Ζουν ανάμεσά μας. Μπορεί να είναι φίλοι, συνάδελφοι, συγγενείς, πρώην, νυν ή μελλοντικοί σύντροφοι. Σίγουρα θα συναντήσεις κάποιον στο δρόμο σου. Κατά πάσα πιθανότητα, δε θα τον αναγνωρίσεις. Εκτός αν τον ερωτευτείς.
Είναι άνθρωποι-αερικά. Περνάνε απ’ τις ζωές των άλλων σαν σίφουνες, δίνουν και παίρνουν όσο περισσότερα μπορούν, κατά το μικρό διάστημα της παραμονής τους και συνεχίζουν για τον επόμενο σταθμό. Είναι διαβατάρικα πουλιά, ανίκανα ή απρόθυμα να μείνουν στο ίδιο μέρος για πολύ. Έχουν έρθει για να φύγουν.
Τη φυγή τους μπορεί να την πυροδοτήσει οτιδήποτε, γι’ αυτό κι η οποιαδήποτε απόπειρα να την εμποδίσεις θα είναι μάλλον μάταιη. Όχι, δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις ν’ αλλάξεις δικά σου στοιχεία, να τροποποιήσεις δικές σου συμπεριφορές για να τους κρατήσεις κοντά σου. Αργά ή γρήγορα, θα σε κάνουν να εύχεσαι να τους είχες αφήσει να πάρουν το δρόμο τους. Κι εσύ το δικό σου.
Αυτοί οι άνθρωποι δε συνάπτουν μακροχρόνιες σχέσεις. Σε μήνες τις μετράνε. Τρεις, έξι, σ’ εξαιρετικές περιπτώσεις εννιά. Αν τύχει κάποια στιγμή στη ζωή τους να κλείσουν χρόνο σε μια σταθερή σχέση, το γράφουν στο βιογραφικό τους.
Οι περισσότεροι δεν έχουν καμία πρόθεση να πληγώσουν τους άλλους. Μπορεί, μάλιστα, να σε κοιτάξουν ξαφνιασμένοι ή ακόμα και να εκνευριστούν λίγο, αν τους ρωτήσεις πώς γίνεται να μην υπολογίζουν τα αισθήματα των εκάστοτε συντρόφων τους. Οι ίδιοι δε θεωρούν ότι κάνουν κάτι κακό. Αντίθετα, θα θεωρούσαν πολύ χειρότερο, τόσο για τους εαυτούς τους, όσο και για τους άλλους, το να παραμείνουν σε μία σχέση που δεν τους καλύπτει πια.
«Καλύτερα τώρα που είναι ακόμα νωρίς παρά αργότερα, που θα είναι πιο δύσκολο», θα τους ακούσεις να λένε. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να έχουν κι απόλυτο δίκιο. Όταν, όμως, αυτός ο τρόπος σκέψης γίνεται ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, τότε, μάλλον, κάτι πάει στραβά.
Πάσχουν από «δυσανεξία στη ρουτίνα και τη μονιμότητα», γι’ αυτό το βάζουν στα πόδια, μόλις η σχέση εκδηλώσει τα πρώτα συμπτώματα συντροφικότητας. Η υποχώρηση του πρώτου πάθους κι ενθουσιασμού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη δική τους άτακτη φυγή. Αν μάλιστα, συμπέσει εκείνη η φάση και με κανένα μικροκαβγαδάκι, τότε ποιος τους πιάνει! Εξαπολύουν διάφορες βαρύγδουπες ατάκες, του τύπου «δε μιλάμε την ίδια γλώσσα», «δεν υπάρχει χημεία, επικοινωνία, ουσιαστική επαφή» ή «μπορεί να φαίνεται μικρό κι ασήμαντο το λάθος που έκανε, αλλά για μένα σήμαινε πολλά» και την κάνουν μ’ ελαφριά πηδηματάκια.
Το «πώς» και το «γιατί», τώρα. Πώς μπορούν να το κάνουν αυτό, γιατί δε δίνουν ευκαιρίες για ένα ουσιαστικό δέσιμο; Πολλές ερμηνείες χωράνε. Ίσως έχει χαραχτεί από νωρίς στο μυαλό τους ότι η αγάπη πονάει, ότι είναι επικίνδυνη. Ίσως πιστεύουν ότι αν δεθείς πολύ μ’ έναν άλλο άνθρωπο, αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα πληγωθείς.
Δεν έχουν άδικο. Μεγάλο το ρίσκο της συντροφικότητας, σπουδαίο πράγμα να είναι ο άλλος, ο άνθρωπός σου. Και ως γνωστόν, τίποτα σπουδαίο σ’ αυτή τη ζωή δεν είναι ακίνδυνο. Αξίζει, όμως, να ζει κανείς μια ζωή τόσο προστατευμένη απ’ τον πόνο; Αξίζει να γνωρίζει τους άλλους τόσο βιαστικά, τόσο επιφανειακά, τόσο φοβισμένα;
Μοιάζουν με κλέφτες όμορφων στιγμών και δυνατών εμπειριών όσοι φεύγουν νωρίς. Έρχονται, παίρνουν όσα έχουν ανάγκη κι εξαφανίζονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Όσο γι’ αυτούς που μένουν πίσω, πολλά τα συναισθήματα: έκπληξη, απορία, θυμός, ίσως ενοχές, θλίψη, απογοήτευση… Για ένα διάστημα τα «ταξιδιάρικα πουλιά» καταγράφονται στη συνείδησή τους ως άπιαστα κι άρα ιδανικά. Γίνονται απωθημένα και στοιχειώνουν τις νύχτες τους μ’ αυτά τα βασανιστικά «αν» και τα «γιατί».
Κάποια μέρα, όμως, ξυπνάνε και καταλαβαίνουν. Κρατάνε τα όμορφα και συνεχίζουν το ταξίδι τους, με την ελπίδα να τους περιμένει λίγο παρακάτω κάτι διαφορετικό.
Κάτι απ’ αυτά τα όμορφα που έρχονται για να μείνουν…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη