-«Είμαι σίγουρη σου λέω! Δεν εξηγείται διαφορετικά. Έχει βρει άλλη».

Η Ελπίδα ένιωθε θυμό ανακατεμένο με μια αβάσταχτη θλίψη να φουντώνει μέσα της και μόνο στην ιδέα. Αυτά τα λόγια δυσκολεύτηκε πολύ να τα πει. Κι ακόμη περισσότερο να τα πιστέψει. Μα η σκέψη κλωθογύριζε μέρες στο μυαλό της. Έβαλε στη σειρά τα σημάδια και το συμπέρασμα ήταν μονόδρομος. Οι αδικαιολόγητες απουσίες του, το αφηρημένο μυαλό του, τα κρυφά τηλεφωνήματα, οι συνεχείς εκρήξεις του, η αδιαφορία του. Το γεγονός ότι είχε να την αγγίξει ερωτικά τουλάχιστον ένα μήνα. Δεν μπορούσε να πάει κάπου άλλου το μυαλό της. Μέχρι εκεί έφτανε η φαντασία της. Και πίστευε ότι ήταν το χειρότερο που μπορούσε να τους συμβεί.

-«Δεν μπορεί να το πιστεύεις αυτό. Ο Αντώνης δε θα σου έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Σε λατρεύει».

-«Κι εγώ έτσι πίστευα. Ότι είναι ο μοναδικός άνθρωπος που δε θα με πληγώσει ποτέ. Μα ποια άλλη εξήγηση μπορώ να δώσω;»

Η Μαίρη δε μίλησε. Η Ελπίδα κι η Μαίρη είναι φίλες από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους. Πέρασαν μαζί κάθε δυσκολία και κάθε επιτυχία και χαρά. Δεν έλειψε στιγμή η μια απ’ το πλευρό της άλλης. Όταν γνωρίστηκε η Ελπίδα με τον Αντώνη, η Μαίρη ήταν λίγο πιο δίπλα και τους παρακολουθούσε. Τον συμπάθησε απ’ την πρώτη στιγμή κι έδωσε αμέσως τις ευχές της στη φίλη της. Κι όταν τα πράγματα πήραν το δρόμο τους κι η σχέση ξεκίνησε, χαιρόταν να τη βλέπει με έναν άνθρωπο που τη νοιάζεται και την αγαπάει τόσο. Δε θύμωσε στιγμή για την απομάκρυνσή τους -τάχα ποιος δεν απομακρύνεται, έστω και λίγο, όταν μπαίνει στη μέση το συναίσθημα;– γιατί ήξερε πως η Ελπίδα ήταν ακόμη εκεί όποια στιγμή κι αν τη χρειαζόταν.

Τώρα που έβλεπε τη φίλη της πιο ταραγμένη και δυστυχισμένη από ποτέ πονούσε η καρδιά της. Δεν ήξερε σε ποιο ακριβώς σημείο άρχισαν να στραβώνουν τα πράγματα. Την αλλαγή του Αντώνη την έβλεπε κι εκείνη. Την έβλεπε γιατί βρίσκονταν πολλές φορές στην ίδια παρέα. Την έβλεπε στο πρόσωπό του, στη συμπεριφορά του απέναντι στη φίλη της. Την έβλεπε στο πρόσωπο της ίδιας της Ελπίδας. Που δεν μπορούσε να της κρύψει τίποτα.

Και πλέον δεν ήξερε πώς μπορούσε να παρηγορήσει τη φίλη της. Δεν είχε τον Αντώνη ικανό να κάνει κάτι τέτοιο. Ήξερε μέσα της πως δε θα μπορούσε να την απατήσει. Κάτι άλλο συνέβαινε κι έπρεπε να το μάθουν.

Κάθισε αρκετή ώρα σιωπηλή. Η Ελπίδα δεν κατάλαβε τίποτα γιατί βρισκόταν συγχυσμένη στον δικό της κόσμο. Κάποια στιγμή σηκώθηκε απότομα και πήρε τα μπουφάν της αποφασιστικά.

-«Πάμε!»

-«Πού;»

Η Ελπίδα την κοιτούσε παραξενευμένη. Σαν να παρατηρούσε μόλις τώρα ότι η Μαίρη ήταν σκεπτική.

-«Πάμε να τον βρούμε να μιλήσετε. Ή θα το λύσετε τώρα ή θα τελειώσει το θέμα σας εδώ. Πρέπει να είσαι σκληρή».

Η Ελπίδα κοκκάλωσε. Να το τελείωνε εκεί; Πώς μπορούσε να το κάνει αυτό; Πώς μπορούσε να φανταστεί μια ζωή χωρίς εκείνον; Κοιτούσε τη φίλη της με τα δάκρυα έτοιμα να κάνουν την εμφάνισή τους. Η Μαίρη την ένιωσε να σταματάει και γύρισε να την κοιτάξει.

-«Βρε κουτό, όχι στ’ αλήθεια», την καθησύχασε και της χάιδεψε το μάγουλο. «Έτσι θα του πεις για να πανικοβληθεί. Είμαι σίγουρη πως θα τα ξεράσει όλα».

-«Κι αν βρει αφορμή και το τελειώσει όντως εκεί;» Η φωνή της έσπασε.

Η Μαίρη δεν ήξερε τι να της πει. Υπήρχε, φυσικά, κι αυτός ο κίνδυνος. Μα κάτι μέσα της τής έλεγε πως τίποτα τέτοιο δε θα γινόταν.

-«Δεν θα το τελειώσει. Στο υπόσχομαι».

Λίγες στιγμές αργότερα η Μαίρη περίμενε στο αμάξι όσο η Ελπίδα χτυπούσε την πόρτα του Αντώνη. Δεν μπορούσε να την αφήσει μόνη. Θα περίμενε μέχρι να βεβαιωθεί πως όλα πήγαν καλά. Ήταν απορροφημένη στο τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο και σιγομουρμούριζε τους στίχους όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Η Ελπίδα γύρισε πολύ γρήγορα. Την κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα.

-«Δεν είναι μέσα. Δε μου άνοιξε κανείς», της είπε απογοητευμένη.

-«Γαμώτο!»

Ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Το σχέδιο κι οι εξηγήσεις έπρεπε να αναβληθούν για μία άλλη φορά. Έστριβε στο παρκάκι που συνέδεε το σπίτι του Αντώνη με εκείνο της Ελπίδας όταν άκουσε την φίλη της να λέει

-«Σταμάτα». Ο τόνος της ήταν τόσο επιτακτικός που το αυτοκίνητο κοκκάλωσε στη στιγμή.

-«Τι έγινε;» τη ρώτησε ανήσυχη.

Η Ελπίδα βγήκε απ’ το αμάξι κι έτρεξε σχεδόν προς το πάρκο. Θέλοντας και μη η Μαίρη την ακολούθησε, ανήσυχη. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρισκόταν ο Αντώνης σε άθλια κατάσταση. Ήταν μόνος κρυμμένος πίσω από κάτι θάμνους -ήταν θαύμα πώς τον πρόσεξε η Ελπίδα. Τα ρούχα του ήταν βρόμικα από εμετούς, παραμιλούσε και τα μάτια του δεν μπορούσαν να εστιάσουν πουθενά. Το δεξί του χέρι ήταν τεντωμένο μπροστά σαν να μην μπορούσε να το κουνήσει. Δυο-τρία κόκκινα σημάδια απλώνονταν σε όλο το μήκος του μπράτσου του. Πιο δίπλα χρησιμοποιημένη και βρόμικη βρισκόταν πεταμένη μια σύριγγα.

Η Ελπίδα ένιωσε το στήθος της να αδειάζει, την καρδιά της να σταματάει. Το μυαλό της είχε κολλήσει και δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που έβλεπαν τα μάτια της. Ο Αντώνης ήταν αγνώριστος. Το όμορφο, χαμογελαστό και δυνατό παιδί που ερωτεύτηκε εκείνη μετατράπηκε σε αυτόν τον άνθρωπο που είχε μόλις πάρει τη δόση του και δεν είχε καμία επικοινωνία με το περιβάλλον. Θυμήθηκε εκείνον τον τύπο που είχαν δει την προηγούμενη μέρα έξω απ’ την καφετέρια-στέκι τους και συνειδητοποίησε πως δεν είχαν πολλές διαφορές. Μόνο που εκείνος ήταν υπερβολικά αδύνατος ενώ ο Αντώνης όχι. Ακόμα. Η ηρωίνη δεν είχε προλάβει ακόμη να του φάει τα σωθικά.

Γονάτισε για να έρθει πιο κοντά του. Μύριζε άσχημα. Ο οργανισμός του ακόμη δεν μπορούσε να συνηθίσει τον θάνατο που κυλούσε στο αίμα του και τον απέβαλλε. Είχε κάνει εμετό τουλάχιστον δύο φορές. Τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν χαμένος. Δεν είχε καταλάβει τίποτα απ’ την παρουσία της. Ήταν πεσμένος σε ένα συνοικιακό πάρκο αναζητώντας την γαλήνη του. Και μαζί το τέλος. Γιατί;

Αυτό της έμεινε από όλη αυτή την εικόνα. Μια απέραντη απογοήτευση, μια θλίψη σαν πέτρα να της βυθίζει την καρδιά κι ένα απέραντο «γιατί» να την πνίγει από μέσα και να την κάνει να θέλει να ουρλιάξει.

Γιατί επέλεξε να στραφεί εκεί κι όχι σε εκείνη; Τι συνέβη κι έπεσε στο κενό; Πώς γινόταν εκείνη να μην το είχε καταλάβει νωρίτερα; Γιατί να το κάνει αυτό στον εαυτό του; Στη σχέση τους; Γιατί να είναι τόσο εγωιστής;

-«Καλύτερα να έβρισκε άλλη», είπε μέσα της και κατάλαβε πως η ασχήμια του κόσμου την πλησίαζε και τα χειρότερα δεν τα είχε δει ακόμη.

Ξαφνικά ένιωσε το κρύο του δειλινού στα κύτταρά της. Ένιωσε υγρό το πρόσωπό της -πότε έπεσαν αυτά τα δάκρυα;- και σηκώθηκε.

-«Πιάσ’ τον απ’ το άλλο μπράτσο να τον πάμε σπίτι».

Συντάκτης: Εβίτα Μαρασλή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη