Από τη μέρα που συναντήθηκαν η Έλλη και ο Αλέξης, σταμάτησαν τα ρολόγια. Ο Αλέξης είχε σχέση εδώ και τρία χρόνια περίπου. Συγκατοικούσαν κανονικά και είχε μπει ο ένας στην οικογένεια του άλλου. Δήλωναν παντού κι από την αρχή πολύ ερωτευμένοι. Ο Αλέξης όμως, όσες δηλώσεις κι αν έκανε, τώρα σκεφτόταν άλλη.

Τα μάτια της Έλλης έμοιαζαν σαν να είναι παντού. Αυτά τα υπέροχα γαλανού χρώματος μάτια-κουμπιά. Που θα τα αναγνώριζε όσα χρόνια κι αν περνούσαν. Θα τα ερωτευόταν ξανά και ξανά χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε όποια κατάσταση κι αν ήταν. Κι από ό, τι φαίνεται θα τα διάλεγε πάντα. Βαθιά μέσα του τα έψαχνε κιόλας. Τα περίμενε να γυρίσουν.

Ο Αλέξης ήταν πιο αδύναμος από την Έλλη. Συμβιβαζόταν εύκολα. Δεν μπορούσε τη μοναξιά γι’ αυτό και αναζήτησε μια άλλη αγκαλιά γρήγορα. Δεσμεύτηκε ενώ η καρδιά του ήταν δοσμένη αλλού. Ίσως νόμιζε πως δεν ήταν. Πίστευε πως είχε προχωρήσει. Μπορούσε στο μυαλό του να είναι με άλλη κι ας σκεφτόταν πού και πού την Έλλη. Τη μυρωδιά, την επιμελώς ατημέλητη εμφάνισή της και τα υπέροχα μακριά μαλλιά της. Αυτά ήταν μέσα στο μυαλό του πάντα.

Κι όταν την αντίκρυσε, έτσι αβίαστα και φυσικά, την ερωτεύτηκε ξανά. Όχι πως σταμάτησε ποτέ. Ίσως σταμάτησε η καρδιά του να χτυπάει γι’ αυτή λόγω της απόστασης. Μα δε δόθηκε ουσιαστικά σε καμία.

Δε γινόταν να μην την πάρει τηλέφωνο, να της ζητήσει να βγούνε. Είχε πει στην κοπέλα του πως γύρισε από το Λονδίνο μια παιδική του φίλη και θέλει να τη δει- που ίσχυε κιόλας ως ένα βαθμό. Από έρωτας της ζωής του η Έλλη παρουσιάστηκε ως παιδική φίλη. Μα τι να έλεγε κι αυτός. Πήρε τηλέφωνο την Έλλη για να κανονίσουν να πάνε για ποτό. Φυσικά και η Έλλη δεν το αρνήθηκε. Ήταν Πέμπτη, είχε πανσέληνο. Ο Αλέξης στις 9 ήταν κάτω από το σπίτι της και την περίμενε. Χαλαρή εκείνη, με τζιν και αθλητικά μπήκε στο αμάξι του.

Ήταν πολύ άνετοι και οι δύο. Λέγανε για το πώς πάνε οι ζωές τους, για τις ασχολίες τους. Έκατσαν σε ένα μπαράκι στο Χαλάνδρι και μιλάγανε με τις ώρες. Ο Αλέξης κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη της Έλλης, όσο εκείνη εξιστορούσε τα κατορθώματά της στην Αγγλία. Μοιράστηκαν τα όνειρά τους και τους επόμενους στόχους τους. Όταν σηκώθηκαν από το μαγαζί ήταν ήδη πολύ αργά. Μα κανένας δεν ήθελε να πάει για ύπνο, οπότε έψαχναν ποια δικαιολογία θα βρουν για να συνεχίσουν. Κατέληξαν με μια μπίρα στο χέρι να αράζουν στα βραχάκια στην Ακρόπολη. Πολύ ειδυλλιακό όλο αυτό το σκηνικό. Και φυσικά δε θα μπορούσε να μην ολοκληρωθεί με ένα φιλί.

Πριν όμως από αυτό το ζεστό και όλο έρωτα φιλί, είχε προηγηθεί η αποκάλυψη από τον Αλέξη για τη σχέση του. Κι αυτό όχι εξ ολοκλήρου με απόφασή του, αναγκαστικά της το είπε, καθώς δέχτηκε μια κλήση από την κοπέλα του όσο ήταν έξω. Όλο το απέφευγε αυτό το θέμα. Η μια ο παλιός του έρωτας, που μάλλον ποτέ δεν έσβησε και η άλλη ο άνθρωπος που μοιράζεται την καθημερινότητά του, τα άγχη του, τα πάντα του. Μια καρδιά χωρισμένη στα δύο.

Κοίταξε την Έλλη. Δεν ήταν φίλοι. Ερωτεύτηκαν παράφορα. Ένιωθαν και νιώθουν πολλά ο ένας για τον άλλον. Ο μόνος τρόπος για να το ξεχάσουν για λίγο ήταν να μη βλέπονται. Μα τώρα συναντήθηκαν. Δεν μπορούσε να το ελέγξει. Το σώμα του θυμόταν, το μυαλό του δούλευε με 200 στροφές το δευτερόλεπτο, η καρδιά πήγαινε να σπάσει. Τη φίλησε, χωρίς να σκεφτεί τίποτα και κανέναν άλλον. Σαν από καιρό και οι δύο να το ήθελαν. Το λαχταρούσαν. Δεν κοίταξαν αν είναι σωστό, αν είναι λάθος. Αν πρέπει ή όχι. Ζούσαν τη στιγμή, χωρίς να νοιάζονται.

Κι έτσι σιωπηρά αποφάσισαν πως θα υπάρξει και συνέχεια. Όσο δεν έβγαζαν ο ένας τον άλλο από την καθημερινότητά του, τόσο θα συνεχιζόταν το μεταξύ τους. Η Έλλη συνειδητά, από επιλογή έγινε το τρίτο άτομο στη σχέση του Αλέξη. Τον ήθελε. Δεν την ένοιαζε αν θα τον μοιράζεται. Δεν την ενδιέφερε εάν θα κοιμόταν τα περισσότερα βράδια με κάποια άλλη. Ήθελε μόνο να μην είναι φίλη του. Ήθελε να νιώθει τα χείλη του πάνω της. Δεν είχε σημασία που είχε σχέση με άλλη. Το αποσιώπησε. Μπορούσε να το διαχειριστεί. Ούτε μπήκε σε μια διαδικασία να ψάξει κάτι άλλο κι αυτή. Να δει τι θα κάνει. Ούτε θέλησε να δώσει τελεσίγραφο στον Αλέξη για να διαλέξει. Δεν του είπε ποτέ να αφήσει τη σχέση του. Ίσως αυτό μακροπρόθεσμα να το μετάνιωνε. Μα ζούσε τη στιγμή. Κι αυτό τους εξίταρε, σαν από ταινία.

Ήταν μια αντίστροφη μέτρηση για το ποιος θα πληγωθεί πιο πολύ.

 

To be continued…

Συντάκτης: Μαριλένα Κοντογιάννη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου