Το pillowfights.gr εγκαινιάζει τη νέα του στήλη “To Be Continued”. 

Σε αυτή τη στήλη κάθε Πέμπτη θα διαβάζετε τις ιστορίες των ηρώων μας σε συνέχειες. 

Κάθε μήνας και μια νέα ιστορία. Κάθε βδομάδα κι ένα νέο μέρος.

Ήρωες φανταστικοί αλλά ρεαλιστικοί. Ο διπλανός σου, ο φίλος σου, ο εαυτός σου.

Καλή ανάγνωση!

Ακόμα και μέσα στο τρόλεϊ αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να πάει. «Έχει χάρη που της το έχω υποσχεθεί» σκέφτηκε. Αν μπορούσε να βρει έναν τρόπο, ώστε να παρακάμψει τις ενοχές ενός ψέματος θα το έκανε. Την απάτη. Μα άντε να στήσεις τώρα ένα ψέμα που θα θέλει περιγραφές και λεπτομέρειες! Της αξίζουν περισσότερα από ένα θεατρικό. Θα πάει μόνο μία φορά και θα πάει μόνο για κείνη.

«Τι δουλειά έχω εγώ εκεί; Πώς θα περάσει μιάμιση ώρα ακούγοντας ανθρώπους να μιλούν για κάτι που δε με αφορά; Ψυχολογικές μαλακίες. Το μόνο πράγμα που δεν μπορώ από τους ανθρώπους, είναι αυτό και πρέπει να το λουστώ για μιάμιση ώρα!». Οι σκόρπιες του σκέψεις γέμισαν το τρόλεϊ και η συννεφιά έξω σιγά σιγά παρέδιδε σκυτάλη στο σκοτάδι που αποχαιρετούσε τη μέρα. «Εδώ κατεβαίνω, γαμώτο» σκέφτηκε και πάτησε το κόκκινο κουμπάκι. Τελικά φτάνεις απελπιστικά γρήγορα εκεί που δε θες να πας, αλλά έχεις αναγκαστεί να ξεκινήσεις.

Κοίταξε το χαρτάκι του για να επιβεβαιώσει το νούμερο και τον όροφο. Δύο πολυκατοικίες πιο κάτω και βρήκε το νούμερο που έψαχνε. Ένα ασανσέρ τον χώριζε από τον προορισμό του αλλά και μια ολόκληρη κοσμοθεωρία. Χαλάλι. Έτσι είναι οι υποσχέσεις. Μερικές λειτουργούν σαν υπόθετα. Ζορίζεσαι και δεν ξέρεις και πού θα σε βγάλει. Κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα ότι θα σε ωφελήσει όμως, οπότε κατέβασες εσώρουχο. Γέλασε και ο ίδιος με τον συνειρμό του. Η πολυκατοικία παλιά, όπως πολλές στο κέντρο, από εκείνες τις φουλαρισμένες με γραφεία. Παλιές ξύλινες εξώπορτες παρατεταγμένες στη σειρά και ολόκληρες βιομηχανίες από πίσω να ρυθμίζουν ζωές. Από δικηγορικά γραφεία μέχρι ταξιδίων.

Ανέβηκε στον τέταρτο, χάζεψε κάποια μεταλλικά ταμπελάκια μέχρι που βρήκε αυτό που έψαχνε σε μια πόρτα ορθάνοιχτη. Δεν είχε καν την επιλογή να αμφιταλαντευτεί πίσω από μια κλειστή πόρτα.

«Μα ποιος βλάκας αφήνει πίσω του πόρτες ανοιχτές και σου στερεί την επιλογή να βάλεις τρεχάλα;» σκέφτηκε. Ήταν πολύ αργά για να φύγει. Τον είχαν δει. «Περάστε, καλησπέρα!» του είπε μια γυναίκα γύρω στα 43 με φαρδύ χαμόγελο και εμφανώς πιο θετική στάση για όλο αυτό. Καλησπέρισε και κάθισε στην πρώτη άδεια καρέκλα που βρήκε.

Ο χώρος ενιαίος. Μία όχι και τόσο μεγάλη αίθουσα, μακρόστενη και οβάλ, με καρέκλες στη σειρά που έκαναν έναν μεγάλο κύκλο αγκαλιάζοντας δύο μακρόστενα τραπέζια. Πάνω στα τραπέζια υπήρχαν μπουκάλια με παγωμένο νερό, πλαστικά ποτηράκια, φυλλάδια ενημερωτικά για την Ομάδα και κάρτες με τα τηλέφωνα για τα νέα μέλη. Τριγύρω κάποιες άδειες θέσεις και η αναμονή μέχρι να γεμίσουν κάποιες θα μεγάλωναν την αμηχανία της σιωπής. «Μωρέ λες να τη βάλω την τρεχάλα τώρα; Προλαβαίνω, δεν έχω καν συστηθεί.» Άλλαξε το σταυροπόδι του και σκέφτηκε το πρόσωπο της Ελένης. «Γάμα το, θα μείνω.» 

Με την Ελένη γνωρίζονταν από το γυμνάσιο. Από τα 15 τους. Όλα μαζί τα πέρασαν. Εφηβεία, πανελλήνιες, σπουδές, φανταριλίκι, αγώνας για επιβίωση, καψούρες, όλα. Και ύστερα σου λένε δεν υπάρχει φιλία αν δεν είσαι του ιδίου φύλου. Βλακείες. Αν το χέρι που σε ζεσταίνει χρόνια, που σε στηρίζει σαν γονιός, σαν αδελφός ανήκει σε άτομο που φορά σουτιέν, τι πρόβλημα έχουν όλοι εκείνοι που αφορίζουν; Σε όλα η Ελένη ήταν εκεί. Από κάπου θα ξεπρόβαλε, δήθεν τυχαία, με το μαγικό της ραβδάκι και θα τα έκανε όλα πιο ανεκτά. Περισσότερο διαχειρίσιμα.  Πάντα εκεί. Σε όλες τις μαυρίλες, μα και στις μεταξύ τους αναλαμπές.

Μία εικόνα υγείας ήταν η Ελένη για εκείνον. Μία εικόνα υγιούς ανθρώπου ξεχασμένη μέσα σε σειρά από άρρωστα χρόνια. Μολυσμένα από τον ιό της μοναξιάς, της διαφορετικότητας, του θυμού, εκείνου του κάτι που παραμένει πεινασμένο ανά τους αιώνες. Πεινασμένο και χαλασμένο. Γιατί μια σειρά από τυχαία δυσάρεστα γεγονότα χάλασαν διαδοχικές φάσεις της ζωής του. Γαμημένα παιδικά χρόνια ζώντας σ’ ένα σπίτι με γονείς να τσακώνονται καθημερινά. Γαμημένη και η εφηβεία να κουβαλάς καθημερινά το θυμό που μάζεψες παιδί, εν μέσω φροντιστηρίων και εξετάσεων. Απίστευτο το πόσο οδυνηρά είναι τα εγκλήματα που κάνουν οι γονείς στα παιδιά, ζώντας μαζί «για τα παιδιά»!

Και ύστερα να σπουδάζεις σε άλλη πόλη με τον καημό να βρεις μεροκάματο για το νοίκι, γιατί δεν ήσουν από τους τυχερούς που περιμένουν το έμβασμα κάθε μήνα. Επιτέλους πτυχίο, μα άλλος αγώνας μετά να κυνηγήσεις την επιστήμη σου μέσα σε μια εποχή και σε μια χώρα που το πτυχίο σου το θέλει για λαδόκολλα στο συνοικιακό ψητοπωλείο όπου «ζητείται άτομο». Κι όλα αυτά να τα προσυπογράφει μια καριόλα που της έδωσες τέσσερα χρόνια από τη ζωή σου, αλλά ξαφνικά διαπίστωσε ότι δεν μπορεί άλλο την απόσταση και «χρειαζόμαστε ένα διάλειμμα» κι άλλες τέτοιες παπαριές. Μέσα σ’ αυτά τα λεγόμενα «γαμημένα χρόνια», τα δικά του πέτρινα χρόνια, η Ελένη ήταν πάντα εκεί. Φιλαράκι από τα ολίγα. Δέκα άντρες κολλητούς να έστυβες, Ελένη δεν έβγαζες!

Πώς μετά να πεις όχι σε μια Ελένη που πάντα έδινε και ποτέ δεν ζήτησε τίποτα; Όσο κι αν θεωρούσε ότι αυτή τη φορά πέφτει έξω, δεν μπορούσε να την κακοκαρδίσει. Ήταν τόσο λάθος για πρώτη φορά στην κρίση της, μα συνέπεσε να είναι αυτή και η φορά που θα του ζητήσει επιτέλους κάτι. Έτσι βρέθηκε να πιάνει χώρο μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη ξένους ανθρώπους.

Εντάξει. Τώρα τελευταία έπινε λίγο παραπάνω. Τα βράδια κυρίως. Τη μέρα την ήθελε για τον κώδικά του. Για τη δουλειά του. Τα τελευταία δύο χρόνια δούλευε σπίτι, με αφεντικό τον εαυτό του. Προσπαθούσε να φτιάξει μία γλώσσα προγραμματισμού για μηχανικούς. Δεν είχε, λοιπόν, ωράριο. Ξυπνούσε, ένας καφές για να συνέλθει κι αμέσως δουλειά. Από το απόγευμα όμως άρχιζε και ψαχνόταν. Μέχρι που κατέληγε να ψάχνει πάγο, ποτήρι και μπουκάλι καινούριο.

