Διαβάστε εδώ το Α’ Μέρος της ιστορίας.

«Γεια σας, με λένε Άννα και είμαι ψυχαναγκαστική με το φαγητό.»

Κάπως έτσι άρχισε να μιλά για τον εαυτό της. Ακολούθησε μια μικρή παύση. Αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα της απόλυτης σιωπής κανείς δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της. Είναι εκείνα τα δευτερόλεπτα που μοιάζουν σαν τον μοναδικό χρόνο και τρόπο που έχουν τα μάτια όλων των άλλων για να στείλουν δύναμη σε κείνον που κομπιάζει. Φαντάσου καμιά δεκαριά  ζευγάρια μάτια να σου μιλούν, το καθένα με το βάθος και το χρώμα του και να σου λένε «συνέχισε, μη δειλιάζεις, θα σε ακούσουμε με στοργή, θα σε αποδεχτούμε με αγάπη». Αυτό έκαναν όλα τα μάτια εκεί μέσα, όλα πλην του Νίκου. Η αρνητικότητα για τη συμμετοχή του στην Ομάδα δεν είχε φύγει.  Δεν είχε κάποια δύναμη να στείλει. Δεν είχε καν ιδέα για τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν εκείνος εκεί.

Η παύση αυτών των δευτερολέπτων για τον Νίκο ήταν απλά μια αφορμή για να θυμηθεί πώς ξεκίνησε όλο αυτό για εκείνον.

«Ως πότε θα συνεχιστεί όλο αυτό; Κάθε βράδυ δεν υπάρχεις. Είσαι κλεισμένος σε ένα σπίτι και πίνεις. Δεν απαντάς σε τηλέφωνα, δεν πας βόλτες, δεν τρως, μονάχα πίνεις. Δεν μπορώ άλλο να το παρακολουθώ αυτό και να μην κάνει κανείς μας τίποτα. Κάνε κάτι επιτέλους!» του είχε πει η Ελένη τσαντισμένα πριν τρεις μέρες.

«Μια χαρά τρώω τα καλούδια που μου στέλνεις και μια χαρά περνάω τα βράδια μου. Κακώς το κάνεις θέμα.»

«Είχες πει ότι μου χρωστάς. Υπάρχει κάτι που θέλω να κάνεις για μένα. Ποτέ δεν σου έχω ζητήσει τίποτα. Αυτή τη φορά όμως θα ζητήσω. Και δεν παίρνω όχι ως απάντηση.»

«Λέγε».

«Υπάρχει μία Ομάδα, στο πρότυπο των ΑΑ, που ασχολείται με άτομα που έχουν ψυχαναγκαστική συμπεριφορά ως προς το φαγητό, το ποτό ή οτιδήποτε άλλο. Άτομα, δηλαδή, που χρησιμοποιούν την υπερβολή ως μέσο για να διαχειριστούν συναισθήματα. Θέλω να βρεις την Ομάδα αυτή και να συμμετάσχεις για όσο περισσότερο μπορείς.»

«Είσαι σοβαρή; Τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά τα άτομα; Αυτά τα ρεζιλίκια μου έλειπαν! Να τρέχω να μιλάω σε αγνώστους για την προσωπική μου ζωή. Ξέχνα το.»

«Δεν ξέρω τι λες ή τι νομίζεις γι’ αυτό. Είπες ότι μου χρωστάς. Ότι θα κάνεις ό,τι σου ζητήσω. Ε λοιπόν, εγώ αυτό θέλω. Αυτό σου ζητάω. Θέλω να πας.»

Αισθάνθηκε φοβερή πίεση. Όχι από εκείνη. Από τον εαυτό του, από εκείνο το κομμάτι του που ένιωθε ότι της οφείλει σχεδόν τα πάντα. Και δεν έπρεπε να ανταποδώσει μ’ ένα «όχι».

«Θα πάω αλλά μία και μοναδική φορά. Μετά ξεχνάς τα πάντα γύρω απ’ αυτό.»

Έτσι βρέθηκε σήμερα να κάθεται σ’ αυτές τις καρέκλες, ανάμεσα σε ξένους που ήταν έτοιμοι να αραδιάσουν τα εσώψυχά τους μπροστά στους πρώτους τυχόντες. «Μα πώς μπορούν;» σκέφτηκε. Απλά μπορούν. Αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει η Άννα, που πριν λίγα δευτερόλεπτα είχε αρχίσει να μιλάει για τον εαυτό της.

«Είναι κάποιοι μήνες απ’ όταν ξεκίνησα να έρχομαι. Ήμουν εντελώς αρνητική, σχεδόν με έσυραν εδώ. Ήξερα ότι έχω θέμα με το φαγητό, μα δεν ήξερα ή δεν παραδεχόμουν ότι είναι τόσο μεγάλο. Ούτε δεχόμουν ότι το υπόβαθρο είναι ψυχολογικό. Για ότι μου συνέβαινε ευθυνόμουν εγώ και μόνο εγώ. Αυτός ήταν και ο λόγος που δε δεχόμουν καμία βοήθεια. Αφενός για να μην παραδεχτώ το θέμα μου, αφετέρου γιατί για όλα στον πλανήτη μάλλον μόνο εγώ φταίω. Η τιμωρία μου για ότι συνέβαινε θα ήταν το να μου βγει η ψυχή αρκεί να ξε-συμβεί. Καμία παραδοχή, επομένως καμία βοήθεια. Τώρα βλέπω καθαρά τι γινόταν. Απλά δε με αγαπούσα. Μασούσα την καραμέλα ότι έφταιγαν οι άλλοι, τ’ άσχημα χρόνια και βυθιζόμουν στη θαλπωρή της δικαιολογίας.Εκείνη με την οποία βουλιάζεις στην απραξία.»

‘Εμοιαζε τόσο εύθραυστη και ταυτόχρονα τόσο δυνατή. Η φυσική της κατάσταση δε θύμιζε άτομο με υπερφαγικά επεισόδια. Ήταν ιδιαίτερα ελκυστική. Η φωνή της ήταν ήρεμη και συνάμα κατασταλαγμένη. Τα μάτια της πρόδιδαν άνθρωπο που επιτέλους είχε τον έλεγχο σε ό,τι του συνέβαινε. Πέρα απ’ όλα τα παραπάνω τα οποία διέκρινε ο Νίκος -και οποιοσδήποτε άλλος βρισκόταν εκεί- διαπίστωσε το εξής παράδοξο. Μιλούσε για το βαθύτερο εγώ της μπροστά σε ένα τσούρμο αγνώστους και δεν ένιωθε έκθεση. Μιλούσε για τις πιο αδύναμες στιγμές της και δεν έδειχνε αδύναμη. Το αντίθετο μάλιστα. Εξέπεμπε μεγάλη δύναμη. Τι στο καλό γίνεται εδώ πέρα;

«Επειδή είδα ότι απόψε έχουμε και καινούρια μέλη στην Ομάδα, αυτό που θέλω να τονίσω είναι το ότι δεν έχει καμία σημασία το ποιος είναι ο ψυχαναγκασμός του καθενός. Αν είναι το ποτό ή το φαγητό. Αυτό που έχει σημασία είναι αυτό που αισθανόμαστε απέναντι σ’ αυτό στο οποίο δώσαμε δύναμη, ώστε να καθορίζει καταλυτικά τη ζωή μας. Αφήνοντας εμάς ανίσχυρους να παρακολουθούμε. Εθισμένοι είμαστε. Το αν αυτό στο οποίο είμαστε εθισμένοι τρώγεται, πίνεται ή το παίρνουμε ενδοφλεβίως δεν έχει καμία διαφορά. Το θέμα μας είναι ότι μέσω αυτού διαχειριζόμαστε συναισθήματα. Τρώμε τη χαρά μας, τρώμε τη θλίψη μας. Ή απλά τα πίνουμε. Τρώμε ή πίνουμε σε υπερβολικό βαθμό μέχρι να μουδιάσουν όλα τα μέσα μας και να μην αισθανόμαστε. Αναζητάμε διαφυγή. Διέξοδο. Είμαστε πρεζάκια πολυτελείας, απλά δε ζητιανεύουμε στο δρόμο για να βρούμε τη δόση μας. Αλλά σίγουρα τη σκεφτόμαστε όλη την ημέρα. Μα όλη όμως. Όσο πιο γρήγορα παραδεχτούμε το θέμα μας, τόσο πιο γρήγορα θα κάνουμε κάτι. Κάτι για μας. Το σημαντικό είναι ότι κανένας μας δεν είναι πλέον μόνος σε αυτό. »

Ήταν η πρώτη φορά που ο Νίκος δε σκέφτηκε το ίδιο πράγμα. Η άρνησή του είχε πλέον δεχτεί σοβαρό πλήγμα. «Άλλο ένα μάτσο καλοσερβιρισμένες κι εκ του ασφαλούς εμψυχωτικές ψυχολογικές μαλακίες». Η σκέψη-καραμέλα όποτε κάτι τον κατεύθυνε στα μέσα του, κάτω από την επιφάνεια, αυτή τη φορά δεν του ήρθε στο μυαλό. Είχε τόσο ενδιαφέρον αυτή η γυναίκα! Ο συνδυασμός ευαισθησίας και δύναμης ανέκαθεν τον γοήτευε. Αποφάσισε να της μιλήσει. Άλλωστε είχαν ήδη σχηματιστεί πηγαδάκια στο τέλος της συνάντησης. Κατευθύνθηκε στο δικό της και καλησπέρισε τα παιδιά, δήθεν να ρωτήσει για τη βιβλιογραφία στην οποία είχαν αναφερθεί νωρίτερα. Πήρε τις πληροφορίες που ήθελε και όταν οι άλλοι απομακρύνθηκαν, βρήκε την ευκαιρία να της μιλήσει σε πιο προσωπικό επίπεδο.

-«Με λένε Νίκο, έρχομαι πρώτη φορά όπως θα κατάλαβες και, αν και γεννημένος ρεαλιστής και ασυγκίνητος, οφείλω να πω ότι με άγγιξαν όλα όσα είπες. Δεν ξέρω κατά πόσον με αφορούν, αλλά με άγγιξαν ιδιαίτερα» της είπε μόλις έμεινε μόνη της.

-«Για να φτάσεις μέχρι εδώ, είμαι σίγουρη ότι σε αφορούν. Απλά μπορεί να μην το έχεις συνειδητοποιήσεις ακόμη» του είπε χαμογελώντας. «Έχεις σκεφτεί άραγε γιατί μιλάμε σε ομάδα; Τι κερδίζουμε από ένα τέτοιο μοίρασμα;»

-«Πες μου.»

-«Μπα, ίσως είναι καλύτερα να τα πούμε αυτά άλλη στιγμή. Μάλλον είναι υπερβολικά μεγάλη η ποσότητα πληροφοριών για κάποιον που έρχεται πρώτη φορά. Άκου! Το βράδυ είπαμε κάποιοι από εδώ να μαζευτούμε σπίτι μου να τσιμπήσουμε κάτι, ν’ ακούσουμε λίγο μουσική, να τα πούμε. Θέλεις να έρθεις;»

-«Δεν ξέρω αν μπορώ ν’ αντέξω ψυχολογικά μία δεύτερη τέτοια συνάντηση μέσα στην ίδια ημέρα» της είπε χαμογελώντας.

-«Μα δε θα είναι έτσι. Νομίζει κανείς ότι τα άτομα που συναντά εδώ, μελαγχολικά να παραδέχονται τις αδυναμίες και τις εξαρτήσεις τους, είναι παντού και πάντα το ίδιο. Μέγα λάθος όμως. Όσοι είδες εδώ σήμερα, σε οποιαδήποτε κοινωνική εκδήλωση είναι άνθρωποι ευφυέστατοι, με επιτυχίες στην επαγγελματική τους ζωή, πολύ καλή κοινωνική ζωή και απίστευτη αίσθηση του χιούμορ. Δεν είναι ότι υποκρίνονται. Άνθρωποι που παλεύουν να αλλάξουν πράγματα στον εαυτό τους ή το ίδιο τους το παρελθόν είναι συνήθως δυνατά πλάσματα. Και η δύναμη δίνει ομορφιά στο χαρακτήρα. Όχι κακομοιριά και μεμψιμοιρία, αυτό που συνήθως οι τρίτοι φαντάζονται. Λοιπόν, να σε περιμένω;»

Τον αιφνιδίασε. Ήξερε ακριβώς πώς θα σκεφτόταν σε μια τέτοια πρόσκληση. Και τον πρόλαβε. Σημείωσε τη διεύθυνση και το τηλέφωνό της. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που ένιωσε ότι η βραδιά είχε αποκτήσει απίστευτα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα