Τρία χρόνια αργότερα.
Η κοπέλα καθόταν αμέριμνη στην καρέκλα της σε ένα απ’ τα πιο γνωστά εστιατόρια-μπαρ της περιοχής. Ο χώρος ήταν υπαίθριος κι η θέα στη θάλασσα ήταν μαγευτική. Η νύχτα, γοητευτική όπως πάντα, έπαιζε με τα φώτα της πόλης.
Εκείνη ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Απολάμβανε τη θέα και την απαλή μουσική που έπαιζε απ’ τα ηχεία. Τα ξανθά της μαλλιά είχαν μακρύνει αρκετά κι ο απαλός αέρας τα έφερνε στο πρόσωπό της. Τα λεπτά χαρακτηριστικά της ήταν χαλαρωμένα κι απολάμβανε με όλο της το είναι την ηρεμία της βραδιάς. Κοίταξε τον άντρα απέναντί της. Το βλέμμα του ήταν παιχνιδιάρικο. Ευτυχισμένο. Πόσο καιρό είχε να το δει έτσι.
Εκείνος την κοιτούσε ώρα παρατηρώντας κάθε εκατοστό του κορμιού της. Μια αίσθηση αγάπης, αυτό τον κυρίευε. Ήθελε να σηκωθεί και να την κλείσει στην αγκαλιά του την ίδια στιγμή. Μα έπρεπε να περιμένει. Αντ’ αυτού σήκωσε το ποτήρι του κι έκανε μια πρόποση.
-«Σε μια ευτυχισμένη ζωή», της είπε και χαμογέλασε.
-«Σε μια ευτυχισμένη ζωή», επανέλαβε κι εκείνη κι ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό της.
Ξαφνικά τον είδε να σηκώνεται. Πλησίασε την μπάντα και ψιθύρισε κάτι στο αφτί του τραγουδιστή. Ύστερα την πλησίασε και της άπλωσε το χέρι του. Απ’ τα ηχεία άρχισε να παίζει το Dance me to the end of love, το αγαπημένο της τραγούδι. Αφέθηκαν στη μουσική και κάνεις δε μιλούσε.
Είχαν περάσει πολλά οι δύο τους. Ύστερα από δύο δύσκολα χρόνια στην απεξάρτηση ο Αντώνης ήταν και πάλι έτοιμος να βγει στον κόσμο. Ένιωθε έτοιμος να τον αντιμετωπίσει. Είχε μιλήσει με ψυχολόγους, είχε ανοίξει την ψυχή του κι ένιωθε πια καλά. Ο πόνος είχε φύγει. Όχι ολοκληρωτικά. Πότε δε θα μπορούσε να τον ξεπεράσει ολοκληρωτικά. Μα δεν ένιωθε πια απελπισμένος. Άρχισε να απομακρύνεται με αργά και σταθερά βήματα απ’ την άκρη του γκρεμού σε σημείο που πλέον του φαινόταν μια κουκκίδα στον ορίζοντα.
Η γυναίκα απέναντί του τον τράβηξε πίσω. Άντεξε το βάρος του και το σήκωσε μαζί με το δικό της. Δεν τον άφησε στιγμή από δίπλα της. Τον επισκεπτόταν καθημερινά και του έδινε δύναμη. Ακόμα και τις στιγμές που εκείνος βασανιζόταν απ’ την έλλειψη κι είχε γίνει απότομος και ψυχρός, εκείνη περίμενε. Και στο τέλος δικαιώθηκε. Οι κόποι τους έπιασαν τόπο.
Τώρα πια, εντελώς υγιής και δυνατός, την κρατούσε στην αγκαλιά του και σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν που την είχε δίπλα του. Ήταν πια σίγουρος. Αυτή η γυναίκα ήταν για εκείνον. Είχαν φτιαχτεί ο ένας για τον άλλον. Την απόφαση την είχε πάρει εδώ και καιρό, αλλά περίμενε τη σωστή στιγμή. Και τώρα, ανήμερα των γενεθλίων της, ήξερε πως η στιγμή είχε έρθει.
Έπιασε το χέρι της και με μια απότομη κίνηση τη γύρισε γύρω από τον εαυτό της και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
-«Ήσουν δίπλα μου όταν εγώ ο ίδιος εγκατέλειψα τον εαυτό μου. Ήσουν εκεί να μου κρατάς το χέρι και να με τραβάς για να μην πέσω στην άβυσσο. Μα το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι τα κατάφερες. Κατάφερες να με κάνεις να φύγω απ’ το σκοτάδι και να ξαναβγώ στο φως».
Λόγια ψιθυριστά, που τα άκουγε μόνο εκείνη. Τον κοίταξε σοβαρή κι είδε να της χαμογελάει με αυτοπεποίθηση. Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. Εκείνη έμεινε εμβρόντητη στη θέση της.
-«Θέλεις να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου μαζί μου; Γιατί εγώ θέλω. Γιατί δε χρειάζομαι τίποτε και κανέναν άλλον πλέον. Μονάχα εσένα».
Ο κόσμος γύρω σταμάτησε τις ομιλίες, η μουσική σταμάτησε να παίζει. Οι δυο τους στέκονταν στη μέση της πίστας αμίλητοι, κοιτώντας ο ένας τον άλλον.
-«Λοιπόν;»
Είδε δάκρυα να τρέχουν απ’ τα μάτια της. Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής τους. Δε μίλησε. Μόνο κούνησε το κεφάλι της καταφατικά κι έπεσε στην αγκαλιά του. Χειροκροτήματα ακούστηκαν από παντού κι η μπάντα άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο τραγούδι αποκλειστικά για εκείνους.
Κι η αυλαία έπεσε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη