Καμία φορά, συναντάμε κάποιους ανθρώπους στη ζωή μας που παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο για εμάς. Ή τους έχουμε επιτρέψει να ασκούν τόσο μεγάλη επιρροή. Χρειαζόμαστε αυτούς τους ανθρώπους γιατί ό,τι και να γίνει, θα στρεφόμαστε σε αυτούς για να στηριχτούμε, να βασιστούμε και να προχωρήσουμε.
Ένα βλέμμα, μια αγκαλιά και καμία φορά ένα χαμόγελο αρκούν για να πάρουμε μια ανάσα, να νιώσουμε πιο δυνατοί. Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι ανήκουν στην κατηγορία των αναντικατάστατων. Μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να είναι πολλοί, ο καθένας για διαφορετικό τομέα.
Τους χρειαζόμαστε όμως με τόση μανία στη ζωή μας που όταν νιώθουμε ότι τους χάνουμε μπορούμε να αλλάξουμε τους χάρτες και να φέρουμε τα πάνω-κάτω. Απλά για να σιγουρευτούμε ότι θα είναι εκεί, στη γωνία να μας περιμένουν και να μας παρακολουθούν. Να παρατηρούν την κάθε μας κίνηση και να είναι σε εγρήγορση όταν εμείς θα χτυπήσουμε το καμπανάκι του κινδύνου.
Περίεργο έτσι; Κι αστείο ίσως το πόσο εγωιστές μπορούμε να γίνουμε οι άνθρωποι. Το πώς και το τι μπορεί να επινοήσουμε για να καταφέρουμε αυτό που θέλουμε. Αλλά έτσι είμαστε από τη φύση μας. Εγωιστές, αυτοκαταστροφικοί και ξεροκέφαλοι. Ζητάμε τα πολλά. Κακό, πολύ κακό.
Απ’ την άλλη όψη του νομίσματος όμως, ίσως να είναι κι απαραίτητο να γίνει αυτό. Γιατί για να υπάρξει το καλό πρέπει να υπάρξει και το κακό. Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι αυτούς τους ανθρώπους, αυτούς τους πολύ σημαντικούς, που ξέρουν κάθε σου πλευρά, κάθε σου κίνηση, κάθε πρόσωπο και διάθεσή σου, μ’ αυτούς τους ανθρώπους σε δένει κάτι πολύ πιο δυνατό, κάτι πολύ ανώτερο.
Θέλεις να τους κρατήσεις κοντά σου, κρυμμένους βαθιά μέσα στη σπηλιά του μυαλού σου, φυλακισμένους ίσως για να μην μπορεί κανείς να τους ανακαλύψει. Τρελαίνεσαι μαζί τους, χάνεσαι και ταυτόχρονα νιώθεις ασφάλεια. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν καλά πώς να σε διαχειριστούν, πώς να σε ηρεμίσουν, πώς να σε κάνουν μαριονέτα τους. Επίσης ξέρουν πώς να σε κάνουν χαρούμενο, το τι μπορεί να θέλεις το κάθε λεπτό. Νιώθεις αδύναμος δίπλα τους, σαν μικρό παιδί που πιάνει τη μητέρα του απ’ το χέρι για να περάσει τον δρόμο.
Αυτοί οι άνθρωποι σε κάνουν να τους μισείς και να τους ερωτεύεσαι το ίδιο λεπτό με την ίδια συχνότητα. Σε βασανίζει το ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Σαν να είσαι αλυσοδεμένος μαζί τους. Και τελικά ποιος είναι ο φυλακισμένος; Εσύ που τους κρατάς με νύχια και με δόντια για να μη φύγουν μακριά σου ή αυτοί που μπορούν με μία τους λέξη να σε καταστρέψουν ή να σου δώσουν ζωή;
Πόσο εγωιστικό από μέρους τους κι αυτό! Να μην τους νοιάζει και με αλαζονικό ύφος να το υπογραμμίζουν και με την κάθε ευκαιρία να το επιδεικνύουν ότι μπορούν να σε χειραγωγήσουν. Σαν να ακούγεται η φωνή τους από πίσω σου ακριβώς να σε κοιτάνε.
Και μετά αδιέξοδο. Δεν ξέρεις πού βαδίζεις και πού πας. Άπραγος αναρωτιέσαι ποια είναι η σωστή κίνηση που πρέπει να κάνεις, τι να αποφασίσεις. Η σιγουριά σε εγκαταλείπει κι εσύ προσπαθείς να βρεις την άκρη της κλωστής που έχετε μπερδέψει μαζί.
Αλλά εμείς οι άνθρωποι είμαστε σαν τις κατσαρίδες, πάντα επιβιώνουμε. Η δύναμη του πάθους, του έρωτα και της παράνοιας που σου δημιουργούν αυτοί οι άνθρωποι, δεν μπορεί να την ξεπεράσει καμία ανασφάλεια, φόβος ή ενδοιασμός.
Δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτά τα συναισθήματα. Απλά κλείνεις τα μάτια και βουτάς στο απόλυτο σκοτάδι μαζί με τον άνθρωπό σου. Χωρίς να σας νοιάζει το πού θα καταλήξει. Ένας εσωτερικός πόλεμος μεταξύ της λογικής και του πάθους. Υπάρχει όμως λογική στον έρωτα;
Ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δε θα υπάρξει, γιατί ο έρωτας είναι αρρώστια. Σε απογειώνει και σε προσγειώνει με τόση δύναμη που το θέλεις. Το χρειάζεσαι γιατί ο έρωτας είναι το παν. Γεννάει αναμνήσεις που χαράζονται τόσο βαθιά στη μνήμη σου και στη ζωή σου που όταν πας να κλείσεις τα μάτια σου μόνο αυτές υπάρχουν.
Σου προσφέρει κάθε συναίσθημα, από το πιο ωραίο μέχρι το πιο απαίσιο. Τον μισείς και ταυτόχρονα τον λατρεύεις, αλλά είναι τόσο απολαυστικός που ακόμα και να σκοτώνει, εσύ θα τον ερωτεύεσαι.
Επιμέλεια Κειμένου Στέλλας Σεπέρα: Πωλίνα Πανέρη