Διάβασε εδώ το Γ’ Μέρος.

Δεν κοιμήθηκε δευτερόλεπτο εκείνη τη νύχτα. Ήταν λες και κάτι ξαφνικά ξύπνησε μέσα του, σαν κάτι που πνιγόταν τόσο καιρό μπορούσε ξαφνικά να αναπνεύσει. Ένας ανεξήγητος ενθουσιασμός τον κυρίευσε, τόσο που ένιωσε την έξαψη να κοκκινίζει το πρόσωπό του.

Τα χέρια του οδηγήθηκαν ξανά στο πληκτρολόγιό του, άλλωστε ήξεραν από πάντα τον δρόμο τους. Έγραφαν μόνα τους, εκείνος δεν έδινε εντολή για να γραφεί η λέξη, μα εκείνη μόνη της ξεπηδούσε στην οθόνη και πήγαινε να σταθεί δίπλα σε τελείες και κενά, δίπλα σε άλλες λέξεις που κι αυτές με τη σειρά τους έφτιαχναν προτάσεις που μετά από καιρό έβγαζαν νόημα. Λες και ξαφνικά όλο το χάος να κόπασε και πια μπορούσαν όλα να μετρηθούν.

Καμιά φορά όταν αγαπιέσαι, αρκεί για να γυρίσει ακόμα μια στροφή ο κόσμος. Για να πάρεις πιο αβίαστα μια αναπνοή, για να κάνεις το βήμα που τόσο καιρό αποφεύγεις. Φτάνει για να σταματήσεις για μια στιγμή να φοβάσαι. Φτάνει για να μάθεις κι εσύ επιτέλους να αγαπάς τον εαυτό σου.

Και η στιγμή του Αντρέα, αυτή που τόσο καιρό περίμενε χωρίς να το ξέρει καν, ήταν η ίδια που του γέννησε ξανά έμπνευση για να γράψει όλα όσα είχε σκοτώσει μέσα του. Όλα όσα είχε προσπαθήσει να πνίξει σε ξίδια και προχειρότητες. Πήρε λοιπόν να γράφει την ιστορία τους, με κάθε λεπτομέρεια που μπορούσε να θυμηθεί.

Την πρώτη φορά που την είδε, με εκείνα τα γελοία πολύχρωμα ρούχα και την τεράστια ξεσκισμένη τσάντα, τον πρώτο τους καβγά στη μέση του δρόμου με τον κόσμο να κοιτάει αμήχανα κι εκείνους να ουρλιάζουν και λίγα λεπτά μετά, να κάθονται θυμωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον προσπαθώντας να κρύψουν το ενδιαφέρον τους.

Κάθε μικρό άγγιγμα σε σκοτάδια και φως, κάθε ματιά, κάθε αδιάφορο τίναγμα των μαλλιών της, κάθε παθιασμένο τους φιλί, κάθε λέξη του όταν την άφησε γιατί δεν μπορούσε να την κρατήσει, κάθε δευτερόλεπτο που πέρασε μακριά της. Το μεγαλύτερό τους μεθύσι με τσίπουρα και τεκίλες, ακόμα και την πιο συνηθισμένη τους μέρα χωμένοι σε έναν καναπέ με την τηλεόραση να παίζει κάτι που ποτέ δεν πρόσεξαν.

Τη μέρα που έφυγε κι εκείνη έμεινε με ένα τεράστιο γιατί, τη μέρα που γύρισε κι εκείνη ήταν ακόμα εκεί, τη μέρα που εκείνη έφυγε, γιατί εκείνος είχε πια κλειστεί για πάντα στον εαυτό του και δεν ήξερε ποιος ήταν.

Έγραφε και έγραφε και όσο προχωρούσε, ζωντάνευε μια μια τις μνήμες του, μέχρι που πια είχε ξημερώσει για τα καλά. Εκείνος έγραψε την τελευταία λέξη και χαμογέλασε στην οθόνη του. Ένα τέλος είχε μπει, μα ήταν μόνο για να ξεκινήσει κάτι καινούριο.

Δυο ώρες μετά είχε εκτυπωμένες στα χέρια του ογδονταέξι σελίδες που τις κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του μην ξεγλιστρήσει καμία και χαλάσει η συνταγή. Το βήμα του ήταν γρήγορο, επιτακτικό, για πρώτη φορά πήγαινε για να προλάβει και όχι να αποφύγει κάτι, για πρώτη φορά μετά από έξι μήνες ανυπομονούσε για κάτι.

Ανέβηκε τις σκάλες του εκδότη του σχεδόν πετώντας και με καθόλου πρωτοφανή αγένεια άνοιξε την πόρτα του γραφείου του, αντικρίζοντας την εξαγριωμένη φάτσα του, που καθόλου δεν τον πτόησε.

«Προσχέδιο δεν ήθελες; Πάρ’ το.»

«Θα το διαβάσω και θα σε ενημερώσω. Μια ανάσα πριν την απόλυση ήσουν.»

«Θα σ’ αρέσει. Πρέπει να σ’ αρέσει. Πότε θα ξέρω;»

«Δώσε μου μια δυο μέρες. Θα στο ανακοινώσω αυτοπροσώπως και θα κινηθούν ανάλογα οι διαδικασίες. Μέχρι τότε θα είμαστε σε επαφή.»

Για τέσσερις μέρες και δεκατρείς ώρες ο Αντρέας ξεροστάλιαζε πάνω από το τηλέφωνο. Όχι για τον εκδότη, μα πιο πολύ για εκείνη, το χέρι του τον έτρωγε, ήθελε τη γνώμη της, ήθελε την κριτική της που πάντα αψηφούσε φαινομενικά, μα εν τέλει μετρούσε πιο πολύ κι από τη δική του γνώμη. Μα το χέρι δείλιαζε μπροστά στα πλήκτρα και στα τρία πρώτα ψηφία πατούσε πάλι αναποφάσιστα τη διαγραφή, καλλιεργώντας τον δικό του προσωπικό τάφο αναμονής.

Τελικά μετά από ένα δίωρο σκαμπανεβάσματος αποφάσισε να κάνει την κλήση. Κάθε χτύπος του φαινόταν σαν εκκωφαντικός θόρυβος, ήθελε απλά κάτι να λύσει την μονοτονία τους, μέχρι που άκουσε τη φωνή της και σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο ο χρόνος.

«Αντρέα;»

«Θέλω να σε δω.»

«Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα.»

«Σε παρακαλώ. Για δέκα λεπτά μόνο. Έχω κάτι να σου δώσω.»

Μια ώρα μετά στεκόταν στη γνωστή γωνία, εκείνη τη γωνία που η πόλη σταματούσε να έχει δικό της χρώμα και αποκτούσε την μυρωδιά εκείνης, τα μάτια της και τη φωνή της. Η γωνία που όλα ξεκίνησαν και όλα τελείωσαν με το ίδιο πάθος, τώρα ζωντάνευε ξανά.

Ήταν στο τέταρτο τσιγάρο όταν εκείνη φάνηκε από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Στάθηκε απέναντί του και το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό του, μέχρι βουρκωμένο και δειλό να ξαναπέσει στο δρόμο.

«Γεια. Δεν ξέρω γιατί ήρθα, Ξέρεις ο Θωμάς με πήρε τηλέφωνο και μου είπε τι έγινε. Δεν ήθελα ποτέ να πάνε έτσι τα πράγματα Αντρέα. Εγώ δεν… Μα πως έγινε αυτό; Τι σκεφτόσουν; Θεέ μου τι ηλίθιες ερωτήσεις. Μιλάω πολύ ε; Είναι που, δεν ξέρω. Με κάνεις και νιώθω αμήχανη.»

Εκείνος δε μίλησε, μόνο έμεινε να την κοιτάζει λες και του χάρισαν το πιο όμορφο δώρο και επιτέλους μπορούσε να το δει. Κάθισε στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας και ακούμπησε δίπλα του το προσχέδιο και ένα μπουκάλι τεκίλα.

«Δε θέλω να πούμε κάτι. Θέλω μόνο να το διαβάσεις. Και μετά μην πεις τίποτα αν δε θέλεις. Και μετά φύγε αν αυτό νιώθεις. Μόνο δώσε μου μια ώρα.»

Και του έδωσε.

Ανάμεσα στις λέξεις που διάβαζε, εκείνος ρουφούσε τις αντιδράσεις της, ένα μικρό ανεπαίσθητο βούρκωμα, έναν κόμπο στο λαιμό, ένα βλέμμα αμηχανίας, κοφτές αναπνοές και χαμόγελα που προσπαθούσαν να κρυφτούν μα δεν μπορούσαν.

Έμειναν εκεί μέχρι που το μπουκάλι άδειασε και οι σελίδες μια μια έφτασαν ως την τελευταία.

Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Χαμογέλασε.

«Είναι υπέροχο», του είπε και ξέσπασε σε κλάματα.

Εκείνος την αγκάλιασε και τη φίλησε. Όλα πια είχαν μπει στη θέση τους, εκεί σε εκείνη τη γωνία.

Με το βιβλίο δε θα σας πω τι έγινε μα έτσι κι αλλιώς ποιος νοιάζεται;

Άλλωστε το μόνο που μετράει, είναι μια γωνιά στην πόλη και δυο βουρκωμένα μάτια για την βλέπουν μαζί σου.

Όλα τα άλλα ίσως γραφτούν σε άλλη ιστορία. Ποιος ξέρει.

Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου