Βράδυ στο κέντρο της Αθήνας. Βόλτα στην Ακαδημίας, στη Σταδίου, στην Πανεπιστημίου. Στην πλατεία Μοναστηρακίου. Στη συνοικία του Ψυρρή. Όμορφο, ιστορικό κέντρο με τις βιτρίνες του, με τα μαγαζιά του, με τον κόσμο που πάει κι έρχεται.
Αν κάνεις αυτή τη βόλτα, κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά θα συναντήσεις και κάποιους ανθρώπους. Ανθρώπους που έχουν κάνει τους δρόμους της Αθήνας σπίτι τους. Ανθρώπους που ίσως δε θέλεις να κοιτάξεις, που ίσως νιώθεις άσχημα που βρίσκονται εκεί. Ανθρώπους που ίσως τους «κατηγορείς» και τους θεωρείς πλήρως υπαίτιους για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται.
Λογικά, θα τους προσπεράσεις. Είναι μεγάλο πράγμα η συνήθεια στον άνθρωπο, γίνεται δυνατό ναρκωτικό και κανένας δε μας προειδοποιεί για τις καταστροφικές συνέπειές του. Το ζήτημα των άστεγων μας σόκαρε στην αρχή, είδαμε ειδήσεις, ακούσαμε νούμερα, κατηγορήσαμε το ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας, την κυβέρνηση, τους κατηγορήσαμε όλους, θυμώσαμε και μετά συνηθίσαμε.
Είναι πολλοί, βλέπεις. Κι αρκετοί από αυτούς είναι τοξικομανείς. Όχι όλοι, αλλά ένα σημαντικό ποσοστό. Κι η εικόνα τους συνήθως δεν είναι ελκυστική. Και δεν έχεις κανένα λόγο να πλησιάσεις έναν τέτοιο άνθρωπο, σωστά; Ίσως είναι κι επικίνδυνος, ποιος ξέρει;
Τι θα γινόταν άραγε αν μια φορά πλησίαζες; Αν κοίταζες κάποιον από αυτούς στα μάτια, όχι με οίκτο – ποιος τον χρειάζεται, ποιον ωφελεί ο οίκτος;– και του έλεγες «καλησπέρα, τι κάνεις;» και του χάριζες ένα χαμόγελο; Όχι χρήματα, ούτε τσιγάρο, ούτε φαγητό.
Σου φαίνεται ανούσιο, ε; Τι να προσφέρει μια «καλησπέρα» σε έναν άνθρωπο που στερείται τα βασικά; Αν είχες χρήματα, θα έκανες πολλά, αλλά κι εσύ ένας Θεός ξέρει τι περνάς και τι σταυρό σηκώνεις, μην κοιτάς που δεν είσαι στο δρόμο. Δίκιο έχεις. Πολλά τραβάς, σφίγγεις τα δόντια για να αντέξεις, καταπιέζεσαι, υπάρχουν μέρες που δε θέλεις ούτε να σηκωθείς από το κρεβάτι. Το ξέρω.
Απλά, να, ένα χαμόγελο μπορεί να κάνει κάτι μαγικό και σε ‘σένα. Μπορεί να γνωρίσεις τη Μαρία, τον Δημήτρη, τον Μανόλη, τον Διονύση και τόσους άλλους που είναι πραγματικά όμορφοι άνθρωποι. Τόσο φιλόξενοι, τόσο ευγενικοί.
Άνθρωποι που θα σου πουν να καθίσεις κοντά τους και θα σε κεράσουν κιόλας, ό,τι έχουν. Ό,τι τους έχουν προσφέρει ή ό,τι κατάφεραν να αγοράσουν με τα χρήματα που συγκέντρωσαν την προηγούμενη μέρα. Θα σου χαμογελάσουν και θα σου πουν «ευχαριστώ» για το δικό σου τίποτα. Θα σε ευχαριστήσουν που τους είδες και δεν προσπέρασες. Που θυμήθηκαν ότι υπάρχουν μέσα απ’ το βλέμμα σου.
Μπορεί να σου πουν ότι δε χρειάζονται κάτι, μόνο όταν περνάς να τους λες ένα «γεια». Κι εσύ θα αναρωτιέσαι πόσο κοστίζει ένα «γεια» και πόσο ένα χαμόγελο και τι σημαίνει «αξιοπρέπεια».
Μπορεί να σου πουν τις ιστορίες τους, να σου ανοίξουν την καρδιά τους. Μπορεί να ακούσεις ότι δεν τους ενοχλεί τόσο το κρύο κι η πείνα, όσο η μοναξιά. Το ότι δεν έχουν κανένα να κουβεντιάσουν. Το ότι νιώθουν ξεχασμένοι κι απ’ τον Θεό.
Αν δεν έχεις χρόνο να τους ακούσεις, φτιάξε μια μέρα δύο σάντουιτς αντί για ένα για τη δουλειά. Πηγαίνοντας στο γραφείο, σταμάτα μπροστά από έναν άνθρωπο που ζει στο δρόμο και πες του με χαμόγελο «Καλημέρα! Σήμερα έφτιαξα δύο σάντουιτς αντί για ένα. Το θες;».
Το πιο πιθανό είναι ότι θα σε κοιτάξει με απορία για λίγα δευτερόλεπτα και μετά θα το πάρει και θα σε ευχαριστήσει. Υπάρχει και μια πιθανότητα να σου πει ότι εκείνος έχει φάει, οπότε καλύτερα να το δώσεις σε κάποιον άλλο που πεινάει.
Δε θα το κρατήσει για τον εαυτό του για αργότερα, αν και δεν ξέρει πότε θα ξαναφάει. Θα σου πει να το δώσεις σε κάποιον που εκείνη τη στιγμή έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Νιώθεις;
Υπάρχουν πολύ όμορφοι άνθρωποι εκεί έξω. Άνθρωποι βασανισμένοι, άνθρωποι που πληρώνουν ακριβά τις επιλογές τους, άνθρωποι άτυχοι, άνθρωποι με βρόμικα ρούχα και καθαρή καρδιά. Μια μέρα μην τους προσπεράσεις. Όχι για εκείνους. Για ‘σένα.
Επιμέλεια Κειμένου Ζωής Ναούμ: Πωλίνα Πανέρη