Η Σοφία ήταν ανυπόμονη. Κυριολεκτικά δεν μπορούσε να μείνει στο ίδιο σημείο για πάνω από 30 δευτερόλεπτα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οργάνωνε δείπνο από τότε που εκείνη κι ο Γκάβιν παντρεύτηκαν. Αλλά εκείνη η βραδιά ήταν διαφορετική. Αν και τότε ήταν μόνο 22 ετών είχε καταφέρει να γίνει η τέλεια οικοδέσποινα, πάντα ακολουθώντας τις συμβουλές της μητέρας της και φυσικά της Emily Post.
«Όλα πρέπει να ‘ναι τέλεια απόψε» μονολόγησε, καθώς έβγαζε το ψητό απ’ τον φούρνο. Καθώς έσβηνε τη φωτιά τα χέρια της έτρεμαν. Το ταψί έκαιγε τα δάχτυλά της ακόμη και μέσα απ’ τα γάντια που φορούσε. Κι αν της έπεφτε κάτω κι όλος ο κόπος της πήγαινε χαμένος; Αν γινόταν ρεζίλι στην καλεσμένη τους; Τι οικοδέσποινα θα ήταν αυτή; Μία αποτυχία, έδινε μόνη της την απάντηση ψιθυρίζοντας.
Αποστολή εξετελέσθη, όμως, και το ρολό βρέθηκε με επιτυχία στην πιατέλα στη μέση της τραπεζαρίας, όπου του έκαναν παρέα τα υπόλοιπα πιάτα. Το τραπέζι είχε τρία σερβίτσια, όλα άψογα τοποθετημένα, αλλά η ποσότητα του φαγητού ήταν ικανή να ταΐσει δέκα. Στο μεταξύ, στην κουζίνα επικρατούσε το απόλυτο χάος. Χιλιάδες σκεύη και μίξερ απλωμένα παντού στον ξύλινο πάγκο που έμοιαζε χιονισμένος απ’ το αλεύρι που είχε χυθεί στο τραπέζι.
Τόσο προσηλωμένη ήταν στην αποστολή που είχε αναλάβει που δεν άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα, ούτε τα βήματα του Γκάβιν προς την κουζίνα.
«Δε θέλω να πιστέψω πως αυτό που βλέπω είναι γαμήλια τούρτα» της είπε απορημένος ο Γκάβιν.
«Για όνομα του Θεού Γκάβιν. Με τρόμαξες. Θες να την πεθάνεις τη γυναίκα σου;» τον ρώτησε με νάζι εκείνη, δίνοντάς του ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.
«Και για να σου λυθεί η απορία, όχι, δεν είναι γαμήλια τούρτα αλλά τούρτα σοκολάτας με μασκαρπόνε και καρύδα. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της να ξέρεις πως η συνταγή είναι δική μου» του χαμογέλασε πονηρά εκείνη.
«Πολλή φασαρία για το τίποτα. Αν κι αδερφή μου, έχω να τη δω χρόνια. Κι αν δεν έχει αλλάξει δραματικά από τότε, πιστεύω το γλυκό δε θα το αγγίξει καν» την προσγείωσε ο Γκάβιν.
«Δεν είναι μια απλή συγγενής. Είναι η συγγενής! Πρώτη φορά θα γνωρίσω ένα μέλος της οικογένειάς σου απ’ το Λονδίνο. Μέχρι τώρα μόνο συναδέλφους σου απ’ την ελεγκτική έχω γνωρίσει. Ακόμη και στον γάμο μας…»
«Ας μην κάνουμε πάλι την ίδια συζήτηση, Σόφη. Δε θα το αντέξω, ειλικρινά» τη διέκοψε κι έφυγε απ’ την κουζίνα.
«Δεν έχεις καθίσει να την κάνουμε και ποτέ αυτή τη συζήτηση» ψιθύρισε μέσα απ’ τα δόντια της η Σοφία, καθώς ο Γκάβιν απομακρυνόταν.
Το δείπνο ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσει στις εννέα το βράδυ αυστηρά, αλλά η ώρα είχε πάει ήδη δέκα παρά είκοσι. Η Σοφία είχε επιμεληθεί τις τελευταίες λεπτομέρειες του τραπεζιού κι είχε φρεσκαριστεί. Πέρασε τη χτένα για ακόμη μία φορά μέσα απ’ τα καστανοκόκκινα μαλλιά της, έκανε ένα τελευταίο πέρασμα με την πούδρα της και βεβαιώθηκε πως τα κοσμήματά της συμπλήρωναν κατάλληλα το εμπριμέ φόρεμά της. Ήθελε να ‘ναι όμορφη για να εντυπωσιάσει όχι τόσο την αδερφή του άνδρα της αλλά κυρίως τον ίδιο. «Άδικος κόπος. Λες και δίνει ποτέ σημασία;» μονολόγησε.
Όσο περνούσε η ώρα, άρχισε να κινείται νευρικά πάνω-κάτω. Κοίταζε το ρολόι της κάθε δύο λεπτά και ξεφυσούσε. «Αυτό είναι έλλειψη σεβασμού. Τόσο κόπο έκανα και θα κρυώσει και το φαγητό» σκέφτηκε. Προτίμησε, ωστόσο, να μην κάνει παράπονα στον Γκάβιν. Όπως πάντα θα έβρισκε έναν τρόπο να μειώσει την αγανάκτηση και το άγχος της και να τα κάνει να φανούν προβλήματα δευτερεύουσας σημασίας.
Ήταν παντρεμένοι ήδη ένα χρόνο, αλλά ήξερε ελάχιστα πράγματα για εκείνον. Ακόμη και στον γάμο τους δεν είχε καλέσει κανένα δικό του, παρά μόνο τη μητέρα του και κάποιους συναδέλφους. Ήταν δύσκολο να ‘ρθουν απ’ το Λονδίνο στη Νέα Υόρκη για ένα γάμο ήταν η απάντηση του Γκάβιν κάθε φορά που τον ρωτούσε γι’ αυτό. Απ’ την πρώτη στιγμή που τον είχε συναντήσει είχε γοητευτεί απ’ το έντονο βλέμμα του, τον δυναμισμό του κι αυτή την αίσθηση μυστηρίου που απέπνεε. Όμως τώρα πια ήταν παντρεμένη μαζί του. Το γεγονός πως δεν της ανοιγόταν ήταν ένα μελανό σημείο στον όμορφο γάμο τους, που την έκανε να δυσκολεύεται να κοιμηθεί λίγο περισσότερο τα βράδια όσο περνούσε ο καιρός και την έπνιγε.
Κάθισε στην πράσινη πολυθρόνα στο μικρό αλλά μοντέρνο σαλόνι ακριβώς απέναντί του.
Τον κοίταξε και της ξέφυγε ένας αναστεναγμός.
«Μην ανησυχείς. Έτσι κάνει πάντα η Λώρα. Δεν έχει καμία σχέση με τη συνέπεια» είπε ο Γκάβιν.
«Σίγουρα θα έχει κίνηση τέτοια ώρα. Με αυτοκίνητο δεν έρχεται;» ρώτησε η Σοφία.
«Δεν οδηγεί, Σοφία μου. Με το μετρό έρχεται.»
«Α, μάλιστα. Κάνουν πάντα εργασίες συντήρησης τα σαββατοκύριακα. Σίγουρα θα υπάρχουν καθυστερήσεις δρομολογίων.»
Ο Γκάβιν δε σχολίασε κάτι περαιτέρω, παρά μόνο την κοίταξε φευγαλέα κι έπειτα συνέχισε να διαβάζει ατάραχος την εφημερίδα του. Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε πως βαριόταν βασανιστικά.
«Πώς νιώθεις που θα τη δεις ξανά μετά από τόσα χρόνια;» ρώτησε η Σοφία.
«Όμορφα» απάντησε εκείνος ανέκφραστα και συνέχισε «Χρόνια έχει να βρεθεί στην παρέα μου ένας έξυπνος άνθρωπος».
Η Σοφία έμπηξε τα νύχια της βαθιά στις παλάμες της ενώ περίμενε να στεγνώσουν τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν στο πρόσωπό της πριν σηκώσει το κεφάλι της ξανά.
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε.
Ο Γκάβιν άφησε επιτέλους κάτω την εφημερίδα του κι η Σοφία κατευθύνθηκε με γοργά βήματα και πάντα χαμογελαστή για να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος.
Μια ζεστή και χαμογελαστή κοπέλα χώθηκε στην αγκαλιά της. Η ομοιότητα με τον Γκάβιν τη σόκαρε. Το βλέμμα της, το χαμόγελό της, τα καταγάλανα μάτια και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου της την έκαναν να βλέπει στο πρόσωπό της τον άνδρα της κι αυτό από μόνο του την έκανε να τη συμπαθήσει. Δεν ήταν, όμως, μόνη. Μαζί της είχε έρθει κι ένας ανοιχτόχρωμος, ψιλόλιγνος νέος, κοντά στην ηλικία τους. Της έδωσε το χέρι του, της συστήθηκε και πέρασαν όλοι μαζί μέσα. Το δείπνο θα ξεκινούσε σε λίγα λεπτά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη