Πόσα «γιατί» χωράνε σε μία ζωή; Πόσα ερωτηματικά, άλλοτε σιωπηλά κι άλλοτε φωναχτά, πότε πικραμένα, πότε θυμωμένα και δυστυχώς, καμιά φορά απελπισμένα;
Κλείνεις τα μάτια και προσπαθείς ν’ αναπνεύσεις. Να ζυγίσεις το μέγεθος της ζημιάς, να υπολογίσεις τις απώλειες. Παλεύεις να κρατηθείς ψύχραιμος και να μη μιλήσεις ενώ όλα μέσα σου ουρλιάζουν. Γιατί, ρε γαμώτο; Γιατί;
Κι αυτό το «γιατί» κλείνει μέσα του δεκάδες ερωτήσεις: Γιατί σε σένα; Γιατί αυτό; Γιατί τώρα; Γιατί δεν είναι αρκετά όσα έχεις ήδη περάσει, όλα τα βάρη που έχεις σηκώσει στις πλάτες σου; Γιατί να δοκιμαστείς κι άλλο;
Ειλικρινά, δεν υπάρχει σωστή απάντηση. Ή για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς, καμία απάντηση δεν είναι σωστή αυτή τη στιγμή. Αυτή είναι η στιγμή του πόνου. Του ξεσπάσματος. Αυτή είναι η στιγμή που ο καθένας μας θα τη διαχειριστεί με το δικό του, μοναδικό τρόπο.
Άλλος θα ξεσπάσει με θυμό σε ό,τι βρει μπροστά του κι άλλος θα κλάψει μέχρι να στερέψουν τα δάκρυά του. Άλλος θα στραφεί στους πιο κοντινούς του ανθρώπους για βοήθεια και συμπαράσταση κι άλλος θα κλειστεί στον εαυτό του. Ένα είναι το συναίσθημα, κοινό για όλους κι όμως, οι τρόποι έκφρασής του είναι όσοι κι οι άνθρωποι που υπάρχουν στον κόσμο.
Πάντα τον πόνο τον συνοδεύει ένα «γιατί» που ζητά απεγνωσμένα απαντήσεις. Ποτέ κανείς δεν αναρωτήθηκε για όλα τα όμορφα και τα σπουδαία που του συμβαίνουν. Δεν έχουν ακουστεί ποτέ «γιατί» στις επιτυχίες μας, στις χαρές μας. Τις έχουμε έτοιμες τις απαντήσεις μας σε κάτι τέτοια, δεν τίθεται ζήτημα. Μας αξίζουν οι χαρές, τις κερδίσαμε, μοχθήσαμε γι’ αυτές.
Κι όμως, για σκέψου να κάναμε μια παύση και ν’ αναρωτιόμασταν λίγο και γι’ αυτά. Να λέγαμε, ας πούμε, γιατί εγώ έχω έναν τόσο καλό φίλο ή σύντροφο στη ζωή μου; Γιατί έχω μια δουλειά που μου επιτρέπει να ζω αξιοπρεπώς; Γιατί έχω μια οικογένεια που μ’ αγαπάει και με στηρίζει; Γιατί είμαι υγιής και μπορώ να κάνω πράγματα που μ’ ευχαριστούν;
Δυσκολεύεσαι να βρεις τις απαντήσεις, ε; Κι όμως, το ίδιο παιχνίδι είναι, απλά τώρα το παίζουμε ανάποδα, για να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος.
Μια μέρα καταλαβαίνεις τα «γιατί», να το ξέρεις. Όχι τη στιγμή που νομίζεις ότι το έχεις ανάγκη, όχι την ώρα που πνίγεσαι. Άλλη ώρα, αργότερα. Τότε που κι οι δύο όψεις του νομίσματος μπορούν να γίνουν ορατές με γυμνό μάτι. Όταν τα έντονα αισθήματα καταλαγιάζουν κι η λογική ξαναπαίρνει τα ηνία.
Όταν εκείνη η περιπέτεια που είχες με την υγεία σου σού θυμίζει ποιοι ήταν δίπλα σου στις δύσκολες ώρες. Όταν εκείνη η αποτυχία που είχες στις εξετάσεις σου μαθαίνει ότι βρίσκεις τη δύναμη να επιμένεις στους στόχους σου κι ότι δεν το βάζεις κάτω με το παραμικρό. Όταν εκείνος ο δύσκολος χωρισμός σου φέρνει στο μυαλό έναν άνθρωπο που τελικά, ίσως και να μην ήταν ο κατάλληλος για σένα. Όταν συνειδητοποιείς ότι εκείνη η απόλυση σ’ έβαλε στη διαδικασία να μάθεις καλύτερα τον εαυτό σου και να βρεις μια δουλειά που να σε ικανοποιεί περισσότερο.
Θα ‘λεγε κανείς ότι οι απαντήσεις έρχονται, όταν δεν τις έχουμε πια ανάγκη. Σαν αποφθέγματα σοφίας μοιάζουν, σαν εμπειρίες ζωής κι όχι σαν σωσίβιες λέμβοι. Δεν έρχονται με το ρόλο του σωτήρα οι απαντήσεις, έρχονται με το ρόλο του δασκάλου. Και δε σου τις δίνει κανείς άλλος πέρα από σένα τον ίδιο που κάποια στιγμή, εκεί που δεν το περιμένεις, βρίσκεις ένα μικρό και φαινομενικά ασήμαντο κομματάκι του παζλ και ξαφνικά, βλέπεις τη μεγάλη εικόνα.
Γίνεται ένα «κλικ» στο μυαλό σου κι όλα είναι ξεκάθαρα. Τώρα, ξέρεις. Μακάρι να ήξερες και τότε, σκέφτεσαι. Μακάρι να μην είχε χρειαστεί τόσος πόνος, τόση πίκρα, τόσο κλάμα, για να καταλάβεις.
Χρειαζόταν, όμως. Για να έγινε έτσι, χρειαζόταν. Σταμάτα να ρωτάς «γιατί» και προχώρα.
Επιμέλεια Κειμένου Ζωής Ναούμ: Πωλίνα Πανέρη