Οι επόμενες εβδομάδες πέρασαν αρκετά γρήγορα και το σκηνικό είχε αλλάξει. Το φόντο, μιας και οι πρωταγωνιστές είχαν παραμείνει ίδιοι στην ουσία τους. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα. Το σκηνικό έγινε περισσότερο μοναχικό, μα συνάμα φωτεινό. Η δημιουργική περίοδος είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται. Για πρώτη φορά. Ναι, ποτέ δεν είναι αργά. Κι ένα σωρό άλλες παροιμίες που φαντάζουν δικαιολογίες για τους μέχρι πρότινος τεμπέληδες της ζωής.
Ο υπεύθυνος του μίνι μάρκετ του είχε απαντήσει λίγες μέρες αργότερα. Βλέπεις, είχε «πρόσωπο» στη γειτονιά. Άλλα δεν είχε, αλλά αυτό λίγοι το γνώριζαν. Λίγοι, από άποψη ατόμων που είχαν σημασία για εκείνον. Πολλοί, μεν, περαστικοί αλλά λίγοι κοντινοί. Από εκείνους τους λίγους που όλοι έχουμε και που για να μη μας πληγώσουν δε μας λένε ποτέ την αλήθεια κατά πρόσωπο. Από κείνους που μας χαϊδεύουν τ’ αυτιά σε κάθε ευκαιρία για να μας τονώσουν. Μπας και ανταποκριθούμε σ’ αυτήν.
Τέσσερις με πέντε ώρες ημερησίως, πέντε φορές την εβδομάδα. Ωράριο και μισθός ημιαπασχόλησης. Στον υπολογιστή της αποθήκης για τιμολόγηση και άλλα λογιστικής φύσεως, αλλά και σε μέρες παραλαβής εμπορεύματος ελαφρώς ένα κουβάλημα. Ζορίστηκε αρκετά τις πρώτες μέρες. Κυρίως για το ψυχολογικό κομμάτι. Μα να κουβαλάει κούτες και να τακτοποιεί κονσέρβες στα ράφια; Από κάπου, όμως, έπρεπε να αρχίσει. Από κάπου που δε θα είχε πολύ κόσμο και πολλούς για να λογοδοτήσει σε ενδεχόμενο λάθος. Σε ενδεχόμενη υπαναχώρηση.
Στους δικούς του δεν είπε αρχικά τίποτα. Δε το άντεχε να ενημερώσει πάλι για κάτι που ίσως κάπου παρακάτω παρατούσε. Για κάτι ακόμη που θα παρατούσε. Ας περνούσε λίγος καιρός και μετά θα το έλεγε. Το μόνο για το οποίο ενημέρωσε ήταν η «άρση» του αιωνίου της φοιτητικής του ιδιότητας. Ή, τελοσπάντων, η πορεία προς αυτή την άρση. Τα βράδια, παρέα με ένα χλιαρό ποδόλουτρο στα βασιλικά ταλαιπωρημένα ποδάρια, άρχισε δειλά-δειλά να ξεφυλλίζει τον έναν τόμο από ένα από τα μαθήματα που χρωστούσε.
Οι περαστικές ολοένα και λιγόστευαν, μέχρι που σταμάτησαν. Με τι κουράγιο ν’ ανταποκριθεί; Δεν ήταν που οι ώρες πλέον δεν περίσσευαν όπως στην πριν αργόσχολη ζωή του, ήταν που ο ψυχισμός του ήταν πλέον διαφορετικός. Η τάση για εξαρτημένη, σε ποδόγυρους, καθημερινότητα είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Ένιωθε περισσότερο δυνατός, ίσως για πρώτη φορά και κάπως αυτόνομος. Μόνο ένας άνθρωπος από το παλιό σκηνικό είχε απομείνει στη ζωή και το μυαλό του. Η Άννα.
Εικόνα υγείας. Αφοσίωσης. Αυτό ήταν και αυτό παρέμενε πάντα στο μυαλό του εκείνη η γυναίκα. Και αγάπης. Αυτής της άνευ όρων αγάπης, εκείνης που κάνει αυτόν που τη δίνει να φαίνεται κάπως. Θύμα, χαζοβιόλης, κορόιδο. Ολόκληρο κατεβατό από κοσμητικά επίθετα. Άνθρωποι σαν έπιπλα. Πανέμορφα όταν τα έχεις στο χώρο σου, χρήσιμα στη ζωή σου, μα σκονισμένα κι ακουμπισμένα σε μια αποθήκη κάθε που έχεις «γιορτή» και θέλεις ν’ ανοίξεις το χώρο. Μη σκουντουφλάς και πάνω τους! Μη σ’ εμποδίζουν, βρε αδελφέ. Άστα στην αποθηκούλα, εύκαιρα σε πρώτη ζήτηση.
Τηλέφωνο δεν την είχε πάρει καιρό τώρα, άλλωστε έκλεινε λογαριασμούς με κάποια «σεζόν» λίγο πριν αρχίσει διαδικασίες δουλειάς και διαβάσματος. Και τι έγινε; Θα τα μάθαινε τα νέα μαζεμένα. Και θα το γιόρταζαν μαζί. Εκεί δεν τον πείραζε να ενημέρωνε εκτενώς. Και κάτι απ’ αυτά να σταματούσε, εκείνη θα έλεγε «δεν πειράζει», θα τον χάιδευε στον ώμο, θα τον εμψύχωνε για ό,τι συνέχιζε.
Την πήρε τηλέφωνο εκείνο το βράδυ που σκέφτηκε τα παραπάνω. Μα το ηχομήνυμα ήταν σαφές. «Ο αριθμός που καλείτε δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή».Ξαναδοκίμασε πολλές φορές. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Δεν ένιωθε καλά με όλο αυτό, άρχισαν να τον ζώνουνε «φίδια». Το σύμπαν του είχε αρχίσει να διαταράζεται. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί. Το επόμενο βράδυ, σχολώντας από τη δουλειά του πήγε σπίτι της.
Μεγάλη η χάρη της! Πρώτη φορά μετά από χρόνια που έδεσε κορδόνια για να πάει εκείνος να τη βρει. Του ερχόταν πάντα εκείνη σπίτι, μετά από κάποιο κάλεσμα. Σαν τις πίτσες των ντελιβεράδων. Χτύπησε το κουδούνι αλλά απόκριση καμιά. Τη στιγμή που κάποιος άλλος ένοικος ξεκλείδωσε την είσοδο, λίγα λεπτά αργότερα, μπήκε μέσα και χτύπησε αρκετές φορές και το πάνω κουδούνι. Μάταιη κίνηση και αυτή. Της έριξε ένα σημείωμα κάτω απ’ την πόρτα. «Σε ψάχνω, πάρε με τηλέφωνο». Λίγες μέρες μετά παρέλαβε ένα δέμα. Με βιβλία που της είχε δανείσει. Κι ένα σημείωμα.
«Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα ξαναεμφανιστείς και θα θες πάλι την παρέα μου. Και θα θες να ξαναρχίσει νέος γύρος καθημερινών τηλεφωνημάτων και σωρείας γραπτών μηνυμάτων. Σαν να είμαστε ζευγάρι. Κι ας μην ήμασταν ποτέ. Βλέπεις πάντα σου έπεφτα λίγη για σεξ. Κι ας το μοίραζες σωρηδόν σ’ όποιο αδέσποτο μάζευες. Κάθε μία ξένη ήταν πάντα καλύτερη από μένα. Κι εντάξει, πες ότι δεν στο ενέπνευσα επαρκώς και γι’ αυτό μείναμε στα φιλιά. Που δεν ισχύει, απλά πάντα ήθελες να μένω φυλακισμένη της προσδοκίας να πάρω κι εγώ λίγο απ’ αυτό που χαράμιζες αδιακρίτως.»
Στην πίσω σελίδα υπήρχε το δεύτερο μέρος αυτού του επίλογου. «Τη φιλία μου, την αφοσίωσή μου γιατί δεν τη σεβάστηκες; Για σένα μπορεί να ήμουν πάντα το υποπόδιο των ποδιών σου, εκείνο που βρίσκεις κάτω από πολυτελή γραφεία για να ξεκουράζονται λογιών-λογιών πόδια. Για μένα όμως ήσουν φίλος. Πώς μπορούσες να κλείνεις διακόπτη ξαφνικά και να τον ξανανοίγεις; Αυτά συμβαίνουν μόνο σε θερμοσίφωνες, όχι σε ανθρώπους που ήταν πάντα εκεί. Το τηλέφωνό μου άλλαξε. Η διεύθυνσή μου επίσης. Ποτέ δε θα ξαναέχεις πρόσβαση στη ζωή μου. Σε αφήνω στην αφόρητη μιζέρια σου, για όσο κι εκείνη σε ανεχτεί. Τέλος.»
Έμεινε σαστισμένος. Αμίλητος, ανέκφραστος. Παγωμένος. Το δωμάτιο ολόκληρο έγινε παγωμένο. Ιούνη μήνα και ο χώρος ψυγείο. Στα μάτια του πέρασαν σαν πεντάλεπτο μουσικό κλιπάκι όλες οι φορές που έκλεισε διακόπτη τόσο άδικα. Στο στέρνο του ανέβηκε ο λυγμός της σφοδρής επιθυμίας να τον ξανανοίξει. Μα ήδη κάποιος άλλος είχε ξεριζώσει από τον τοίχο τον πίνακα τροφοδοσίας. Ρεύμα μηδέν. Μια ζωή κοινόχρηστη να θέλει ξαφνικά ν’ ανήκει κάπου και να μην μπορεί. Πόσο δικαιοσύνη, άραγε, να υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο. Έκλεισε το φως και κούρνιασε σαν παιδί τιμωρημένο που έχει, όμως, συναίσθηση του ότι έφταιξε. Εκείνη δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά. Αυλαία. Τέλος.