Τι μετράει περισσότερο; Ένα «σ’ αγαπώ» ή ένα «σ’ αγαπώ πολύ»; Το δεύτερο, φυσικά, ε; Άλλο πράγμα το «πολύ». Δίνει αξία, βαρύτητα, ένταση, βάθος. Πώς μετριέται η αγάπη, αλήθεια; Ποιος ορίζει το «πολύ» και το «λίγο» της; Έχεις ακούσει εσύ ποτέ κανέναν να λέει ότι αγαπάει λίγο;
Αν αγαπάς, αγαπάς, έτσι απλά κι υπέροχα. Δε χωράνε μετρήσεις στην αγάπη. Ούτε αποδείξεις. Οι αποδείξεις είναι για την εφορία και για τα μαθηματικά. «Αν το ένιωθε, θα το έδειχνε», ακούμε συχνά. Πώς γίνεται, όμως, να ταυτίζουμε ένα συναίσθημα με τον τρόπο που επιλέγει ο καθένας να το εκδηλώσει ή να μην το εκδηλώσει;
Και στο κάτω-κάτω, όλοι εμείς που ζητάμε το «πολύ» των άλλων, είμαστε σίγουροι ότι ξέρουμε τι να το κάνουμε αν μας το δώσουν; Είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να το διαχειριστούμε; Το σηκώνει ο οργανισμός μας;
Φοβόμαστε το «λίγο», το τρέμουμε. Μας κάνει να νιώθουμε ανάξιοι, ελαττωματικοί, μας χτυπάει στην αχίλλειο πτέρνα μας, στον εγωισμό μας. Αντιδρούμε, τρελαινόμαστε, κάνουμε σκηνές, διεκδικούμε και φυσικά, μένουμε με το «καθόλου», γιατί δε γεννήθηκε ακόμα ο άνθρωπος που θα δώσει περισσότερη αγάπη, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις και τις ανασφάλειες του άλλου.
Το «πολύ», αντίθετα, το αναζητούμε σαν τυφλοί που ψάχνουν το φως τους. Να μας ερωτευτούν πολύ, να μας αγαπήσουν πολύ, να μας θέλουν πολύ, όλα πολύ τα θέλουμε και τι θα τα κάνουμε, δεν ξέρω.
Ας είμαστε ειλικρινείς, τουλάχιστον. Αυτό που ζητάμε από τους άλλους είναι να μας δείχνουν με όλη τους τη συμπεριφορά, τη στάση, τα λόγια, τις πράξεις τι σημαίνουμε γι’ αυτούς, πόσο μοναδικοί κι αναντικατάστατοι είμαστε. Εκδηλώσεις αγάπης βάζουμε στη ζυγαριά, μόνο αυτές μπορούν να μετρηθούν.
Αν ρωτήσεις κάποιον «πώς ξέρεις ότι σε αγαπάει αυτή που αγαπάς;» και σου απαντήσει «δεν το ξέρω, απλά το νιώθω», θα τον πάρεις για τρελό ή θα τον λυπηθείς που έχει τόσο μεγάλη ανάγκη να πιστεύει κάτι που –στα δικά σου μάτια– δεν ισχύει.
Κάθε φορά που απουσιάζουν οι εκδηλώσεις αγάπης, κρίνουμε ότι απουσιάζει και το ίδιο το συναίσθημα. Κάθε φορά που δεν παίρνουμε την πολυπόθητη επιβεβαίωση, αμφισβητούμε τα πάντα. Κάθε φορά που δεν ικανοποιείται το «εγώ» μας, ακυρώνουμε, ισοπεδώνουμε, μηδενίζουμε. Το σιωπηλό «πολύ» το μεταφράζουμε σε ένα δυνατό «καθόλου». Αυθαίρετη ερμηνεία, σκληρή, απόλυτη.
Μόνο το δυνατό «πολύ» είναι για εμάς, εκεί κρύβεται το κλειδί της ευτυχίας μας, απλά δεν το έχουμε βρει ακόμα. Εθελοτυφλούμε, δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι κι αυτό το «πολύ» μετά από ένα σημείο μας κουράζει, μας πνίγει, μας παραλύει. Δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι αυτούς τους ανθρώπους που μας έκαναν να νιώσουμε Θεοί, στο τέλος τους απομακρύναμε από τις ζωές μας.
Ναι, τους θεωρήσαμε αδύναμους, τους θεωρήσαμε εξαρτημένους, αναρωτηθήκαμε «γιατί το αξίζουμε όλο αυτό;», γεμίσαμε αμφιβολίες, αισθανθήκαμε παγιδευμένοι, ψάξαμε την έξοδο κινδύνου κι όταν καταφέραμε ν’ αποτινάξουμε από πάνω μας την υπερβολική αγάπη που μας έπνιγε, γυρίσαμε κι είπαμε ενοχικά ότι «ήταν πολύ καλό παιδί».
Τους θυμόμαστε αυτούς τους ανθρώπους, τους έχουμε κρατήσει σε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας, αλλά δεν προχωρήσαμε μαζί τους παρακάτω. Δεν το αντέξαμε το «πολύ» τους, δεν το σηκώσαμε.
Σαν το νερό οφείλει να είναι η αγάπη. Να δίνεται σε ποσότητα ικανή να σε ξεδιψάσει, χωρίς όμως να κινδυνεύεις να «πνιγείς». Αν θεωρείς ότι ζούμε σε μια κοινωνία που πάσχει από «αφυδάτωση», ξανασκέψου το. Σίγουρα θα βρεις κι αρκετά παραδείγματα «συναισθηματικών πνιγμών».
Γι’ αυτό σου λέω, μη δίνεις σημασία στις ανασφάλειές μου, μη με παίρνεις στα σοβαρά όταν σε ρωτάω «πόσο μ’ αγαπάς;», μη μ’ ακούς όταν αρχίζω τις γκρίνιες και τα παράπονα. Άσε με εμένα να διεκδικώ, να τα ζητάω όλα, να μου λείπει πάντα κάτι και να σου ρίχνω την ευθύνη για όσα δε λες, δεν κάνεις, δε δείχνεις.
Εσύ να μ’ αγαπάς όσο μπορείς και να μου το δείχνεις όσο αντέχω.
Επιμέλεια Κειμένου Ζωής Ναούμ: Πωλίνα Πανέρη