Ο Κέβιν ήταν ανέκαθεν άνθρωπος των εκπλήξεων. Ανατρεπτικός, επαναστάτης, απ’ τους πρώτους ακτιβιστές. Αντιφατικό θα ‘λεγε κανείς για κάποιον που όταν έφυγε απ’ το κοινό τους σπίτι τού σήκωσε το μισό, σκεφτόταν ο Γκάβιν. Ακόμη κι ο τρόπος που έφυγε απ’ τη ζωή ήταν ανάλογος εκείνης που έζησε. Πάντα ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Η εικόνα της σπασμένης βιτρίνας του καταστήματος να κομματιάζει το λαιμό του Κέβιν τον στοίχειωνε και δεν μπορούσε να φύγει απ’ το μυαλό του. Πόσο μαλάκας ως την τελευταία του ώρα σκέφτηκε ο Γκάβιν, πνίγοντας έναν τελευταίο λυγμό. Υποτίθεται συμμετείχε στις διαμαρτυρίες από αλληλεγγύη, αλλά δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να κάνει πλιάτσικο σε εκείνο το αναθεματισμένο μαγαζί μαζί με κάποιους τυχαίους. Αν είχε πάει απλά στο ξενοδοχείο του μετά από εκείνο το συνέδριο, όλα θα ήταν αλλιώς.
Τώρα, όμως, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Εκείνος έφυγε και τον είχε αφήσει μόνο. Πάντα η ζωή του κι οι πράξεις του έμοιαζαν να επηρεάζουν τη ζωή του Γκάβιν και την εξέλιξή του με ένα μοναδικό τρόπο. Απ’ την πρώτη φορά που συναντήθηκαν σε μια πάμπ στο δυτικό Λονδίνο· του χαμογέλασε κι ο Γκάβιν ένιωσε για πρώτη φορά ελεύθερος. Το πρώτο σαββατοκύριακο που πέρασαν μαζί σε εκείνο τον ξενώνα στο Όξμπριτζ κι η πρώτη φορά που επισκέφτηκαν μαζί το Παρίσι τον βασάνιζαν τις νύχτες και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί.
Έπιανε τον εαυτό του να νοσταλγεί ακόμη και την ημέρα του χωρισμού τους, η οποία έμοιαζε όμορφη γιατί ήξερε πως κάπου υπήρχε εκείνος -ακόμη κι αν βρισκόταν σε άλλη ήπειρο, εκείνος Ευρώπη κι ο ίδιος Αμερική. Στο μεταξύ, η Σοφία συνέχιζε τα δικά της απτόητη, λες κι όλος ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω από ένα καλοστρωμένο τραπέζι, ένα ακριβό φόρεμα ή ένα φιλανθρωπικό γκαλά κάθε τελευταία Κυριακή του μήνα. Έμοιαζε να την κοιτάει με οίκτο, αλλά δεν ήξερε αν στην πραγματικότητα την αποστρεφόταν ή απλά τη λυπόταν.
«Με σκοτώνει να σε βλέπω έτσι. Ούτε ο Κέβιν θα το ήθελε αυτό για ‘σένα» του είπε η Σοφία και πέρασε τα δάχτυλά της μέσα απ’ τα πυκνά του μαλλιά. Ο Γκάβιν στο άγγιγμά της αποτραβήχτηκε.
Η Σοφία ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν και τους παλμούς της να ανεβαίνουν.
«Τόσο πολύ σε αηδιάζω πια;» του είπε κοφτά.
«Δεν είναι αυτό Σοφία. Απλά, ξέρεις, δεν είμαι καλά. Δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία του» απάντησε ο Γκάβιν κι ο τόνος της φωνής του έμοιαζε απολογητικός.
«Αποτέφρωση ήταν, ούτε καν κηδεία» απάντησε η Σοφία.
«Και πάλι. Θα μπορούσαμε να ‘μαστε μαζί για τελευταία φορά» είπε και συμπλήρωσε «Ήταν ο αγαπημένος μου φίλος».
«Τον αγαπούσες» είπε η Σοφία.
«Σου είπα, ήταν ο αγαπημένος μου φίλος» απάντησε ο Γκάβιν.
«Ήταν κάτι παραπάνω. Ίσως όσα εγώ δε θα μπορέσω ποτέ να γίνω.»
Ο Γκάβιν σηκώθηκε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Όταν θύμωνε οι ρυτίδες στο μέτωπό του γίνονταν πιο έντονες, τον έκαναν να μοιάζει θλιβερός κι αρκετά χρόνια μεγαλύτερος.
«Ένας σημαντικός άνθρωπος της ζωής μου χάθηκε κι εγώ νομίζεις πως θα μείνω εδώ να ανεχτώ τις βλακείες σου;» της είπε, πήρε το παλτό του κι άρχισε να κατευθύνεται προς την πόρτα.
«Σε παρακαλώ. Πες μου για μία φορά στη ζωή σου την αλήθεια. Μου αξίζει να ξέρω. Θα σε καταλάβω. Ξέρω πολύ καλά πόσο δύσκολη είναι η ζωή για κάποιον σαν εσένα κι έχω καταλάβει πολλά και για την οικογένειά σου.»
Ο Γκάβιν ένιωσε τα μάτια του να πλημμυρίζουν. «Μην ακούσει ποτέ τίποτα από όλα αυτά η αδερφή μου ή οποιοσδήποτε απ’ τους δικούς μου, γιατί θα με δεις όπως δε με έχεις ξαναδεί, Σοφία» της απάντησε εκείνος φανερά πιο ήρεμος και συγκροτημένος.
«Αν κλείσεις αυτήν την πόρτα, μην ξαναγυρίσεις. Τελειώσαμε» του είπε η Σοφία.
Ο Γκάβιν βγήκε απ’ το σπίτι χωρίς να πει κάτι άλλο.
Η Σοφία έμεινε καθισμένη στον καναπέ για λίγο. Έπειτα, σηκώθηκε και τακτοποίησε την κουζίνα η οποία ήταν αναστατωμένη απ’ τις προετοιμασίες για το δείπνο που εκείνη κι ο Γκάβιν δεν κατάφεραν ποτέ να απολαύσουν. Ολοκλήρωσε το κέντημά της, μια νεαρή κοπέλα πάνω σε μια γόνδολα στη Βενετία, έσβησε τα φώτα και κοιμήθηκε. Ήσυχη για πρώτη φορά μετά από καιρό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη