Είχαν περάσει ήδη τρεις μήνες απ’ την τελευταία φορά που τον είδε. Και το θράσος του να μπει με τέτοια άνεση στο σπίτι για να πάρει κάποια τελευταία δικά του αντικείμενα την έκανε έξαλλη.
Είχε μαζέψει επιτέλους τα πράγματά του. Δύο βαλίτσες κι ένα πλαστικό κουτί περίμεναν δίπλα στην πόρτα του διαμερίσματος. Μετά από δύο χρόνια γάμου αυτά ήταν τα τελευταία δικά του πράγματα που είχαν παραμείνει εκεί.
Είχε περάσει, όμως, ήδη μισή ώρα κι ο Γκάβιν δεν είχε βγει ακόμη απ’ το δωμάτιο που κάποτε μοιράζονταν.
Πλησίασε την πόρτα, τη χτύπησε δύο φορές και, χωρίς να περιμένει απάντηση, μπήκε. Εκεί βρήκε τον Γκάβιν να κάθεται στο κρεβάτι και να κρατάει μια φωτογραφία του γάμου τους.
«Πού τη βρήκες αυτή;» τον ρώτησε.
«Ξεχασμένη στο συρτάρι. Μάλλον αυτή δεν πρόλαβες να την ξεφορτωθείς μαζί με όλα τα άλλα. Σου ξέφυγε» της απάντησε.
«Ο Φράνσις θα ‘ρθει σε λίγο απ’ τη δουλειά και θα θέλει να ξεκουραστεί. Δε θα ήθελα να σε βρει εδώ. Θα ‘ναι αμήχανο για όλους.
«Μέχρι να σε δω σήμερα, δεν πίστευα ποτέ πως θα μπορούσες να ‘σαι ποτέ πιο όμορφη απ’ όσο ήσουν εκείνη την ημέρα» της απάντησε ο Γκάβιν.
Η Σοφία απλά προσπέρασε το σχόλιό του και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
Λίγες στιγμές αργότερα, δεν πίστευε στα μάτια της όταν τον είδε να καταλαμβάνει τη γνωστή του θέση στο τραπέζι της μικρής φωτεινής κουζίνας και να ‘ναι έτοιμος να φάει το τελευταίο κομμάτι της πίτας. Ήξερε πως η καροτόπιτα ήταν πάντα η αγαπημένη του, αλλά συνήθως σνόμπαρε τη δική της. Κι αυτό το τελευταίο κομμάτι δε σκόπευε να του το χαρίσει.
«Αυτό πάει πολύ» σκέφτηκε. Καθόλη τη διάρκεια του γάμου τους εκείνη φρόντιζε για όλα. Να ‘ναι πάντα εκείνος χαρούμενος, να μη βαριέται ποτέ, να επιστρέφει απ’ τη δουλειά και να βρίσκει ένα αγαπημένο του πιάτο να τον περιμένει. Δεν το έκανε από υποχρέωση φυσικά, ήξερε πως δεν μπορούσε να την αγαπήσει όπως εκείνη ήθελε, αλλά μέσα της είχε την ελπίδα πως θα της ανταποδώσει έστω ένα μικρό μέρος όσων εκείνη του πρόσφερε καθημερινά.
Πλέον, όταν τον κοιτούσε, ένιωθε οργή κι αγανάκτηση. Οι παλμοί ανέβαιναν διαρκώς. Νόμιζε πως η καρδιά της θα σπάσει και θα πάθει έμφραγμα μπροστά του.
«Σπιτική ζύμη, καρότα, ψιλοκομμένα κρεμμύδια, καρυδόψιχα, αποξηραμένα βερίκοκα, δαμάσκηνα, μοσχοκάρυδο, γλυκό γαρύφαλλο και δύο ώρες απ’ τη ζωή μου για να τη φτιάξω. Έφυγε και μου πήρε τα πάντα. Ούτε μαχαιροπίρουνο δικό του δεν άφησε και θα μου φάει και το τελευταίο κομμάτι της πίτας;» ψιθύρισε όσο δυνατά χρειαζόταν ώστε να την ακούσει ο Γκάβιν.
«Είπες κάτι;», τη ρώτησε.
«Σταμάτα αυτό που κάνεις τώρα!» του απάντησε έντονα η Σοφία.
«Σοφία μου, τα πράγματά μου ήρθα να μαζέψω και θα φύγω. Είμαι σχεδόν έτοιμος. Ξέρω ότι σου είναι δύσκολο, αλλά ας μην κάνουμε πισωγυρίσματα τώρα» της είπε συγκαταβατικά και της χαμογέλασε.
«Είσαι τρελός; Στην πίτα αναφέρομαι, όχι στον χωρισμό μας. Άσε κάτω το κομμάτι της πίτας. Είναι το τελευταίο» του φώναξε έξαλλη.
Εκείνος την κοίταξε απορημένος, αλλά εξακολουθούσε να ‘ναι έτοιμος να βάλει την πρώτη λαχταριστή μπουκιά στο στόμα του. Η Σοφία πήρε θέση απέναντί του στο τραπέζι, τράβηξε το πιάτο με το τελευταίο κομμάτι μπροστά της, σχεδόν με μανία, και παραλίγο να ρίξει το πιάτο στο πάτωμα.
«Είσαι σοβαρή; Για ένα κομμάτι καροτόπιτας κάνεις έτσι; Το τελευταίο είναι.»
«Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το λέω. Κουράστηκα κι αφιέρωσα προσωπικό χρόνο για να τη φτιάξω. Πρόσεχα την αναλογία των υλικών κι ήμουν πάνω της κατά τη διάρκεια του ψησίματος, έκανα τα πάντα για να μην καεί. Ήθελα να ‘ναι όλα τέλεια για να ξυπνήσω το πρωί και να την απολαύσω με τον καφέ μου. Κι έρχεσαι εσύ τώρα να φας το τελευταίο κομμάτι και να την τελειώσεις χωρίς να σκεφτείς τίποτα; Έχει περάσει πια ο καιρός που έκανες ό,τι ήθελες εδώ μέσα.»
«Συγγνώμη. Δεν είχα σκοπό να σου την κλέψω, αν είναι τόσο πολύτιμη για ‘σένα» ειρωνεύτηκε εκείνος. «Ολοκληρώθηκε η μετακόμιση στο νέο μου σπίτι σήμερα και δεν πρόλαβα να φάω τίποτα. Δεν έχω εσένα πια να με φροντίζεις, βλέπεις» συμπλήρωσε και της χάιδεψε το χέρι
Εκείνη μαζεύτηκε και πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε το άγγιγμά του να ‘ναι φθηνό, τόσο που να της προκαλεί απέχθεια.
«Τόσα χρόνια είχες συνηθίσει αλλιώς. Να ‘ρχεσαι και να σου βάζει το κορόιδο το φαγητό στο στόμα» του απάντησε εκείνη.
«Τώρα θα αναγκαστώ να μάθω να κάνω τα πάντα μόνος.»
«Θα βρεις τρόπο εσύ, είμαι σίγουρη γι’ αυτό.»
«Ας πηγαίνω, λοιπόν. Μη σε κουράζω άλλο.»
«Περίμενε μισό λεπτό» του είπε εκείνη.
Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι κι άρχισε να ψάχνει νευρικά τα ντουλάπια της κουζίνας. Πράγματα άρχισαν να πέφτουν δεξιά κι αριστερά. Όταν ο Γκάβιν αποφάσισε να φύγει απ’ το σπίτι χώρισαν τα πάντα, από σκεύη κουζίνας μέχρι συσκευές, οπότε δυσκολευόταν πια να βρει οτιδήποτε μέσα στο σπίτι. Βρήκε ένα γυάλινο τάπερ με μπλε καπάκι. Έβαλε μέσα το τελευταίο κομμάτι της πίτας και του το έδωσε.
«Καλή ξεκούραση. Ελπίζω το νέο σου σπίτι να το χαρείς περισσότερο απ’ ό,τι το δικό μας.»
«Δεν ήταν ανάγκη να μου το προσφέρεις» της είπε εκείνος και της χαμογέλασε.
«Τελευταία φορά. Μην περιμένεις κάτι άλλο. Στη θέση σου θα μάθαινα να μαγειρεύω» του είπε και του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Μην ανησυχείς. Σκοπεύω να αλλάξω πολλά. Οπότε σε ευχαριστώ, αλλά το τάπερ δε θα μου χρειαστεί» γέλασε εκείνος και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Η Σοφία άκουσε την πόρτα να κλείνει και για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε να παρατηρεί τον μουντό γκρι τοίχο του δωματίου. Το μικρό μπλε τραπέζι της κουζίνας, τα δρύινα πατώματα, τον ταλαιπωρημένο μαύρο καναπέ και τα κάδρα στους τοίχους που είχαν διαλέξει μαζί στο πρώτο τους ταξίδι στη Βενετία.
Αφού μέτρησε τα δευτερόλεπτα που χρειάζονταν για να βγει ο Γκάβιν απ’ την πολυκατοικία, στάθηκε στο παράθυρο κι έμεινε να τον κοιτάζει να απομακρύνεται. Εκείνος δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του και γρήγορα χάθηκε. Χάζεψε για λίγο το συννεφιασμένο ουρανό μέχρι που κουράστηκε και τράβηξε την κουρτίνα.
Με γρήγορα κι αποφασιστικά βήματα πήρε στα χέρια της το τάπερ με το τελευταίο κομμάτι της πίτας και το πέταξε στα σκουπίδια.
«Και τώρα τι κάνουμε;» σκέφτηκε και βούρκωσε καθισμένη στο πάτωμα δίπλα στα σκουπίδια.
«Κις Λορέν. Ο Φράνσις σίγουρα θα ενθουσιαστεί» σκέφτηκε. Άναψε τον φούρνο, έβαλε την αγαπημένη της συλλογή να παίζει σε χαμηλή ένταση κι άρχισε την προετοιμασία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη