Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Οι μέρες κύλησαν. Μετά το ξέσπασμά του ο Φώτης είχε επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. Είχε πάρει την επόμενη μέρα τηλέφωνο τους φίλους του και τους είχε ζητήσει συγγνώμη για τη συμπεριφορά του. Ένιωθε ηλίθιος. Αυτοί ανταπόδωσαν τη συγγνώμη κι όλα ήταν μέλι-γάλα. Δεν είχαν αναφερθεί ξανά στο περιστατικό από τότε. Στην πραγματικότητα είχε καταπνίξει γι’ ακόμη μια φορά τον φόβο του.

Και να τον. Κατακαλόκαιρο να βγαίνει απ’ την τελευταία του εξέταση. Τα είχε πάει πολύ καλά. Ήταν η στιγμή που περίμεναν όλοι πώς και πώς. Διακοπούλες. Θα έφευγαν από Αθήνα και θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Ήταν το ετήσιο διάλειμμα της παρέας.

Ο Φώτης προερχόταν απ’ τη Χίο. Νησιώτης και περήφανος. Είχε καλή παρέα στο νησί. Ήταν οι παιδικοί του φίλοι, τους οποίους λάτρευε. Και φυσικά η οικογένειά του. Δεν τα πήγαιναν ποτέ ιδιαίτερα καλά μ’ αυτήν, αλλά τώρα με την απόσταση την επιθύμησε περισσότερο απ’ όσο φανταζόταν.

Μέσα Ιουλίου κι οι μέρες περνούσαν ήπια. Ήτανε 3 κολλητοί απ’ το δημοτικό κι ήταν αχώριστοι. Ο Φώτης, ο Πάρης κι ο Κώστας. Τώρα πια τους έβλεπε μόνο γιορτές και καλοκαίρια, αλλά ή σχέση τους παρέμενε άφθαρτη. Ξυπνάγανε μεσημέρι, πηγαίνανε για καφέ, μετά παραλία και το βράδυ μπαρότσαρκες.

Ο Πάρης ήταν ο αρχηγός της παρέας κι ο πιο δυναμικός. Αυτός επέλεγε κάθε φορά που θα πήγαιναν και με ποιους. Απ’ αυτόν είχε υιοθετήσει ο Φώτης το «χάρισμα» να πράττει το ίδιο με τα παιδιά στην Αθήνα. Το μόνο χαρακτηριστικό του Πάρη που δεν πήρε ήταν ότι ήτανε γόης κι οι γυναίκες τον λάτρευαν. Ήξερε πολύ καλά πώς να τις χειρίζεται κι είχε πάντα επιτυχίες. Φοιτητής στη Θεσσαλονίκη κι ορκισμένος εργένης.

Ο Κώστας ήτανε ήσυχος. Ο πιο ήσυχος απ’ τους τρεις. Ήτανε αυτός που πάντα ακολουθούσε χωρίς να ρωτά πολλά-πολλά, χωρίς να διαμαρτύρεται. Του αρκούσε να είναι με τους φίλους του. Αυτός είχε μακροχρόνια σχέση με μία κοπέλα απ’ το νησί. Κι οι δύο σπούδαζαν στο τοπικό πανεπιστήμιο.

Γυαλιά ηλίου, αντηλιακά, πετσέτες και τρία αγόρια πανέτοιμα για βουτιές. Κατεβαίνουν στην παραλία των Γλάρων. Στήνουν την ομπρέλα που πάντα κουβάλαγαν μαζί τους. Η παραλία γεμάτη. Ως ντόπιοι, σπάνια δεν έβρισκαν γνωστούς. Ήξεραν σίγουρα τη μισή παραλία. Καθώς ο Φώτης κι ο Κώστας άραζαν κάτω απ’ τον ήλιο και κάπνιζαν πίνοντας μπίρες, έρχεται ο Πάρης που είχε πάει να χαιρετήσει κάτι γνωστούς. Τους ανακοινώνει.

Πάρης: Μαλάκες, μαντέψτε ποιες αντάμωσα πριν από λίγο.

Κώστας: Ποιες πάλι;

Πάρης: Θυμάστε την Αλίκη απ’ το σχολείο; Είναι εδώ με δύο φίλες  της απ’ το πανεπιστήμιο.

Κώστας: Πω ρε φίλε, χρόνια έχει να τη δω αυτήν. Κρήτη δε σπουδάζει;

Πάρης: Ναι, εκεί σπουδάζει. Κι εγώ χρόνια έχει να τη δω. Έχει ομορφύνει απίστευτα.

Κώστας: Κατάλαβα. Άρχισες τις επαναπροσεγγίσεις πάλι.

Πάρης: Να ξέρεις εγώ πάντα τη γούσταρα.

Ο Φώτης, ο οποίος δεν πολυέδινε σημασία στη συζήτηση ρίχνει ένα απαξιωτικό βλέμμα στον Πάρη.

Φώτης: Ωραία, πάμε για βουτιά τώρα;

Πάρης: Α κι έτσι για να έχετε υπόψη, κανόνισα να βγούμε όλοι μαζί απόψε. Και δε σας ρωτώ, σας το ανακοινώνω. Πάμε τώρα για βουτιά.

Ο Φώτης τη θυμόταν καλά την Αλίκη. Δεν ξεχνιέται εύκολα μια τέτοια παρουσία. Ήτανε σημαντική γι’ αυτόν. Για πολύ καιρό στο λύκειο ένιωθε ερωτευμένος μαζί της ή τέλος πάντων νόμιζε πως ήτανε ερωτευμένος. Αλλά δεν είχε σημασία. Δεν της είχε εκφράσει ποτέ τα συναισθήματά του και δεν το είχε ποτέ εκμυστηρευτεί στους φίλους του.

Έβγαινε με μια κοπέλα τότε που απλά ήτανε του χεριού του, χωρίς να νιώθει πολλά-πολλά. Έτσι έκανε πάντα. Όταν είχε συναισθήματα έτρεμε. Μ’ αυτήν την άλλη κοπέλα ένιωθε δυνατός γιατί κανένα συναίσθημα δεν τον κυρίευε γι’ αυτό κι ήτανε μαζί της. Όντως η Αλίκη ήταν εξαφανισμένη απ’ το νησί τα τελευταία χρόνια. Πρώτη φορά άκουγαν γι’ αυτή μετά από καιρό. Ο Φώτης ήξερε πολύ καλά τη σχέση του Πάρη μ’ αυτήν. Τους είχε να δει να φεύγουν μαζί τη βραδιά της αποφοίτησης. Εκείνη ήταν κι η τελευταία φορά που την είχε αντικρίσει.

Η νύχτα ήτανε γλυκιά, μαγευτική. Πάντοτε όταν έπεφτε το βράδυ στο νησί οι άνθρωποι έμοιαζαν σαν να μην είχα έγνοιες και προβλήματα. Ο Φώτης ήτανε στο σπίτι του Πάρη κι ετοιμάζονταν για την έξοδο που ο Πάρης τους είχε ανακοινώσει με τόσο θράσος το μεσημέρι. Ο Κώστας δε θα ερχότανε. Θα έβγαινε με την κοπέλα του. Ο Πάρης έβαλε την τελευταία σταγόνα απ’ την κολόνιά του και με ύφος νικητή ήτανε έτοιμος για μια μεγάλη νύχτα. «Φύγαμε». Ο Φώτης, αν κι αγχωμένος χωρίς νόημα, απλά ακολούθησε. «Φύγαμε».

Είχανε φτάσει πρώτοι, πριν τα κορίτσια. Έκατσαν στο μπαρ, ειδοποίησαν το παιδί που δούλευε εκεί – ο οποίος ήταν γνωστός τους εννοείται – ότι είχαν ραντεβού, παρήγγειλαν ποτό και περίμεναν. Ο Φώτης βαριότανε κι ορκιζόταν από μέσα του πως δε θα ξανακούσει τον Πάρη.

Κι ιδού. Η Αλίκη καταφθάνει απαστράπτουσα μαζί με τις δύο φίλες της.

Αλίκη: Να ‘μαστε κι εμείς.

Πάρης: Καλώς τα κορίτσια.

Φώτης: Γεια σου Αλίκη, τι κάνεις;

Αλίκη: Βρε τον Φωτάκο. Καλά μου είσαι, αγόρι μου;

Και τότε αγνοώντας τον πλήρως γυρίζει με δυο μάτια που λαμπύριζαν στην πλευρά του Πάρη και του σκάει ένα φιλί στο μάγουλο. Ο Φώτης εκείνη την ώρα ένιωσε λίγος, σαν να τον υποτιμούσε. Σαν να του ‘λεγε πως καλά έκανε και δεν την κυνήγησε στο λύκειο όταν έλιωνε γι’ αυτήν.

Αλίκη: Α, Φώτη να σου γνωρίσω και τις φίλες μου. Ο Πάρης τις είδε και το μεσημέρι. Είναι η Ματίνα η οποία είναι απ’ τη Ρόδο κι η Ναταλία από Αθήνα. Σπουδάζουμε μαζί στην Κρήτη.

Ματίνα: Γεια σου Φώτη.

Ναταλία: Γεια σου Φώτη.

Ο Φώτης δεν μπορούσε να βγάλει λέξη. Έσβησε. Ήταν όντως αυτή; Ήταν η Ναταλία που είχε δει τυχαία στο μετρό; Αγνοώντας τη Ματίνα γυρίζει προς το πλευρό της Ναταλίας και με πρωτόγνωρο θάρρος της λέει:

– Σε ξέρω από κάπου;

– Μπα δε νομίζω.

– Εγώ νομίζω πως όντως σ’ έχω ξαναδεί.

– Πού; Αποκλείεται, Δε μου θυμίζεις κάτι.

Η Ναταλία γυρνά την πλάτη στον Φώτη. Φωνάζει στον μπάρμαν και παραγγέλνει ποτάκι.

 

Επιμέλεια Κειμένου Παύλου Πήττα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Παύλος Πήττας