Απ’ όλα τα αγαθά του κόσμου, δύο αρκούν για να θρέψουν την ανθρώπινη ψυχή: η αγάπη κι η ελευθερία. Χωράει μέσα σ’ αυτά τα δυο όλη η ουσία της ύπαρξής μας, τίποτα άλλο δε χρειάζεται ο άνθρωπος για ν’ αγγίξει την ευτυχία.
Τι γίνεται, όμως, όταν αυτά τα πολύτιμα στοιχεία αντί ν’ αλληλοσυμπληρώνονται, έρχονται σε σύγκρουση; Τι γίνεται όταν η ζωή μας ζητάει να δώσουμε προτεραιότητα στο ένα εις βάρος του άλλου;
Δεν ξέρω πώς μπορεί κανείς να απολαύσει την ελευθερία του αν στερείται την αγάπη. Δεν μπορώ, όμως, να καταλάβω ούτε τις αγάπες που «φυλακίζουν» σε κλουβιά. Ίσως, τελικά, να μην καταλαβαίνω γιατί πρέπει να αντιμετωπίζουμε τέτοιου είδους διλήμματα.
Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που επειδή δε γεύτηκε ποτέ την αξία της ελευθερίας, της προσωπικής επιλογής, της ανεξαρτησίας, δεν ξέρει πώς να την προσφέρει και στους άλλους. Δε φταίνε αυτοί, δε γνωρίζουν το κακό που κάνουν, δε λειτουργούν έτσι σκόπιμα.
Η αγάπη, στο δικό τους μυαλό, είναι συνώνυμη της προστασίας. Θα τους ακούσεις να μιλάνε για το καλό των άλλων, για την ευθύνη που έχουν απέναντι στους δικούς τους, για το χρέος τους ν’ αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο λάθος, κάθε πιθανή αποτυχία των αγαπημένων τους.
Θα τους δεις να ζουν τις ζωές των παιδιών τους, των συντρόφων τους, των κολλητών τους, σα να ήταν οι δικές τους ζωές. Θα τους παρατηρήσεις κι εύκολα θα καταλάβεις ότι δεν ξέρουν πώς αλλιώς να υπάρξουν, αν δεν είναι «σωτήρες».
Θα χρησιμοποιήσουν την αγάπη ως άλλοθι για κάθε καταπιεστική συμπεριφορά τους, θα κρύψουν τις δικές τους ανασφάλειες κάτω από παχιά χαλιά, θα κάνουν συναισθηματικούς εκβιασμούς σε όσους φοβούνται μη χάσουν από δίπλα τους.
Όταν λένε ότι αγαπάνε, το εννοούν. Με το δικό τους τρόπο, με τη δική τους ιδέα για το τι σημαίνει αγάπη. Αγαπάνε, όμως. Δεν είναι τυχαίο που τόσοι και τόσοι δέχονται κι ανέχονται τέτοιου είδους συμπεριφορές από αυτή την κατηγορία ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο που δεν μπορούν να επαναστατήσουν τα «θύματα», δεν είναι τυχαίο που δυσκολεύονται να θέσουν τα όριά τους και να πάρουν δραστικά μέτρα.
Υπάρχει μια περίεργη ισορροπία σε αυτόν τον κόσμο, βλέπεις. Όταν κάποιος φοράει τη στολή του λύκου, αυτόματα δημιουργείται κι ένα πρόβατο. Κι αντίστροφα, φυσικά. Έτσι, κι όταν κάποιος φοράει τη στολή του σωτήρα, αυτόματα κάποιος άλλος φοράει αυτήν του αδύναμου.
Αρχικά, όλα συμβαίνουν υποσυνείδητα, αθόρυβα. Κι όταν κάποια μέρα έρχεται η συνειδητοποίηση, νιώθεις ότι είναι αργά για να αλλάξεις κάτι. Έχεις μπει τόσο καλά στο πετσί του ρόλου, που δεν τον ξεχωρίζεις πια από σένα. Ξέρεις ότι είσαι παγιδευμένος, αλλά το συναισθηματικό δέσιμο με την παγίδα σου είναι τόσο μεγάλο πλέον, που δεν κάνεις την παραμικρή κίνηση να ξεφύγεις.
Άντε τώρα να πείσει κανείς έναν αετό που έχει μεγαλώσει σαν λαγός, ότι μπορεί να πετάξει. Άντε να του αποδείξει ότι δεν έχει φτιαχτεί για να τρέχει και να τρώει καρότα, αλλά για να πετάει ψηλά. Επώδυνη διαδικασία, χρονοβόρα, με αμφίβολα αποτελέσματα. Απαιτεί υπομονή, πολλή υπομονή, αργά και σταθερά βήματα, σεβασμό και κατανόηση.
Δεν μπορείς να σώσεις κανέναν, αυτή είναι η σκληρή αλήθεια. Καθένας μόνος του πορεύεται, μόνος του επιλέγει, μόνος του σώζεται ή καταστρέφεται. Αν θες, όμως, να δίνεις το είδος της αγάπης που κάθε άνθρωπος αξίζει, μη φοβάσαι να πεις «άνοιξε τα φτερά σου και πέτα». Νομίζω πως όλες οι υγιείς σχέσεις θα μπορούσαν να κλειστούν στην παραπάνω φράση.
Ίσως τελικά, αυτοί που αξίζουν να είναι δίπλα μας να είναι αυτοί που ακόμα κι αν αποφασίσουμε να τους χρίσουμε «σωτήρες», θα αρνηθούν το ρόλο τους και θα μας θυμίσουν πόσο ικανοί είμαστε να προστατεύσουμε μόνοι μας τον εαυτό μας. Αυτοί που αν τύχει να πέσουμε και να σπάσουμε το πόδι μας, θα μας απλώσουν το χέρι για να σηκωθούμε, αλλά θα μας πάνε αμέσως στο γιατρό, για να μπορέσουμε να περπατήσουμε ξανά, όσο πιο σύντομα γίνεται. Δε θα γίνουν δεκανίκια.
Δε θα μας ψαλιδίσουν τα φτερά από φόβο μην πετάξουμε και μας χάσουν από δίπλα τους. Δε θα μας κλείσουν σε κλουβιά. Θα ανοίξουν το παράθυρο κι αν χρειαστεί, θα μας σπρώξουν για να διαπιστώσουμε πόσο ψηλά μπορούμε να φτάσουμε. Και θα μας καμαρώνουν, έστω κι από μακριά.
Επιμέλεια Κειμένου Ζωής Ναούμ: Πωλίνα Πανέρη