Ο Άγγελος κάθισε απέναντί της και δεν έβγαλε άχνα. Φοβόταν μην το μετανιώσει και δεν του ανοιχτεί ποτέ. Κοιτούσε μία εκείνη και μία τις φωτογραφίες που ήταν σκορπισμένες γύρω της. Η Ειρήνη χαμογελαστή, η Ειρήνη σε διακοπές, η Ειρήνη κάνοντας γκριμάτσες, η Ειρήνη πουθενά μόνη της. Παντού υπήρχε δίπλα της ένα πρόσωπο που του ήταν άγνωστο. Ένα πρόσωπο αντρικό και δεκάδες ευτυχισμένες στιγμές αραδιασμένες στα πόδια της.
Ποιος ήταν αυτός και γιατί την πόνεσε τόσο πολύ; Για εκείνον είχε αλλάξει τόσο πολύ. Αυτή που είχε μπροστά του σε τίποτα δε θύμιζε το κορίτσι στις φωτογραφίες. Ένας πρώην, λοιπόν, τη στοίχειωνε. Εκείνος έφταιγε που δεν μπορούσε να την έχει όπως επιθυμούσε. Και τώρα τι; Θα έπρεπε να δείξει κατανόηση και να τη διεκδικήσει. Μπα. Θα έπρεπε να φύγει μακριά από κάποια που είχε άλυτα θέματα με το παρελθόν. Έπρεπε πρώτα να ακούσει. Να την ακούσει και μετά θα αποφάσιζε.
«Ξέρεις, δε μιλάω ποτέ για τα παλιά. Σε κανέναν δεν έχω πει κουβέντα δύο χρόνια τώρα. Σε ποιον να μιλήσεις και ποιος να καταλάβει; Όλοι τα ίδια λένε με άλλα λόγια. Παπαγαλίζουν την ίδια κασέτα κι εγώ γνέφω με κατανόηση. Νομίζουν πως οι κουβέντες τους θα απαλύνουν τον πόνο. Νομίζουν πως ο χρόνος τα γιατρεύει όλα. Νομίζουν πως θα έρθει η ώρα που θα ξεχάσω. Κάποια πράγματα, όμως, γράφουν μέσα σου, γίνονται ανεξίτηλα και σε στοιχειώνουν περισσότερο όσο περνάει ο καιρός.
Σου συστήνω, λοιπόν, τον Κώστα. Παλιά ήταν ο Κώστας μου. Πάνε δύο χρόνια που έπαψα να βάζω το «μου» πίσω απ’ το όνομά του. Δύο χρόνια βασανιστικά άδεια. Τίποτε απ’ ότι συνέβη αυτό το διάστημα δε θυμάμαι. Όλα μουδιασμένα και πανομοιότυπα είναι. Στη μηχανική υποστήριξη τα έχω βάλει για να λέμε πως αφού αναπνέω, ζω κιόλας.
Παλιά δεν ήταν έτσι. Παλιά είχα εκείνον και όλα ήταν αλλιώς. Ξέρεις, ήμασταν μαζί τρία χρόνια. Τρία χρόνια απελπιστικά όμορφα που κύλησαν νεράκι. Πότε άρχισαν όλα και για πότε τελείωσαν, ούτε που το κατάλαβα. Μια στιγμή και τέλος. Ούτε προειδοποιητικά σημάδια, ούτε αποχαιρετισμοί. Τίποτα.
Αγαπιόμασταν, στο είπα; Ανυπόφορα πολύ, αλλά αγαπιόμασταν. Ήταν ο άνθρωπός μου και ήμουν ο δικός του. Είχαμε και τις κακές στιγμές μας. Τώρα δε θυμάμαι τα ελαττώματα του αλλά σίγουρα θα είχε. Εντάξει, ίσως εγώ είχα περισσότερα αλλά ποτέ δεν το παραδέχτηκα. Πάντα εκείνος έκανε πίσω και με ένα μαγικό τρόπο με έφερνε στα νερά του. Πάντα εκτός από εκείνο το βράδυ.
Είχαμε βγει να γιορτάσουμε τα γενέθλιά ενός φίλου. Η βραδιά κυλούσε ωραία. Μάλλον για να είμαι ακριβής εγώ περνούσα ωραία. Ο Κώστας ήταν αφηρημένος και σκεφτικός από νωρίς αλλά όσες φορές κι αν ρώτησα τι είχε συμβεί, ένα τίποτα έβγαινε απ’ τα χείλη του. Μέχρι τη στιγμή που η οθόνη του κινητού του άναψε, κάτι διάβασε και γύρισε όλο χαρά να με φιλήσει. «Μόλις φύγουμε από εδώ, σου έχω μια μεγάλη έκπληξη!», μου είπε ενθουσιασμένος και ήταν λες και η βραδιά τότε ξεκινούσε για εκείνον.
Η περιέργειά μου χτύπησε κόκκινο. Όταν επιτέλους αποφασίσαμε να φύγουμε ο Κώστας είχε πιει αρκετά κι αποφάσισα να οδηγήσω εγώ μέχρι το σπίτι. Τον ζάλισα στη διαδρομή να μου αποκαλύψει τι ήταν πια αυτή η περιβόητη έκπληξη. Θα σου πω αύριο, έλεγε. Τώρα να μου πεις, επέμενα εγώ. Γέλαγε εκείνος με την ανυπομονησία μου, πείσμωνα εγώ που δεν μου απαντούσε. Τελικά υπέκυψε.
«Ούτε μια έκπληξη δεν μπορούμε να σου κάνουμε, ρε αγάπη μου! Ωραία, λοιπόν. Θυμάσαι που έστειλα βιογραφικό σε εκείνη την εταιρία στην Αθήνα που τόσο θα ήθελα να δουλέψω;»
«Ναι», απάντησα εγώ και έτρεμα να ακούσω τη συνέχεια.
«Με θέλουνε τελικά. Θέλουνε να δουλέψω μαζί τους. Το καταλαβαίνεις; Με καλό μισθό και διαμονή εξασφαλισμένη. Τα κατάφερα, αγάπη μου!»
Προσπάθησα να χαρώ με τη χαρά του. Αλήθεια προσπάθησα. Τον άκουγα να περιγράφει με ενθουσιασμό τι επρόκειτο να συμβεί και σκεφτόμουν πόσο εγωίστρια είμαι που το μόνο που ένιωθα ήταν θυμός. Νόμιζα το είχαμε λήξει αυτό. Εμένα δεν μου άρεσε η Αθήνα. Δε θα μπορούσα να ζήσω εκεί κι εκείνος δε θα μπορούσε να ζήσει μακριά μου. Έτσι είχαμε πει. Τι είχε αλλάξει κι έκανε κινήσεις πίσω απ ‘την πλάτη μου;
«..και θα έρχομαι τα σαββατοκύριακα ή θα έρχεσαι εσύ όποτε θέλεις. Εκτός βέβαια κι αν άλλαξες γνώμη και θελήσεις να έρθεις μαζί μου. Θα δεις πόσο θα σου αρέσει και..»
«Με δουλεύεις, έτσι; Αποκλείεται να μιλάς σοβαρά. Το οργάνωσες όλο αυτό χωρίς να ξέρω τίποτα; Κοίταξες τον εαυτούλη σου κι εγώ; Τι ρόλο βαράω εγώ;»
Θυμάμαι πάλευε να βρει επιχειρήματα να με αντικρούσει κι όσο μιλούσε, τόσο φώναζα για να καλύψω τα λόγια του. Κι έπειτα, μια στροφή, ήχοι απ’ τα λάστιχα και το όνομά μου κάπου στο βάθος. Έχασα τον έλεγχο. Τρακάραμε. Μέσα σε κλάσματα έγιναν όλα. Λαμαρίνες, ασθενοφόρα, σειρήνες κι εγώ να μουρμουρίζω το όνομά του.
Ο Κώστας μου. Τι με κοιτάς; Τον σκότωσα. Εγώ. Τον σκότωσα.»
Δωμάτιο 503. Απ’ την πρώτη στιγμή που συνήλθε και του αποκάλυψαν την κατάστασή της, ζήτησε να μεταφερθεί κοντά της. Όσο κι αν τον παρακάλεσαν δεν έφυγε απ’ το δωμάτιο της στιγμή. Και πού να πήγαινε μόνος του, χωρίς εκείνη. Αυτή ήταν τα πάντα. Με εκείνη άρχιζαν και τελείωναν όλα και τώρα λίγο έλειψε να τη χάσει μέσα απ’ τα χέρια του. Εκείνος είχε όλη την ευθύνη. Εκείνος φέρθηκε ανώριμα κι εγωιστικά. Και να που εκείνος τη γλίτωσε με μερικά σπασίματα κι εκείνη δίνει αγώνα δύο μέρες τώρα.
48 ώρες μετά το ατύχημα κι ακόμη δεν είχε ανοίξει τα μάτια της. Εκείνος την κοιτούσε και παρακαλούσε να ξυπνήσει. Του είχαν πει να μην την ενοχλήσει. Θα ξυπνούσε μόνη της όταν θα ήταν η ώρα. Λέξεις ασυνάρτητες, σκόρπιες συγγνώμες και το όνομά του έβγαινε απ’ τα χείλη της. Τα δάκρυα της είχαν μουσκέψει το μαξιλάρι και το κορμί της τρανταζόταν ολόκληρο. Οι φωνές της γίνονταν όλο και πιο δυνατές.
«Ξύπνα Ειρήνη μου. Εδώ είμαι. Τίποτα δεν έπαθα. Ξύπνα.»
Την ένιωσε να κινείται. Ο ήλιος έπεφτε ακριβώς πάνω στα μάτια της. Την ενοχλούσε. Προσπάθησε να γυρίσει πλευρό αλλά ο πόνος που σχηματίστηκε στο πρόσωπό της, την έκανε να παραμείνει ακίνητη. Κι έπειτα, σιγά σιγά άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε με έκπληξη.
«Κώστα μου..»
Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Σοφία Καλπαζίδου