Όσοι από εμάς έχουμε την τύχη να εργαζόμαστε σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή, περνάμε τουλάχιστον τη μισή μας μέρα σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο. Μπορεί να είναι ένα γραφείο ή ένα κατάστημα, ένα ξενοδοχείο ή ένα νοσοκομείο, ένα εστιατόριο ή ένα σχολείο, ό,τι και να είναι, έχει γίνει το δεύτερο σπίτι μας.
Ένα σπίτι που, αν δεν έχεις επιλέξει ένα μοναχικό επάγγελμα, καλείσαι να το μοιραστείς με άλλους ανθρώπους, τους λεγόμενους «συναδέλφους». Και ξέρεις, είναι περίεργο, αλλά αυτή η λέξη, η λέξη «συνάδελφος» συνήθως δε δημιουργεί κανένα συναίσθημα. Δεν έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει την έκφραση του προσώπου μας, δεν είναι φορτισμένη θετικά, αλλά ούτε και αρνητικά. Είναι μια ουδέτερη, άχρωμη λέξη. Είναι μια παρεξηγημένη λέξη.
Τους συναδέλφους μας δεν τους διαλέγουμε, τους διαλέγουν άλλοι κι εμείς καλούμαστε να συνεργαστούμε μαζί τους, πράγμα όχι πάντα εύκολο. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους ανεχόμαστε –μέχρι ενός σημείου, τουλάχιστον– όπως κι εκείνοι εμάς. Τους βλέπουμε κάθε μέρα, θέλουμε-δε θέλουμε.
Ναι, αυτές οι συνθήκες μόνο ιδανικές δεν ακούγονται. Γι’ αυτό κι υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που πάει στη δουλειά του, ολοκληρώνει τις υποχρεώσεις του κι επιστρέφει στο σπίτι του, έχοντας πει μόνο μια «καλημέρα» και μια «καλησπέρα» όλη τη μέρα, κι αυτά με μισή καρδιά.
Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν κι οι άλλοι άνθρωποι. Αυτοί που θα σε δουν να μπαίνεις στο γραφείο κακόκεφος και θα σταματήσουν τη δουλειά τους για να σε ρωτήσουν αν είσαι καλά. Αυτοί που θα πάνε στο κυλικείο και θα σου προτείνουν να σου φέρουν κάτι. Αυτοί που αν πέσει στην αντίληψή τους κάποιο λάθος που έχεις κάνει, θα προσπαθήσουν να σε προστατεύσουν αντί να σ’ εκθέσουν.
Αν έχεις την τύχη να περιστοιχίζεσαι από καλούς συναδέλφους, θα μοιραστείς μαζί τους κάθε σου χαρά ή επιτυχία και θα τους κεράσεις κιόλας με όλη σου την καρδιά. Στις άσχημες στιγμές σου θα τρέξουν, θα νοιαστούν, θα προσπαθήσουν να στα κάνουν όλα πιο εύκολα. Θα σου πουν «φύγε, πήγαινε σπίτι, είμαστε εμείς εδώ» αν σου τύχει κάτι έκτακτο και θα ξέρεις ότι το εννοούν.
Μαζί τους θα κάνεις ένα τσιγάρο και θα συζητήσεις τα πιο χαζά πράγματα, προκείμενου να χαλαρώσετε λίγο απ’ τον εργασιακό φόρτο. Θα παρατηρήσουν κάθε αλλαγή πάνω σου και θα σου πουν πρώτοι «με γεια το κούρεμα, τα καινούρια παπούτσια, τα γυαλιά ηλίου». Θα σε κάνουν να γελάσεις τις στιγμές που το έχεις ανάγκη, θα σε αποφορτίσουν την ώρα που πνίγεσαι κι αν τύχει να αρρωστήσεις και να λείψεις, θα σε πάρουν τηλέφωνο να μάθουν αν σου έπεσε ο πυρετός. Θα δώσουν χρώμα με την παρουσία τους ακόμα και στις πιο γκρίζες και μελαγχολικές μέρες σου.
Οι πιο έμπειροι θα θελήσουν να σου μεταδώσουν τις γνώσεις που απέκτησαν με το πέρασμα των χρόνων, θα σε συμβουλεύσουν σαν γονείς, θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν ενδεχόμενα στραβοπατήματά σου, θα σου κάνουν καλοπροαίρετη κριτική, θα σε στηρίξουν στα πρώτα σου βήματα, θα δείξουν υπομονή και κατανόηση μέχρι να μάθεις.
Πώς γίνεται, λοιπόν, η λέξη «συνάδελφος» να είναι άχρωμη; Θα μου πεις, υπάρχουν κι οι άλλοι, οι διπρόσωποι, οι κουτσομπόληδες, οι «κολλητοί του διευθυντή», οι υπέρμετρα φιλόδοξοι κι αλαζόνες και τόσοι άλλοι. Αλλά μήπως στις υπόλοιπες σχέσεις μας, δε συναντάμε όλες τις κατηγορίες ανθρώπων; Δεν είναι εκεί το κλειδί, νομίζω.
Στη συνείδησή μας ταυτίζουμε τους συναδέλφους μας με το χώρο εργασίας μας. Κι ο χώρος εργασίας μας περιλαμβάνει πολλές ευθύνες, άφθονο άγχος και μπόλικη κούραση. Κι όλα αυτά, αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι μας αρέσει το αντικείμενο της δουλειάς μας, πράγμα καθόλου δεδομένο.
Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, όσο καλοί, χρυσοί κι υπέροχοι κι αν είναι, στο μυαλό μας πάνε πακέτο μ’ ένα κάρο δύσκολα πράγματα. Όταν σχολάμε μετά από μια κουραστική μέρα, όταν φεύγουμε για διακοπές, όταν παίρνουμε μια μικρή άδεια, το μόνο που θέλουμε είναι να ξεφύγουμε απ’ όσα μας κρατάνε δέσμιους τις υπόλοιπες ώρες ή μέρες του χρόνου. Και κάπως έτσι παίρνει η μπάλα και τη Μαρία και τον Γιώργο, που κατά τ’ άλλα, είναι τα καλύτερα παιδιά και τους λατρεύουμε!
Τι θα γινόταν, άραγε, αν μια μέρα, βγαίναμε μαζί τους για έναν καφέ ή για ένα ποτό μετά τη δουλειά; Αν δημιουργούσαμε μ’ αυτούς τους όμορφους ανθρώπους κι άλλες αναμνήσεις σε άλλους χώρους; Αν τους παίρναμε ένα τηλέφωνο κατά τη διάρκεια των διακοπών μας, απλά για να τους ακούσουμε;
Τότε ίσως να θυμόμασταν τι πραγματικά αξίζει σ’ αυτή τη ζωή. Και ίσως το γραφείο μας να μας φαινόταν λίγο πιο όμορφο και λίγο πιο φωτεινό την επόμενη μέρα.
Αφιερωμένο στην Παγώνα, τη Βιργινία και την Αντωνία, τις καλύτερες συναδέλφους του κόσμου!
Επιμέλεια Κειμένου Ζωής Ναούμ: Πωλίνα Πανέρη