Στο τετράγωνο μυαλό του τα είχε όλα τακτοποιημένα. Και δικαιολογημένα, επίσης. Άλλοι παίρνουν κανένα ηρεμιστικό το βράδυ για να κοιμηθούν. Ή απλά για να χαλαρώσουν. Άλλοι παίρνουν το αντικαταθλιπτικό τους. Άλλοι απλά έχουν νορμάλ ζωή και δεν παίρνουν τίποτα από τα παραπάνω. Εκείνος έπινε δυο-τρία ποτά. Έτσι απλά. Για να βγει η βραδιά χωρίς πολλές-πολλές σκέψεις. Για να την σπρώξει, να έρθει το πρωινό γρηγορότερα. Είναι αυτός λόγος να περάσει όλο αυτό; Να μιλήσει μπροστά σε αγνώστους, να ξεφτιλιστεί δημοσίως; Οι άλλοι έχουν θέματα ίσως βαθιά και πολύπλοκα, εκείνος όμως τι δουλειά είχε με αυτά; «Τέρμα η γκρίνια, μιάμιση ώρα είναι, θα περάσει» σκέφτηκε.

«Νομίζω μπορούμε να αρχίσουμε. Με λένε Μαρία, είμαι ψυχαναγκαστική με το ποτό και απόψε απλά θα συντονίσω εγώ τη συνάντησή μας. Επειδή έχουμε καινούρια μέλη ανάμεσά μας, ας  διαβάσουμε λιγάκι τις αρχές που διέπουν την Ομάδα.» 

Λίγο πριν πάρει στα χέρια της ένα μεγάλο ντοσιέ που βρισκόταν στην άκρη του ενός τραπεζιού, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα μια νεαρή γυναίκα. «Καλησπέρα» είπε χαμηλόφωνα και βιαστικά προσπέρασε δυο-τρία άτομα για να προσεγγίσει την άδεια καρέκλα που συμπτωματικά βρισκόταν απέναντί του.

Κάτι είχε αυτή η γυναίκα που του τράβηξε αποκλειστικά την προσοχή. Δεν ήταν η εντυπωσιακή της εμφάνιση. Ψηλή, μελαχρινή, μ’ ένα γλυκό πρόσωπο να το χαϊδεύουν μπούκλες. Εντάξει, ήταν και η εντυπωσιακή της εμφάνιση. Μα ήταν και το μελαγχολικό της βλέμμα που λίγο χανόταν, οι κινήσεις των χειλιών μα και των χεριών της που πρόδιδαν αμηχανία και κάτι ακόμα. Κάτι απροσδιόριστο.

Ο άντρας Νίκος ίσως και να γοητεύτηκε από την αύρα της,  ίσως και από το άρωμά της, που το ενάμιση μέτρο που τους χώριζε δεν άφησε να μεσολαβήσουν παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να κατακλύσει το οσφρητικό του σύστημα. Εντάξει, αυτό θα μπορούσε να συμβεί με μια οποιαδήποτε ελκυστική γυναίκα θα είχε απέναντί του. Ο άνθρωπος Νίκος όμως ξαφνικά είχε την ακατανίκητη περιέργεια, μα και επιθυμία ν’ ακούσει τι ιστορία θα είχε εκείνη η γυναίκα να διηγηθεί. Πόσους άραγε θα έπρεπε να ακούσει πρώτα μέχρι να μιλήσει εκείνη; Κι αν θα μιλούσε απόψε!  Αν δεν;

Τη σκέψη του διέκοψε και πάλι η συντονίστρια. «Είμαστε έτοιμοι πλέον να μιλήσουμε για μας. Να θυμάστε ότι δε διακόπτουμε ο ένας τον άλλον και δεν κάνουμε ερωτήσεις.»

Ακολούθησε σιωπή πολλών δευτερολέπτων, ίσως και λεπτού. Και ως εκ θαύματος, ως εκ τύχης για το Νίκο που δεν πίστευε σε θαύματα, το λόγο πήρε αμέσως εκείνη.

«Γεια σας, με λένε Άννα και είμαι ψυχαναγκαστική με το φαγητό.» Για πρώτη φορά εκείνο το απόγευμα και όσο βρισκόταν μέσα σ’ εκείνον τον χώρο, ένιωσε ότι είχε επιτέλους έναν λόγο να είναι εκεί.

 

Το ταξίδι είχε μόλις αρχίσει…

 

Διαβάστε εδώ το Β’ Μέρος

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα