Με το βλέμμα στραμμένο στη θάλασσα, που απλωνόταν μπροστά της σαν ένα απέραντο, μεταξωτό σεντόνι, δεν μπορούσε να μην αναρωτιέται για εκείνον, καθώς το βλέμμα της χανόταν στους αμέτρητους ιριδισμούς του νερού. Το αγαπημένο νερό, που σαν άλλη μήτρα δημιουργίας, έμελλε να γίνει αρωγός, στοιχείο που μετουσίωνε τον έρωτά τους σε πολύτιμο και σπάνιο αγαθό. Σαν τους αλχημιστές κι εκείνοι, τον διαφύλασσαν και τον κρατούσαν κρυφό από δόλια βλέμματα ικανά να τον βλάψουν, να τους τον στερήσουν.

Η οικεία αίσθηση της παρουσίας του, μόνο λίγα μέτρα πιο μακριά, ηρέμησε την αγωνία της και της επέτρεψε να απολαύσει την σπάνια αυτή στιγμή. Να αγναντεύει την απέραντη θάλασσα, από την άνετη σεζλόνγκ της παραλίας, αφήνοντας τον ήχο των κυμάτων να παρασύρουν όλη την αγωνία των προηγούμενων ημερών, που στοίχειωνε το κορμί της.

Ενώ δεν είχε κανένα λόγο για να αμφιβάλλει, η καθυστέρησή του να την πλησιάσει της προκάλεσε πάλι αγωνία κι ένας απροσδιόριστος λυγμός ανέβηκε ως τον λαιμό της και την έπνιξε. Άραγε, να ένιωθε κι εκείνος την ίδια ανυπομονησία οι ήχοι της φωνής τους να συναντηθούν σε ένα μελωδικό χορό; Χωρίς να προλάβει να απαντήσει στην ερώτηση, μια γνώριμη μυρωδιά, ο απαλός ήχος βημάτων πάνω στην άμμο και η σκιά μιας αντρικής φιγούρας, φάνηκαν να την ταράζουν.

«Καλημέρα!», ακούστηκε δυνατά.

«Αληθινά είναι!», απάντησε εκείνη προσπαθώντας να ντύσει τη νευρικότητά της με έναν μανδύα ηρεμίας.

Και ξάφνου, ένιωσε το βλέμμα του να της καίει τη σάρκα, όπως ποτέ άλλοτε. Έπιασε το χέρι του βιαστικά, και με γρήγορα βήματα, τον παρέσυρε μαζί της στην αγκαλιά της θάλασσας. Η επιθυμία της για εκείνον, ήταν σαν άσβεστη δίψα, που παρέμενε ακόρεστη, να ορίζει την επιβίωσή της. Ήταν και το φως και το σκοτάδι της, η ελπίδα και η άλωσή της, μόνο που το δεύτερο θα το ανακάλυπτε χρόνια μετά, πολύ αργά και πολύ επώδυνα για εκείνη.

Θα τη θυμάται χρόνια αυτή τη σπάνια συνάντησή τους, όπου ο έρωτας, τα σώματά τους και το νερό, όλα μαζί  άδραξαν έναν αόρατο ιστό κι ανίκανοι καθώς ήταν να σπάσουν τα δεσμά του, θα περιφέρονται από τότε χωριστά, ο ένας μέσα στο σώμα του άλλου, αλλά ποτέ μαζί.

Αυτά σκεφτόταν πηγαίνοντας να τον συναντήσει, με μια αλλόκοτη αμηχανία, κάπου στο κέντρο της Αθήνας.  Όλα αυτά, και το διαπεραστικό, σκοτεινό του βλέμμα, που έβλεπε μέχρι τα βάθη της ψυχής της, από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους σ’ αυτή τη ζωή. Σ’ άλλες ζωές είχαν σίγουρα συναντηθεί ξανά, ποιος ξέρει με ποια μορφή, με ποια κατάληξη, σίγουρα όμως οι ζωές τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες.

Έφτιαξε το φόρεμά της σχολαστικά, ανέβηκε τις σκάλες αργά, νωχελικά, σαν να μην ήταν σίγουρη για την ίδια την κίνηση που το σώμα της αναλάμβανε να εκτελέσει. Σαν αιλουροειδές, σχεδόν αναποφάσιστο για τη μοίρα της λείας μπροστά του, ή σαν άλλος αμνός, μπροστά στο επικείμενο τέλος του; Αιώνιο ερώτημα που την καταδυνάστευε. Η παρουσία του την έλκυε σαν μια πανίσχυρη μαγνητική δύναμη, ανίκανη να της ξεφύγει.  Να ήταν άλλη μία πεζή σαρκική ανάγκη, αναπόφευκτο πεπρωμένο ή κάτι άλλο, ανίκανη ακόμα να αναλογιστεί.

