Είναι περίεργος τύπος ο ύπνος. Ιδιότροπος κι εγωιστής. Δεν έρχεται όποτε τον θες εσύ, δε σέβεται τις επιθυμίες σου, δεν ακολουθεί τις οδηγίες σου. Μπορεί να έρθει ως απρόσκλητος επισκέπτης, όταν έχεις να ολοκληρώσεις ένα δύσκολο project και να σε αγνοήσει επιδεικτικά, όταν οι συνθήκες που του έχεις ετοιμάσει είναι ιδανικές.
Μερικά βράδια ο ύπνος δε σου κάνει τη χάρη. Αρνείται να σε πάρει κοντά του, να σε τραβήξει μακριά απ’ όσα θες ν’ αποφύγεις, να σε λυτρώσει απ’ όσα σε καίνε τις υπόλοιπες ώρες.
Είναι αυτές οι νύχτες που στριφογυρνάς, κουλουριάζεσαι στα σεντόνια σου, σκεπάζεσαι με προσεκτικές κινήσεις και μετά ξεσκεπάζεσαι ξανά, γιατί ζεστάθηκες. Προσπαθείς να βρεις την πιο βολική στάση, αλλά καμία δεν είναι ιδανική, σαν ν’ αρνείται το σώμα σου να συνεργαστεί με το κρεβάτι.
Λες στον εαυτό σου ότι σου βγαίνει η ένταση της ημέρας, ότι έχεις πιεστεί τον τελευταίο καιρό στη δουλειά. Βρίσκεις κάποια εκκρεμότητα που να δικαιολογεί το τόσο άγχος, την υπερένταση, την αϋπνία. Στην εποχή που ζούμε είναι το μόνο εύκολο.
Οι απλήρωτοι λογαριασμοί θα φταίνε. Το deadline που πλησιάζει απειλητικά. Η χαλασμένη βρύση του μπάνιου που στάζει κι αυτό το ηλίθιο ρολόι που κάνει συνέχεια τικ-τακ, τικ-τακ σαν δαιμονισμένο. Υπήρχε πάντα αυτό το ρολόι στην κρεβατοκάμαρα; Πώς δεν είχες προσέξει τον ενοχλητικό του ήχο νωρίτερα;
Πιέζεις τον εαυτό σου να χαλαρώσει, επιβάλλεις στο μυαλό σου να πετάξει έξω κάθε ενοχλητική σκέψη, προσπαθείς να δημιουργήσεις εικόνες που σε γαληνεύουν. Φτιάχνεις χαμομήλι, βάζεις λίγη χαλαρωτική μουσική, ίσως ν’ άναβες κι ένα τσιγάρο.
Αρχίζεις να ταξιδεύεις στους πραγματικούς λόγους που σε κρατάνε ξύπνιο τέτοια ώρα. Η σκέψη σου πάει αυτόματα στον προορισμό της, η αϋπνία σου αποκτά ταυτότητα, έχει ονοματεπώνυμο πια, έχει στοιχεία. Έχει ένα βλέμμα που διαπερνά κάθε κύτταρο του κορμιού σου κι ένα χαμόγελο που σου κόβει την ανάσα.
Παλεύεις να κόψεις τη φόρα της σκέψης σου. «Όχι πάλι» της λες, «μη με πηγαίνεις εκεί, δεν το αντέχω». Είναι αργά, μην κουράζεσαι άσκοπα. Δεν το πρόλαβες το κακό ούτε απόψε. Τώρα θα μείνεις ξύπνιος.
Θ’ αναμετρηθείς με την απουσία. Θα καταλάβεις το μέγεθος της έλλειψης. Θα κοιτάξεις αυτό το ηλίθιο κινητό που η υπερβολική σιωπή του σ’ έχει διαλύσει και θα θελήσεις να το πετάξεις απ’ το παράθυρο. Θα το πιάσεις στα χέρια σου κι αυτόματα, η σκέψη να το πετάξεις θα χαθεί.
Μπορεί ν’ αρχίσεις να γράφεις ένα μήνυμα ή να σχηματίζεις έναν αριθμό, αλλά δε θα φτάσεις μέχρι τέλους. Είναι αργά, πολύ αργά, τι θα σκεφτεί για σένα; Και τι να πεις;
Καλύτερα να περιμένεις. Ναι, αυτό θα κάνεις, θα περιμένεις. Εξάλλου, αν ήθελε, θα επικοινωνούσε, θα ερχόταν, κάτι θα έκανε. Έτσι δεν είναι; Δεν είναι ηχηρό μήνυμα από μόνη της η σιωπή του άλλου;
Κοιτάς τον εαυτό σου και σου φαίνεται τόσο αξιολύπητος που χάνει τον ύπνο του, περιμένοντας ένα ακαθόριστο «κάτι». Ένα σημείο ζωής, ένα «σε σκέφτομαι» ή «μου λείπεις» ή «δε νομίζω ότι αντέχω να περάσω άλλη μια νύχτα μακριά σου». Ειδικά το τελευταίο, τι δε θα ‘δινες γι’ αυτό το τελευταίο!
Πώς αντέχει, γαμώτο; Γιατί να κοιμάται τώρα κι εσύ να ξαγρυπνάς; Γιατί να γεμίζει η άδεια θέση δίπλα σου με το παραφουσκωμένο τασάκι και μ’ αυτό το βουβό κινητό που το κοιτάς και το ξανακοιτάς, λες και δε θ’ ακουγόταν το «κλικ», αν ερχόταν μήνυμα;
Κι επιτέλους, πότε θα σε πάρει πια ο ύπνος, πότε θ’ αρχίσουν να κλείνουν τα μάτια σου και θα ηρεμήσεις απ’ όλες αυτές τις βασανιστικές σκέψεις; Πότε θα ξεφύγει το μυαλό σου απ’ αυτή την παγίδα;
Αρχίζει να μπαίνει ένα αχνό φως στο δωμάτιο. Ξημερώνει. Θα πας στη δουλειά και θα σέρνεσαι. Θα σε ρωτήσουν «τι έχεις;» και θα τους απαντήσεις «αϋπνίες». Εσύ θα ξέρεις όμως. Την έχεις καταλάβει πια την αλήθεια, κι ας μην την παραδέχεσαι.
Δεν είναι αϋπνίες, μάτια μου. Αναμονές είναι.
Επιμέλεια κειμένου Ζωής Ναούμ: Νάννου Αναστασία.