Ήταν ένα από ‘κείνα τα βράδια που όλη η πόλη θύμιζε σκηνικό από ταινία. Ένα κρύος αέρας έγλυφε τα πεζοδρόμια, που φωτίζονταν από την αντανάκλαση της βροχής ανακατεμένης με τα φώτα του δρόμου.
Όλη η Θεσσαλονίκη ντυμένη στη χρυσόσκονη, ήταν έτοιμη να υποδεχτεί τα Χριστούγεννα. Μια κιθάρα έπαιζε Lennon και δυο στενά πιο κάτω μυρωδιές από ψημένο κάστανο και ζεστό καφέ τύλιγαν την ατμόσφαιρα και σου έδιναν την αίσθηση πως κάθε γωνιά έκρυβε ζωή που περίμενε να την ανακαλύψεις.
Εκείνος περπατούσε σκυφτός, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες και την τσάντα στον ώμο. Εκείνη την μεγάλη μαύρη άσχημη τσάντα που δεν ήθελε να αποχωριστεί, αν και έλιωνε μέρα με τη μέρα και μετά βίας συγκρατούσε τα βιβλία του. Ήταν της άποψης πως κάθε τι πρέπει να ακολουθεί μια ροή πραγμάτων και πως τίποτα δεν πρέπει να παρεμβαίνει σε αυτή τη ροή. Μέχρι το τέλος.
Περπατούσε βιαστικά, σπρώχνοντας τους ανθρώπους που βρίσκονταν στο δρόμο του, δεν τον ενδιέφερε να μπει στο εορταστικό κλίμα της βραδιάς. Τον ενοχλούσε όλη αυτή η ψυχαναγκαστική χαρά των εορτών. Έκοψε δρόμο μέσα από ένα στενό και στάθηκε στη γωνία.
Έστριψε τσιγάρο. Το άναψε και κοίταξε γύρω του.
Ήταν αυτή η ίδια γωνία που την είχε δει για τελευταία φορά. Δεν αντέχω άλλο, του είχε πει.
Κουράστηκα να προσπαθώ να είμαι κάτι που δεν είμαι. Κι εσύ κουράστηκες, δεν πειράζει όμως. Αγαπηθήκαμε πολύ κι αυτό έχει σημασία. Να αγαπιούνται οι άνθρωποι, ακόμα κι αν δεν το θέλησε η τύχη να κρατήσει. Κι εμείς ήμασταν τυχεροί, πολύ τυχεροί.
Και μετά ένα γεια.
Πόσο ηλίθιο του φαινόταν αυτό το γεια, πόσο λίγος ο εαυτός του που μόνο αυτό κατάφερε να πει.
Οι άνθρωποι, όταν θέλουν να πουν πολλά, πνίγονται, μένουν τα λόγια στον οισοφάγο, γίνονται κόμπος, φόβος και μετά μνήμη που σε κρατάει ξάγρυπνο τα βράδια. Κι εκείνος θυμόταν όλα αυτά που είχε και τώρα έγιναν μια γωνιά όλη κι όλη στην πόλη.
Βούρκωσε για λίγο, μα το έπνιξε στην τελευταία του τζούρα. Δυο στενά παρακάτω, έκλεινε βαριά την πόρτα της πολυκατοικίας του. Μουρμούρισε κάτι για τα εκπρόθεσμα κοινόχρηστα στον διαχειριστή που του πιάσε την κουβέντα κι έτρεξε να χωθεί στο δυάρι του.
Στο πρώτο άνοιγμα της μπίρας χτύπησε το τηλέφωνο.
«Μαλάκα ξεκόλλα πάμε για κάνα ποτό, έχεις σαπίσει πια εκεί μέσα.»
«Άλλη μέρα, απόψε λέω να γράψω. Θα με απολύσουν αν δεν το παραδώσω μέχρι αύριο.»
«Σε χάσαμε ρε Αντρέα… Κρίμα είναι. Εκείνη έφυγε, εσύ όχι.»
Έκλεισε χωρίς να απαντήσει. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το ψυγείο για μια δεύτερη μπύρα, άλλωστε η άλλη του επιλογή ήταν μια μουστάρδα χαλασμένη από τον Απρίλιο. Κοντοστάθηκε σε έναν καθρέφτη.
Δεν ήταν σίγουρος αν αυτό που έβλεπε το αναγνώριζε. Ήταν ένα αγόρι, ένα μικρό αγόρι με κουρασμένα βαριά μάτια και ανάκατα μαλλιά. Ένα αγόρι μόνο, αυτός που περνιόταν για ολόκληρος άντρας, στεκόταν τώρα απέναντι σε ένα φοβισμένο παιδί.
Δυο βήματα παραπέρα βρήκε έναν καναπέ χωμένο σε μουτζουρωμένα χαρτιά και σημειώσεις που δεν έγιναν ποτέ κάτι σπουδαίο. Ποτέ δε θεώρησε τον εαυτό του κάτι σημαντικό, σε αντίθεση με εκείνη, που ρουφούσε κάθε λέξη του με μανία.
«Πού είσαι τώρα να δεις τον τόσο σπουδαίο σου συγγραφέα», μουρμούρισε και ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
Και μετά σώπασε. Σώπασε και η πόλη που πια δεν τον χτυπούσε με τη φασαρία της, ησύχασε η σκέψη του, τα μάτια του βάρυναν. Κι αποκοιμήθηκε, εκεί στον ίδιο καναπέ, γι άλλο ένα βράδυ, το ίδιο φοβισμένο, παρατημένο παιδί.
Μα δεν ήξερε, πως εκείνο το βράδυ, θα ήταν το τελευταίο από όλες τις νύχτες που είχε γνωρίσει μέχρι τώρα. Γιατί καμιά φορά, αυτό που χρειάζεσαι πριν αλλάξει όλη σου η ζωή, είναι απλά, άλλο ένα βράδυ.
Eπιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Κατερίνα Κεχαγιά.