Διαβάστε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

18 Μαΐου, ξημερώματα. Χτυπάει το τηλέφωνο της Αγάθης. «Έλα ρε Φίλιππε πρωί-πρωί, τι θέλεις;» του λέει με βραχνή φωνή. «Πήρα να σου πω καλή επιτυχία, με πήρε ο ύπνος χθες και δεν κατάφερα να σε πάρω όταν τελείωσα τη δουλειά» κι εκείνη απάντησε «Τι μου το θύμισες κι αυτό τώρα, αγχώθηκα πάλι. Τέλος πάντων ευχαριστώ πολύ, θα σε πάρω όταν τελειώσω». Είχε φτάσει η περίοδος των πανελληνίων, η Άγαθη περνούσε την πιο κρίσιμη περίοδο της ζωής της ως τώρα αλλά ο Φίλιππος ήταν εκεί και τη στήριζε.

Εκείνος είχε πιάσει δουλειά τα βράδια σε ένα μικρό μπαράκι και πλέον δε μιλούσαν τόσο. Αυτό όμως αντί να τους απομακρύνει τους έφερνε πιο κοντά. Είχαν ένα μήνα και παραπάνω να βρεθούν και μάλλον θα μεσολαβούσε κι άλλος καιρός. Είχαν όμως ήδη ανταλλάξει αυτή τη μια φορά αρκετά φιλιά ώστε να κάνουν υπομονή για τα επόμενα. Μέσα σε σαράντα κύματα πέρασαν γεμάτες άγχος κι αμφιβολία οι δυο εβδομάδες εξετάσεων της Αγάθης. Δύσκολα τα θέματα, περίμενε πολύ καλύτερα.

Ο καιρός περνούσε γλυκά αλλά επίπονα. Από τη μια περιέργεια για τους βαθμούς από την άλλη περιέργεια για το πότε θα ξαναέβλεπε τον Φίλιππο. Της είχε γίνει έμμονη ιδέα πλέον. Τον ήθελε μέσα στη ζωή της κι η αλήθεια είναι πως τον ήθελε να συμμετέχει πιο ενεργά. Ήταν κι οι δυο παθητικοί παρατηρητές της ζωής του καθενός. Μπορεί να έβλεπαν τις καταστάσεις από μέσα, αλλά δυστυχώς η απόσταση εμπόδιζε τη συμμετοχή στις επιτυχίες, την άμεση στήριξη στον πόνο, τη βοήθεια στα προβλήματα, τις λύσεις στις δύσκολες φάσεις.

«Έλα ρε τρελέ, βγήκαν τα αποτελέσματα…», προσπαθούσε κι αυτή να το παίξει άνετη, δε γούσταρε να του αποκαλύψει τη μικρή απογοήτευσή της. «Λέγε, τι κάναμε;», όλο άγχος εκείνος περίμενε αγωνιωδώς να ακούσει πως τα μόριά της επαρκούν να τη φέρουν κάποια χιλιόμετρα πιο κοντά. «Κοίτα να δεις, μπορούσα και καλύτερα, τη νομική δεν την πιάνω αλλά δε με προβληματίζει αυτό. Σίγουρα πιάνω τη δεύτερη επιλογή μου στη Θεσσαλονίκη» είπε κι εκείνη συνειδητοποιώντας πόσο κοντά είναι στο να πάρει τη ζωή της στα χέρια της.

Πέρασαν καλοκαίρι πολύ δύσκολο όμως. Η Αγάθη ζούσε το πιο ξέφρενο καλοκαίρι της, δεν ήταν πλέον εκείνο το μαζεμένο κορίτσι που γνώρισε ο Φίλιππος. Έβγαινε, ξενυχτούσε, έπινε, γλεντούσε. Τσακώνονταν συχνά μέχρι που εκείνη γύρισε στον πρώην της κι εκείνος έκανε κάποια βήματα μπροστά. Όμως το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το ίδιο με ό,τι έγινε το Φεβρουάριο, που τώρα, Ιούλιο μήνα, έμοιαζε τόσο μακρινό κι όμως επαναλήφθηκε.

Εκείνος επιφυλακτικός τη δέχτηκε πίσω, εκείνη τον παρακαλούσε, τον βομβάρδιζε με μεθυσμένα και μη μηνύματα. Κάτι όμως τους έκανε να μην μπορούν να ξεκολλήσουν. Ήταν ερωτευμένοι, γαμώτο! Απλά η απόσταση τους έκανε να εθελοτυφλούν και να πιστεύουν στο ανεκπλήρωτο μεταξύ τους.

Μετά από μια κατά συρροή επίπονη μεταξύ τους περίοδο, ο Φίλιππος αποφασίζει να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος. Μια εβδομάδα διακοπές εκεί που την είδε πρώτη φορά. Χαράμισε προτάσεις από φίλους σε εξωτερικό και νησιά και τις χάρισε μια εβδομάδα γεμάτη έρωτα και πάθος. Ένιωθε κι εκείνη πως έκανε διακοπές εκεί που ζούσε μόνιμα. Ο Φίλιππος με ένα τρόπο μαγικό της έκανε τα πάντα να μοιάζουν τόσο όμορφα και διαφορετικά.

Κανά εικοσαήμερο μετά, αφού είχε επιστρέψει εκείνος, βγαίνουν οι βάσεις, η σχολή κι η πόλη που από εδώ και πέρα όριζαν τη ζωή της και την έβαζαν σε ανάλογη τροχιά. Ίσως περνούσε Κομοτηνή, ίσως Θεσσαλονίκη, παιζόταν το πράγμα. Ξυπνάει νωρίς και ξεκινάει για το σχολείο. Τελευταία φορά που πατάει το πόδι της εκεί ως μαθήτρια, πλέον θα καυχιέται στον Φίλιππο πως είναι μια φοιτήτρια με τα όλα της.

«Καλημέρα, σε ξύπνησα;» του λέει στο τηλέφωνο. «Άστα αυτά τώρα και λέγε» απαντάει εκείνος με εμφανές το άγχος που ήθελε εσκεμμένα να κρύψει. «Λοιπόν, αν σου έλεγα πως πέρασα Κομοτηνή, τι θα έλεγες;» κι εκείνος μαζεμένος της λέει «Ε, εντάξει δε θα ήταν το καλύτερό μου αλλά αν είναι το καλύτερο για τη ζωή σου δεν μπορώ να μπω εμπόδιο». Κι εκείνη σκάει στα γέλια με την αντίδρασή του κι απαντάει «Καλά ρε μεγαλόψυχε άνδρα, ηρέμησε. Θεσσαλονίκη πέρασα, λογιστική!». Τρελάθηκαν κι οι δυο από τη χαρά τους. Τι ήταν Θεσσαλονίκη-Λάρισα; Τίποτα, μια ώρα και κάτι απόσταση με το τρένο.

Φεύγει η Αγάθη, αφήνει πίσω της την παλιά ζωή της και ξεκινάει για νέες περιπέτειες. Είχε νοικιάσει κι ένα σπίτι του γούστου της κι ένιωθε έτοιμη για όλα. Με το που αποχωρίστηκε τους γονείς της, χωρίς δεύτερη σκέψη, βάζει δυο ρούχα σε μια βαλίτσα, παίρνει το πρώτο τρένο και πάει να τον βρει. Πλέον ήταν κι επίσημα μαζί.

Και τώρα, όσο ο καιρός περνάει και κυλάει πιο γρήγορα κι από την ίδια μας τη σκέψη, να σου πω πως αυτά τα δυο παιδιά που τόσο απρόσμενα γνωρίστηκαν, είναι μαζί και κάθε μέρα ερωτεύονται και πιο πολύ. Δεν έχει σημασία που πάλι χιλιόμετρα τους χωρίζουν. Μπροστά σε ό,τι έζησαν σχεδόν ένα χρόνο τώρα αυτό δεν είναι τίποτα.

Το σπίτι της Αγάθης έχει γίνει σπίτι του Φίλιππου κι αντίστροφα. Κι επειδή τα χιλιόμετρα ήταν πάντα ο μεγαλύτερος φόβος τους, τον δαμάζουν κάνοντας ταξίδια μαζί συνεχώς. Κι όσο είναι μαζί τόσο πιο πολύ ερωτεύονται και τόσο πιο πολύ μαθαίνουν ο ένας τον άλλον. Ζουν κάτι πρωτόγνωρο και το ζουν μαζί.

Και δεν τους νοιάζει τίποτα. Και δε βάζουν κανέναν πάνω από αυτό που έχουν. Και ζουν με τόση κάβλα την κάθε μέρα τους που όμοιά της δεν έχω ξαναδεί. Και τώρα διαβάζουν αυτό και γελάνε, ο κάθε Φίλιππος κι η κάθε Αγάθη που έχουν κάτι τέτοιο να μοιραστούν όταν ρωτήσεις για την ιστορία τους.

Γιατί συνήθως, οι άνθρωποι που επιμένουν και που χωρίζονται για κάποιες μέρες από δρόμους και χιλιόμετρα, νιώθουν ίσως πιο έντονα συναισθήματα, ζουν πολύ πιο έντονα την κάθε τους ημέρα σαν ένα.

 

Υ.Γ. Οποιοδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα δεν είναι συμπτωματική. Με άλλα λόγια, στα παιχνίδια της ζωής κρύβεται η μαγεία. Κι επειδή κι αυτή μας κάνει κόλπα, σίγουρα κι εμείς μπορούμε να την ξεγελάσουμε. Με λίγο έρωτα, με πολύ έρωτα, με σωστή επικοινωνία, με γαμάτους ανθρώπους, με απολαυστικές μέρες να έχουν να γεμίζουν οι σελίδες μας.

 

Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Β. Ζάχου: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Έλλη Β. Ζάχου