Στο τελευταίο σκαλοπάτι, δίστασε.

«Είναι συνθηκολόγηση, μια φθηνή συνθηκολόγηση», μονολόγησε, με έναν κρυφό παράλληλο πόθο να ανάψει ακόμα μια φορά η ερωτική σπίθα που κάποτε τους έκαιγε, είχε σιγάσει όμως από καιρό.

Το βλέμμα της ξαφνικά σκοτείνιασε, σαν κάτι να προμήνυε ότι είχε μόλις πάρει μια απόφαση, μια οριστική απόφαση. Με τη σκέψη της καρφωμένη στην εικόνα του να βγαίνει μέσα από το νερό και να χαμογελά, γύρισε πίσω κι άρχισε να κατεβαίνει ένα ένα τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας του. Κάθε σκαλοπάτι διέγραφε κι ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια συνάντηση, που χάνονταν οριστικά στο παρελθόν. Άραγε εκείνος θα αναρωτηθεί για την καθυστέρησή της, τους λόγους της εξαφάνισής της, ή ίσως θα καταλάβει;

«Αγαπώ τη θάλασσα τόσο πολύ», της είχε πει κάποτε και πόσο της θύμιζε τη θάλασσα, απρόβλεπτος όσο κι εκείνη, εκείνο το ανεπανάληπτο πρωινό που η άμμος έμπλεκε με τα πόδια τους κι όσα ένιωθαν ο ένας για τον άλλον.

Σταμάτησε ένα ταξί και μπήκε, ξεχνώντας να πει τον προορισμό. Άλλωστε, τον προορισμό της ζωής της τον είχε αφήσει πίσω, σε μια προσπάθεια να σώσει την ίδια της τη ζωή. Το πάθος του την κατέκλυε και τη ρουφούσε, σαν μια ορμητική δίνη που δεν είχε γυρισμό. Και μετά, πάντα, ακολουθούσε μια αναίτια αδιαφορία που τη διέλυε.

Άργησε να φτάσει στη μονοκατοικία που αποκαλούσε σπίτι, εξάλλου δεν είχε νόημα, είχε αφήσει πίσω όσα την έκαναν να νιώθει ακέραια. Κράτησε τα δάκρυά της για λίγο ακόμα, καθώς έψαχνε στον πάτο της τσάντας της μερικά ψιλά για να πληρώσει τον οδηγό του ταξί. Καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο, ένα ξαφνικό ψιλόβροχο έπεσε επάνω της, λειτουργώντας σχεδόν καθαρτικά.

Στα χέρια του μεγάλωσε, ενηλικιώθηκε, έμαθε, πόνεσε και τώρα αυτά τα χέρια τ’ απαρνήθηκε με δική της επιλογή. Κάποια στιγμή, πριν χρόνια, της είχε πει ότι έχει μια σκληρότητα που τρομάζει, εκείνη το απέρριπτε. Με έκπληξη συνειδητοποίησε αυτό που πριν από λίγο είχε διαπράξει. Η εικόνα εκείνου του ονειρικού πρωινού στη θάλασσα άρχισε να ξεθωριάζει, αργά και σταθερά. Θα γύριζε κι άλλες φορές σε εκείνη την εικόνα, μάταια προσπαθώντας να αναβιώσει το ίδιο συναίσθημα. Ανέβηκε με μοναδική ορμή τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της μονοκατοικίας της, αφήνοντας το σώμα της να καταρρεύσει επάνω στον λευκό δερμάτινο καναπέ, ξεσπώντας σε αναφιλητά.

Χρόνια μετά θα αναπολεί αυτή την απόφαση και θα νιώθει μια μικρή χαρμολύπη, λύπη για τον χαμό της ελπίδας, χαρά για την ταυτόχρονη αναγέννησή της. Αν και δε θα τον έβλεπε ποτέ ξανά, εκείνος γνώριζε ότι τον αγάπησε, το διαισθανόταν.

Πάντα της έλεγε να αγαπά τον εαυτό της, παραλείποντας όμως να την αγαπήσει λίγο περισσότερο κι εκείνος. Τίποτα δε θα γινόταν όπως πριν, κανένας δε θα έπαιρνε τη θέση του στην καρδιά της. Πάντα όμως θα συναντιούνται σ’ εκείνη την παραλία, ποτέ στην πραγματικότητα, θα της χαμογελάει, με εκείνη την υπέροχη αθωότητα στα μάτια και θα ακούει τη φωνή του.

«Ίσως σε κάποια άλλη ζωή αγάπη μου.

Γλυκό φιλί.»

 

 

The end.

Συντάκτης: Βασιλική Υψηλάντη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου