Ξημέρωνε. Ο Λευτέρης μόλις είχε φύγει απ’ το σπίτι της. Μετά την αναπάντεχή τους συνάντηση, που τόσο προσπάθησε να αποφύγει η Μελίνα, άφησαν φίλους και γνωστούς σύξυλους και τους βρήκε η ανατολή να συζητάνε, να κλαίνε, να γελάνε και να προσπαθούν να κρατήσουν κι οι δύο όσο περισσότερες άμυνες γινόταν, έτσι ώστε να μην εκτεθούν ανεπανόρθωτα συναισθηματικά, αφού κανείς απ’ τους δυο δεν ήταν σίγουρος για την έκβαση αυτής της, μεταξύ τους, υπόθεσης.
Είπαν πολλά. Κατηγόρησαν ο ένας τον άλλον, αλλά κι αμοιβαία αναγνώρισαν τα σφάλματά τους. Μάταια προσπαθούσε ο Λευτέρης να την αγκαλιάσει για να ‘ρθουν πιο κοντά. Η Μελίνα στεκόταν βράχος, όσο κι αν το ήθελε κι όσο κι αν η καρδιά της κόντευε να σπάσει. «Αυτή τη φορά πρέπει να γίνουν όλα σωστά» σκεφτόταν.
«Να μηδενίσουμε κι αν είναι να γίνει, θα γίνει. Αλλά πρέπει να διώξουμε τα σύννεφα», του είπε την ώρα που την αποχαιρετούσε μ’ ένα φιλί.
Της χαμογέλασε συγκαταβατικά ενώ τα μάτια του έλαμπαν.
«Αν είναι να γίνει, θα γίνει» επανέλαβε κι ο Λευτέρης.
Κλείνοντας την πόρτα, η Μελίνα ένιωθε άδεια. Αλλά μ’ έναν περίεργο τρόπο. Δεν ήταν απογοητευμένη αλλά ούτε και χαρούμενη. Σαν να είχε πράγματι μηδενίσει. Εκείνη είχε πει όσα ήθελε να πει κι ήλπιζε να ‘κανε κι ο Λευτέρης το ίδιο. Είχε γίνει μία εκ βαθέων συζήτηση, που έπρεπε να είχε λάβει χώρα εδώ και πολύ καιρό. Μελανά σημεία που κι οι δύο κουβαλούσαν. Συζητήθηκαν τα λάθη, τα σωστά αλλά κι οι συμπτώσεις της ζωής που τους ξαναέφεραν κοντά. Ή, μήπως, δεν ήταν τύχη όλο αυτό;
Καμία κουβέντα δεν έγινε για τι θα γινόταν από ‘δω και πέρα. Άλλωστε, τι νόημα θα είχε; Καλύτερα χωρίς προσδοκίες. Περνάει λίγο πιο ανώδυνα το βαρύ κλίμα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, αν δεν έχεις κάτι να περιμένεις.
Λένε πως η ζωή τα μισοτελειωμένα, που αξίζουν, τα ξαναφέρνει στο προσκήνιο με κάποιον τρόπο, αλλά εκείνη δεν τα πίστευε αυτά τα μοιρολατρικά. Πολλές φορές είχε μαλώσει με την κολλητή της που της έλεγε, τόσο καιρό, ότι η ιστορία με τον Λευτέρη δεν είχε τελειώσει. Ήρθε η ώρα, όμως, να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Ήλπιζε να καταφέρει να απασχολήσει το μυαλό της στο γραφείο με άλλα πράγματα και το απόγευμα που θα βρισκόταν με τη φίλη της θα το ανέλυαν διεξοδικά. Ευτυχώς, ήταν Παρασκευή και το Σαββατοκύριακο θα μπορούσε να ηρεμήσει απ’ το τρέξιμο.
Ο Λευτέρης ήταν ακόμη πιο μπερδεμένος. Τώρα τι; Πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί από ‘δω και πέρα; Το έβλεπε ότι δεν της ήταν αδιάφορος. Ήταν σίγουρος πως είχε συναισθήματα κι εκείνη. Αλλά για τον Λευτέρη ήταν, λίγο έως πολύ, πρωτόγνωρα όλα αυτά. Συνήθως ό,τι ήθελε το είχε και δεν υπήρχαν αμφιβολίες για τον τρόπο που έπρεπε να κινηθεί όταν μία γυναίκα του τραβούσε το ενδιαφέρον. Με ‘κείνη, όμως, όλα ήταν διαφορετικά, καινούργια. Ήταν κι έξυπνη, πανάθεμά την! Ώρες-ώρες, ένιωθε πως αυτή της η εξυπνάδα ήταν σαν αγκάθι στην καρδιά του.
Επέστρεψε στη βάση του κι αποφάσισε να μείνει σπίτι όλο το σαββατοκύριακο, απομονωμένος από παρέες κι επιφανειακές συζητήσεις. Όλη αυτή η κατάσταση τον έκανε να νιώθει αβεβαιότητα και δεν ήταν συνηθισμένος να αισθάνεται έτσι. Οπότε η απομόνωση του ήταν απαραίτητη.
Είκοσι μέρες πέρασαν και δεν είχαν καμία επικοινωνία. Τις μετρούσαν μία-μία κι οι δύο. Κανείς, όμως, δεν έκανε την κίνηση να επικοινωνήσει. Ίσως ο φόβος, ίσως ο εγωισμός, μα σίγουρα η ανασφάλεια δε βοηθούσε κανέναν απ’ τους δύο. Πολλές φορές έφτασαν στο αμήν, αλλά ακαριαία το μετάνιωναν κι οι μέρες περνούσαν.
Ώσπου μία Τρίτη χτυπάει το κινητό του Λευτέρη και κόντεψε να πνιγεί, με τον καφέ του, καθώς έβλεπε το όνομα της Μελίνας στην οθόνη.
«Μελίνα;» κατάφερε να πει.
«Είμαι στο χωριό σου. Πού θα βρεθούμε και πότε;» τον ρώτησε, χρησιμοποιώντας την ατάκα του, εμφανώς ευδιάθετη.
«Εεε, όποτε κι όπου θες» κατάφερε να πει, με δυσκολία, μην πιστεύοντας αυτό που άκουγε.
«Στείλε μου μήνυμα πού μένεις και στις εννιά απόψε θα ‘μαι εκεί», απάντησε εκείνη με αποφασιστικότητα.
Οι ώρες πέρασαν βασανιστικά αργά. Εννιά ακριβώς ακούστηκε το θυροτηλέφωνο του Λευτέρη. Είχε κάνει το σπίτι λαμπίκο, είχε παραγγείλει φαγητό, έπαιζε η αγαπημένη της μουσική και τα ποτά ήταν ήδη σερβιρισμένα.
Μπαίνοντας η Μελίνα στο σπίτι και κλείνοντας την πόρτα πίσω της, όλα αυτά ήρθαν σε δεύτερη μοίρα. Τα απωθημένα βγήκαν ακαριαία και το συναίσθημα, που τόσο καιρό ήταν σαν το λιοντάρι στο κλουβί, έκανε τη θεαματική εμφάνισή του.
Πέρασαν ώρες μέχρι να καταφέρουν να πουν μια λέξη σαν άνθρωποι και να τσιμπήσουν κάτι απ’ το φαγητό που τους περίμενε, παγωμένο πια.
«Λοιπόν;» τόλμησε να ρωτήσει πρώτος εκείνος.
«Λοιπόν, καλέ μου, η εταιρεία που εργάζομαι, πέντε μέρες αφότου έφυγες εσύ απ’ το δικό μου χωριό, μου πρόσφερε μία πολύ καλή θέση στα κεντρικά της εδώ. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να βρω το κατάλληλο διαμέρισμα και μετακομίζω. Οπότε τώρα θα με λουστείς κι ό,τι είναι να γίνει θα γίνει», του απάντησε με ενθουσιασμό αλλά και καλυπτόμενη ανασφάλεια.
«Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε και λέω να ξαναγίνει. Κι επειδή εσύ θα με τρελάνεις, έχω σκοπό να σε τρελάνω πρώτος εγώ» της είπε ενώ της δάγκωνε τον λαιμό.
Η ζωή δείχνει τον δρόμο αλλά οι άνθρωποι κάνουν τις σωστές ή λάθος επιλογές.
Αν είναι να γίνει, θα γίνει!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη