Η ζωή στο Λονδίνο είναι τελείως διαφορετική από ό, τι στην Ελλάδα, σκέφτεται η Έλλη. Μα η ζωή στην Ελλάδα σημαίνει και μια ζωή στη σκιά του Αλέξη κι αυτό ακριβώς είναι αυτό που θέλει εκείνη να αποφύγει.

 

Ξεκίνησαν ως δυο παιδιά. Δύο έφηβοι ερωτευμένοι. Εκείνη δεκαέξι στα δεκαεφτά κι εκείνος ένα χρόνο μεγαλύτερος, τελευταία τάξη λυκείου. Τον ερωτεύτηκε σαν τρελή! Κάθε μεσημέρι έπαιρνε κάποια φίλη της και κάθονταν στη μεριά της πλατείας που πέρναγε ο Αλέξης στις τρεις παρά είκοσι ακριβώς για να πάει φροντιστήριο. Μήνες ολόκληρους μέχρι το Δεκέμβριο τον κοίταζε κι έλιωνε, χωρίς να του μιλήσει. Ώσπου μια μέρα, ο Αλέξης πήγε και της μίλησε.

Η Έλλη εκείνη τη μέρα είχε πάει μόνη της αποφασισμένη να κάνει αυτή την πρώτη κίνηση, πού να ήξερε όμως πως κι ο Αλέξης αυτό σκεφτόταν. Κάπως έτσι πέρασαν όλες τις γιορτές μαζί. Ζώντας στο έπακρο εκείνον τον έρωτα που συνοδεύεται από ένα κύμα πεταλούδων να πετάει στο στομάχι, από αϋπνίες ατελείωτων μηνυμάτων κι από την αναγκαία παιδική αφέλεια, ξεκίνησε η ιστορία τους. Εκείνος ο μαγικός εφηβικός πρώτος έρωτας που όλοι φαντάζονται ότι θα περνάει από το μυαλό τους μεγαλώνοντας σαν την πιο γλυκιά και τρυφερή ανάμνηση. Δε θα κατέληγε όμως έτσι.

Ήταν η χρονιά που ο Αλέξης έδινε πανελλήνιες. Η Έλλη του στάθηκε πιο πολύ κι από γονιό. Σε όλα τα μαθήματα του κράταγε το βιβλίο. Κι αυτή την ιστορία την έμαθε απ’ έξω κι ανακατωτά. Σε κάθε μάθημα στηνόταν έξω από το σχολείο από τις οχτώ έως την ώρα που τελείωνε. Καμία φορά την έπιανε το στομάχι της από το άγχος της να πετύχει ο Αλέξης. Η μόνη της έγνοια ήταν να πετύχει, όλος αυτός ο κόπος του να μην πάει χαμένος.

Τον αγαπούσε πιο πολύ από ό, τι πίστευε κι ίδια ακόμα. Ήθελε να του δώσει τα πάντα, να είναι ευτυχισμένος. Θα έκανε τα πάντα για να τον βλέπει να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα. Μα δεν ήταν μόνο η αγάπη. Ήταν και εκείνο το πάθος που είχε γι’ αυτόν. Τον ήθελε σαν τρελή. Δεν άλλαξε στιγμή αυτό το συναίσθημά της, αυτός ο έρωτας που έφτανε αργά και σταθερά στα όρια της εμμονής. Κάθε βλέμμα της ήταν τόσο βαθύ όταν τον κοίταζε, όλο υποσχέσεις, όλο προσδοκία.

Εκείνο το καλοκαίρι πήγαν και τις πρώτες τους διακοπές. Κοντά στην Αθήνα, στο εξωτικό Αγκίστρι, πέρασαν το πιο όμορφο τετραήμερο. Η Έλλη από τη μεγάλη της λαχτάρα για τον Αλέξη, δεν ενδιαφερόταν για τη δική της ζωή, για το δικό της διάβασμα κι εκείνο το καλοκαίρι χαιρόταν την επιτυχία του πιο πολύ κι από τον ίδιο. Ένα καλοκαίρι που ήταν να είναι και το τελευταίο που θα τους βρει έτσι.

Ο Αλέξης, βγαίνοντας τα αποτελέσματα, μπήκε σε πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Η Έλλη εκείνη τη χρονιά, ως ένα χρόνο μικρότερη, προετοιμαζόταν για τις πανελλήνιες. Όνειρό της η ιατρική. Είχε ήδη χάσει το διάβασμα του καλοκαιριού και προσπαθούσε να μαζέψει τα μαθήματα με την έναρξη της νέας χρονιάς. Ο Αλέξης προσπαθούσε να είναι δίπλα της, να της κρατάει το βιβλίο, να την παίρνει από το σχολείο, να την αγαπάει εκείνα τα βράδια που έκλαιγε γιατί έλεγε πως δεν είναι αρκετά έξυπνη για να περάσει. Και κάπως έτσι πέρασε η χρονιά.

Όταν έφτασε ο καιρός των εξετάσεων, η Έλλη από το άγχος της λιποθύμησε στο τελευταίο μάθημα κι έτσι μεταφέρθηκε στα επείγοντα, χάνοντάς το. Έχασε και τη γη κάτω από τα πόδια της. Ο Αλέξης εκεί δίπλα της , να της λέει πως δε χάθηκε η ζωή της και λύσεις υπάρχουν. Βράχος δίπλα της, της στάθηκε όσο κανείς. Ο αδελφός της Έλλης, πέντε χρόνια μεγαλύτερός της, ζούσε και εργαζόταν στην Αγγλία. Κι έτσι κάπως ήρθε η πρόταση να φύγει η Έλλη και να σπουδάσει εκεί.

Από τη μια αυτό ήταν ένα σενάριο που της έδωσε μια λύση, έναν νέο δρόμο για κυνηγήσει το όνειρό της, να γίνει γιατρός. Από την άλλη ήταν κι ο χειρότερός της φόβος, πώς θα ζήσει μακριά από τον Αλέξη; Από τον έρωτά της, τον άνθρωπό της; Μα τόσο είχε προσκολληθεί πάνω του, που η απάντηση δεν άργησε να ξεπηδήσει μπροστά της. Δε θα τον άφηνε ποτέ. Τα όνειρά της μπορούσαν να πάνε χιλιόμετρα πίσω, μόνο και μόνο για να είναι δίπλα του.

Μα κι ο Αλέξης τη λάτρευε, δε θα δεχόταν ποτέ να βάλει σε δεύτερη μοίρα τους στόχους της, στο μυαλό η Έλλη ήταν ήδη γιατρός. Έτσι, ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ έκατσαν στο μπαλκόνι αγκαλιά και της είπε πως θα την αγαπάει για πάντα. Θα είναι πάντα ο έρωτάς του. Εκείνο το δυνατό συναίσθημα που δενθα αφήσει ποτέ να φύγει από μέσα του. Της είπε πως πρέπει να φύγει, να πάει στην Αγγλία, να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, γιατί αλλιώς η σχέση τους δε θα έχει αξία. Να φύγει, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι για κάποια χρόνια θα είναι χωριστά. Το παν στη ζωή είναι να είμαστε γεμάτοι εκπληρώνοντας τις δικές μας φιλοδοξίες, όχι πίσω από τα όνειρα άλλων.

Κι έτσι με μια καρδιά γεμάτη με τον Αλέξη, η Έλλη εκείνο τον Σεπτέμβρη μπήκε στο αεροπλάνο κι έφυγε.

 

Το be continued…

Συντάκτης: Μαριλένα Κοντογιάννη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου