Ωραία η ζωή στο Λονδίνο, εντελώς διαφορετική. Πόσο μάλλον για μια νέα κοπέλα, δεκαοχτώ χρονών. Το σπίτι της Έλλης ένα μικρό στούντιο, φοιτητικό, γεμάτο με αντικείμενα αγαπημένων της, στην καρδιά του Λονδίνου. Περνούσε όμορφα τα φοιτητικά της χρόνια, πάντα με μια νοσταλγία βέβαια. Βράδια με παρέες, ποτά και στο τέλος η Έλλη να καταλήγει βουρκωμένη να σκέφτεται τον Αλέξη. Όσο ο καιρός περνούσε η ανάμνησή του ξεθώριαζε. Έμεινε μια γλυκιά αγάπη πράγματι, μα έφυγε αυτό το δάκρυ στα μάτια της και ο κόμπος στο στομάχι στη θύμησή του. Κάθε φορά που μιλούσες σε γιορτές ή γενέθλια όσο κι αν υπήρχαν έντονα συναισθήματα από τον έναν ή τον άλλον, αρκούνταν σε τυπικά μηνύματα. Δε θύμιζαν ούτε στο ελάχιστο μηνύματα ενός κάποτε ερωτευμένου ζευγαριού. Μα κάπως έπρεπε να προχωρήσουν. Από της Έλλης τη ζωή πέρασαν άνθρωποι εφήμεροι. Αν δεν ένιωθε αρκετά, δεν έμενε, δεν το προχωρούσε. Καθετί που της θύμιζε τον Αλέξη, έκανε πως δεν το έβλεπε και πήγαινε παρακάτω. Τι νόημα θα είχε να του έστελνε; Να του έλεγε τι; Μπορεί να θυμόταν στιγμές, τις κρατούσε όμως για τον εαυτό της. Δε χρειαζόταν την επιβεβαίωση ότι κι αυτός την θυμάται. Όταν τα συναισθήματα δύο ανθρώπων είναι αληθινά και σίγουρα αμοιβαία, δεν υπάρχει ανάγκη επιβεβαίωσης. Για κάποιον λόγο η ενέργεια του ενός συνδέεται με την ενέργεια του άλλου χωρίς καν να χρειάζεται να μιλάνε. Δεν ήταν απαραίτητο να τα λένε με κοινούς φίλους ή με την παρέα ο ένας του άλλου για να καταλάβουν εάν η Έλλη σκέφτεται τον Αλέξη και το αντίστροφο. Πόσο όμορφο συναίσθημα αυτό και σίγουρα δυνατό.
Η Έλλη όποτε γυρνούσε Αθήνα, δεν επιδίωκε ποτέ συνάντηση με τον Αλέξη. Ίσως αυτός να προσπάθησε καμία φορά. Ίσως πάλι και όχι. Ποτέ δεν το έκανε ξεκάθαρο. Η Έλλη κάθε Χριστούγεννα έμενε στο ρετιρέ στα Εξάρχεια με τη γιαγιά της, από κάτω η Κωλέττη με τις καφετέριες που από τον πρωινό καφέ κατέληγε να πίνει μπίρες τα μεσάνυχτα. Της έλειπε αυτή η φάση. Η τόσο χαλαρή, η ελληνική σε σχέση με το english tea. Αυτή τη φάση της είχε μάθει ο Αλέξης. Όχι, δεν ήλπιζε να τον συναντήσει! Ήλπιζε να νιώσει ξανά σαν το σπίτι της πίνοντας κοκτέιλ στον Μαύρο Γάτο μέχρι πρωίας. Για αυτήν εκείνη η γειτονιά μύριζε τις πιο όμορφες της αναμνήσεις. Εκεί που ένιωσε όπως ποτέ ξανά. Κάθε φορά που γύριζε μετρούσε αντίστροφα πόσα χρόνια έχει ακόμα για να πάρει το πτυχίο της και να επιστρέψει στον τόπο που μεγάλωσε, με τους ανθρώπους της. Δεν ήταν ότι δεν περνούσε καλά στην Αγγλία, απλώς όπως και να το έβλεπε κανείς δεν ήταν ίδια η ζωή.
Πέρασε ο καιρός και τον τελευταίο χρόνο η Έλλη δεν ήρθε καθόλου στην Ελλάδα. Αφοσιωμένη στα βιβλία της, στην επιστήμη της, έβαλε μπρος να πάρει το πτυχίο της. Να ασκήσει επιτέλους το επάγγελμα που για εκείνην δεν ήταν απλώς ένα επάγγελμα, αλλά λειτούργημα. Να γίνει γιατρός του κόσμου, να βοηθάει, να είναι εκεί για να γιατρεύει τον πόνο. Για τον πόνο βέβαια που κουβαλάει μέσα του κάποιος, δεν της έμαθε κανείς πως φεύγει. Αν υπάρχει κάποιο φάρμακο να πάρει. Ούτε και εκείνη όμως κατάφερε να καινοτομήσει ανακαλύπτοντας το αντίδοτο για τον «πόνο» της καρδιάς. Όχι αυτόν του αρρώστου, αλλά του ερωτευμένου.
Η Έλλη λοιπόν τελείωσε. Άφησε το φοιτητικό της σπιτάκι, την πολύ ενδιαφέρουσα ζωή εκεί στα ξένα, μάζεψε τα πράγματά της, χαιρέτησε τις παρέες της και γύρισε πίσω. Πίσω στους γονείς της, στα αδέλφια της και στους κολλητούς της. Όλοι προσπάθησαν να την κάνουν να εγκλιματιστεί, πόσα πάρτι για το «καλώς όρισες», πόσα ξενύχτια. Ένα εξάμηνο γιόρταζαν τον επαναπατρισμό της Έλλης. Ο Αλέξης ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Ούτε ένα μήνυμα, ούτε ένα τηλέφωνο, ούτε καν μια απάντηση σε στόρι. Μα ούτε για αυτόν ήταν εύκολο. Δεν ήταν για απολαύσεις της στιγμής και δε θα ήταν ποτέ για αυτόν για ένα βράδυ. Δε θα έστελνε απλό μήνυμα που δε θα είχε συνέχεια. Ο Αλέξης ήταν απόλυτος στα συναισθήματα του όσον αφορά την Έλλη. Δεν ήθελε μια απλή επαφή. Ήθελε αποκλειστική και απόλυτη επαφή μαζί της. Να έχει διάρκεια και συνέχεια. Να είναι ξεχωριστή. Δεν ήθελε να είναι φίλος της, δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος που αγαπάει, ήταν ο έρωτάς του. Κι αν μια φορά ερωτευτείς αληθινά, άραγε υπάρχει δεύτερη;
Οι μέρες περνούσαν και η τυχαία συνάντηση τους δεν άργησε. Ήταν μια βροχερή Τετάρτη. Στάση εργασίας είχαν τα μέσα μεταφοράς και πιάνει μια δυνατή βροχή στην Κατεχάκη. Η Έλλη έψαχνε ταξί ή καλύτερα μια φουσκωτή βάρκα για να γυρίσει σπίτι της, ο Αλέξης έβγαινε εκείνη τη στιγμή από την τράπεζα, ώσπου τη βλέπει. Την αντικρύζει , βρεγμένη, ξεμαλλιασμένη, με εκείνα τα καταγάλανα μάτια που δεν έχασαν ποτέ την αισιοδοξία τους. Δεν άντεξε, της φώναξε. Εκείνη γύρισε και όλο ελπίδα τον κοιτούσε μέσα στη βροχή. Λες και ήταν μελλοθάνατη και πραγματοποιήθηκε η τελευταία της επιθυμία. Το σκηνικό ήταν ειδυλλιακό. Μια συνάντηση δύο ερωτευμένων κάτω από τη βροχή, χολιγουντιανή σκηνή. Ο Αλέξης την αγκάλιασε σφιχτά, μπήκαν στο αμάξι του για να την πάει σπίτι. Όλο χαμόγελα στον δρόμο. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Πώς να ξεχαστεί όλη αυτή η οικειότητα. Η καρδιά δεν ξεχνάει. Όταν την πήγε σπίτι, πώς ήταν δυνατόν να μην κανονίσουν κάτι, έναν καφέ, ένα ποτό. Δε γινόταν να το αφήσουν έτσι.
Μα ένας άνθρωπος πώς μοιράζεται στα δύο; Γίνεται να είναι αληθινό; Ο Αλέξης τόσα χρόνια μετά έχει φτιάξει τη ζωή του. Έχει σχέση με άλλη γυναίκα, μοιράζεται μαζί της την καθημερινότητά του. Την Έλλη τη θέλει, δεν επιθυμεί απλώς να μάθει νέα της. Εκείνη την Τετάρτη την κοίταζε στα μάτια όλο υποσχέσεις. Δεν ήταν αθώα τα βλέμματα ούτε τα δικά του, ούτε τα δικά της. Ο Αλέξης πώς και πώς περίμενε εκείνον τον καφέ που κανόνισαν…
Το be continued…
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.