμά της, όλα. Εγώ αγαπήθηκα.» Λόγια ενός ανθρώπου δικού μου, ενός μέντορα, σε μια απ’ αυτές τις εξομολογητικές βραδιές που σ’ ακολουθούν στο πέρασμα των χρόνων. Λόγια απ’ αυτά που σε διαπλάθουν, που σε ωριμάζουν.

«Τους αλλάζει», μου έλεγε, «η αγάπη τους ανθρώπους. Τους μεταμορφώνει». Δίκιο είχε και τώρα πια το διαπιστώνω κι εγώ.  Λειαίνει τις γωνίες τους, μαλακώνει τις καρδιές τους, τους δείχνει το είδωλο του εαυτού τους σ’ έναν καθρέφτη που μοιάζει με ανοιχτή αγκαλιά. Διώχνει το φόβο η αγάπη.

Όσοι είχαν την τύχη ν’ αγαπηθούν βαθιά κι ουσιαστικά, φαίνονται. Τους προδίδει αυτή η γλυκιά ηρεμία στο πρόσωπο, που κάνει τους άλλους ν’ απορούν. Τους μαρτυρά αυτή η δύναμη που δεν έχει καμία ανάγκη να φωνάξει την παρουσία της, που δε χρειάζεται κανενός είδους επίδειξη. Γεμάτοι άνθρωποι, χορτάτοι, και γι’ αυτό τόσο φωτεινοί κι όμορφοι.

Το μόνο που αναζητούν με πάθος είναι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους. Τίποτα άλλο δεν τους γοητεύει τόσο ώστε να μπουν στη διαδικασία να το κυνηγήσουν. Δεν ψάχνονται, ψάχνουν μέσα τους. Δουλεύουν με τον εαυτό τους, συζητάνε μαζί του, συχνά μαλώνουν και μετά από λίγο τα ξαναβρίσκουν. Τον αγαπούν και τον αποδέχονται, χωρίς, όμως, ν’ αποφεύγουν την αυτοκριτική.

Οι άνθρωποι που έχουν αγαπηθεί πραγματικά, έχουν δει κάθε πλευρά τους μέσα απ’ τα μάτια κάποιου άλλου. Έχουν νιώσει ότι αξίζουν. Δεν το ‘χουν απλά ακούσει, δεν το ‘χουν απομνημονεύσει ως ένα γενικό αξίωμα, που αναγκαστικά συμπεριλαμβάνει και τους ίδιους. Το έχουν βιώσει.

Η σιγουριά τους δεν είναι αλαζονεία, η αξιοπρέπειά τους δεν είναι εγωισμός. Τα όρια που θέτουν δεν είναι ένα πείσμα. Τα «ναι» τους σημαίνουν «ναι» και τα «όχι», «όχι». Δε θ’ απαιτήσουν το σεβασμό κανενός, γιατί νιώθουν ότι μπορούν να τον κερδίσουν με την αλήθεια τους, την ουσία τους, την προσωπικότητά τους.

Πώς, λοιπόν, να συμβιβαστούν αυτοί οι άνθρωποι με κάτι λιγότερο απ’ το πλήρες; Πώς να δεχθούν κάτι λειψό ως ολοκληρωμένο; Ξέρουν πώς είναι η αγάπη, έχουν δει την όψη της. Την έχουν γευτεί, την έχουν ακούσει, την έχουν αισθανθεί με κάθε κύτταρο του κορμιού και της ψυχής τους.

Αδύνατο να περάσουν ένα ψίχουλο ψωμιού για ολόκληρη φραντζόλα. Απίθανο να παραμυθιαστούν με κακέκτυπα, όταν έχουν γνωρίσει το πραγματικό, το πρωτότυπο. Όποια φορεσιά κι αν επιλέξει το «λίγο» για να τους παραπλανήσει, θα βρει κλειστές τις πόρτες και θα φύγει. Δεν ξεγελιούνται πια.

Κι ας ακούνε τους άλλους στωικά, όταν τους λένε να ρίξουν λίγο τον πήχη. Κι ας δέχονται τις συμβουλές των γνωστών και των φίλων να βγουν, να γνωρίσουν κόσμο, να δώσουν ευκαιρίες. Κι ας φλερτάρουν, κι ας αφήνονται να περάσουν καλά με την κατάλληλη παρέα.

Το χέρι τους μπορεί να το αγγίξεις. Για ν’ αγγίξεις την καρδιά τους, όμως, πρέπει να είσαι ξεχωριστός. Πρέπει ν’ ανήκεις σ’ αυτή την εκλεκτή μειοψηφία των ανθρώπων που έχουν καταλάβει ότι για ν’ αγαπήσεις βαθιά κι ουσιαστικά τους άλλους, χρειάζεται πρώτα ν’ αγαπήσεις με τον ίδιο τρόπο εσένα τον ίδιο. Να έχεις ξεχωρίσει στην καρδιά και στο μυαλό σου όλα αυτά τα όμορφα ρήματα που δημιουργούν άθελά τους τα μεγαλύτερα μπερδέματα: «θέλω», «χρειάζομαι», «αγαπώ», «προσδοκώ», «ζητάω», «απαιτώ»…

Για να κερδίσεις έναν τέτοιο άνθρωπο, πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα, να έχεις τη δύναμη και το θάρρος να είσαι η πιο αυθεντική εκδοχή του εαυτού σου, όσο ατελή κι αν τη βρίσκεις.

Αντέχεις;

Συντάκτης: Ζωή Ναούμ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη