Όλοι κάνουμε την επανάστασή μας. Δεν αποφεύγεται, δεν αναβάλλεται. Έρχεται μια μαγική στιγμή που τα πάντα γύρω σου και κυρίως τα πάντα μέσα σου φωνάζουν. Αδύνατο ν’ αγνοήσεις τέτοια ένταση, απίθανο να καταφέρεις να την προσπεράσεις, χωρίς να χυθεί έστω και μια σταγόνα αίμα.
Καμία επανάσταση δεν είναι αναίμακτη, μη γελιέσαι. Απλώς, ξέρεις πως για να βρεις τον εαυτό σου, για να καθορίσεις ποια θα είναι η πορεία σου σ’ αυτόν τον κόσμο και πώς θα ζήσεις, θα χρειαστούν κάποιες θυσίες. Όσο πιο νωρίς καταλάβεις ποιος είσαι και προς τα πού σε πάει η καρδιά σου, τόσο πιο νωρίς θα βάλεις και τα όριά σου.
Σ’ έναν ιδανικό κόσμο δε θα χρειαζόταν τίποτα τέτοιο. Θα ήταν αυτονόητο ότι ο καθένας μας μπορεί να ζήσει όπως επιθυμεί, αρκεί να σέβεται το μεγάλο, πανανθρώπινο κανόνα: «Η δική σου ελευθερία τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου».
Όποιος θα ήταν αποφασισμένος να ζήσει ακολουθώντας αυτόν τον απλό, αλλά τεράστιας σημασίας κανόνα, δε θα είχε κανένα εμπόδιο στα σχέδιά του. Κανένας καβγάς, καμία ενοχή, κανένας φόβος για τις αντιδράσεις των άλλων δε θα τον σταματούσε. Θα χάραζε την πορεία του ελεύθερος να δοκιμαστεί στη μεγάλη παλαίστρα του κόσμου. Αλλά είπαμε, όλα αυτά σ’ έναν ιδανικό κόσμο.
Στον δικό μας κόσμο μεγαλώνουμε φορτωμένοι μ’ ένα κάρο προσδοκίες. Προσδοκίες για το πώς θα φερόμαστε, τι επάγγελμα θ’ ακολουθήσουμε, πώς θα είναι οι σχέσεις μας, πότε θα παντρευτούμε, πόσα παιδιά θα κάνουμε και μη σου πω και πώς θα τα λένε τα παιδιά μας.
Και το καλύτερο ακόμη; Όλα αυτά πρέπει να τα θέλουμε, είναι υποχρεωτικό. Αν θέλουμε κάτι διαφορετικό, αν έχουμε άλλα όνειρα είμαστε περίεργοι, ιδιότροποι, ανώριμοι, απροσάρμοστοι και πολλά άλλα όμορφα.
Δεν υπάρχει, όμως, άνθρωπος που να ονειρεύεται για τον εαυτό του ακριβώς την ίδια ζωή που ονειρεύονται οι άλλοι γι’ αυτόν. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη διαφοροποιείται, λιγότερο ή περισσότερο, απ’ όσα προστάζουν οι γονεϊκές και οι κοινωνικές επιταγές.
Και κάπου εκεί ανάβει το φιτίλι. Κάπως έτσι, ξεκινάνε οι προσωπικές μας μάχες. Αρχίζουν με τα «όχι, δε θα σπουδάσω γιατρός, εγώ ονειρεύομαι να γίνω γραφίστας», συνεχίζονται με τα «εγώ αυτόν τον άνθρωπο έχω επιλέξει κι αν με αγαπάτε, θα σεβαστείτε την επιλογή μου», καταλήγουν με τα «έχω ανάγκη να δω τους φίλους μου, μου έχουν λείψει πολύ, εμείς θα τα πούμε αύριο, μωρό μου».
Όρια, για να προστατεύσουμε την ουσία μας. Όρια, γιατί είναι η δική μας ζωή και είναι μία, δεν μπορούμε και δε μας επιτρέπεται να παραχωρήσουμε τον έλεγχό της σε οποιονδήποτε άλλον, όσο σημαντικός κι αν είναι για εμάς.
Όταν θα κάνουμε τον απολογισμό, μόνοι μας θα είμαστε, το ξέρουμε πολύ καλά αυτό. Στον εαυτό μας θα λογοδοτήσουμε. Αυτός θα μας ζητήσει τα ρέστα, που τον αγνοήσαμε, τον φιμώσαμε, τον καταπιέσαμε, τον θάψαμε κάτω απ’ το βουνό των ξένων προσδοκιών κι ονείρων.
Όλοι μας την κάνουμε την επανάστασή μας. Και πολύ καλά κάνουμε. Ναι, ας χυθεί και λίγο αίμα, δεν έγινε τίποτα. Απ’ το να αιμορραγούμε μια ζωή και να κρύβουμε τις πληγές μας, καλύτερα να χυθεί λίγο αίμα, μια κι έξω. Να δοθούν οι μάχες στην ώρα τους, να πάρουμε θέση, να ορθώσουμε ανάστημα, να κάνουμε περήφανους εμάς τους ίδιους και κανέναν άλλο.
Όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα. Αποκτάς ταυτότητα μετά την επανάστασή σου, ορίζεις τον εαυτό σου ως μοναδική οντότητα κι όχι ως προέκταση των άλλων. Κρίμα να χάνεται χρόνος, να χάνονται χρόνια ολόκληρα σε μια κατάσταση που δε σου επιτρέπει ν’ αντικρίζεις το είδωλό σου στον καθρέφτη με καμάρι.
Όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα. Τόσο μικρότερο το κόστος. Όσο μεγαλώνεις, χτίζεις κι ο φόβος για την απώλεια των κεκτημένων ριζώνει για τα καλά στην καρδούλα σου. Όσο μεγαλώνεις, συνηθίζεις, είναι άτιμο πράγμα η συνήθεια σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις.
Κι αν άργησες, όμως, δεν πειράζει. Μην αυτομαστιγώνεσαι και πέτα αυτές τις άχρηστες κι άχαρες ενοχές απ’ το παράθυρο. Προχώρα με βήματα αργά και σταθερά προς τον μοναδικό στόχο που αξίζει κάθε μάχη, κάθε θυσία, κάθε μικρή ή μεγάλη επανάσταση· Να γίνεις ο άνθρωπος, που εσύ ονειρεύεσαι να είσαι.
Επιμέλεια κειμένου Ζωής Ναούμ: Νάννου Αναστασία.