Πώς τα κατάφερε έτσι; Τι δουλειά είχε ο Άγγελος σπίτι της; Είχε έρθει η ώρα να τον αντιμετωπίσει. Ήταν ο πρώτος άντρας μετά τον Κώστα που την έκανε να νιώσει κάτι. Δεν ήξερε τι. Κάτι. Και πάλευε να ξεφύγει. Να ξεφύγει από εκείνον, από τα συναισθήματά της, από την ίδια.
Λίγοι μήνες είχαν περάσει από τότε που πάτησε το πόδι της στην πρωτεύουσα. Αποφασισμένη πως δε θα επαναλάμβανε τα λάθη του παρελθόντος, αφοσιώθηκε στη μόνη καινούρια σταθερά της ζωής της: τη δουλειά της. Πόσο της άρεσε η δουλειά της. Την κρατούσε απασχολημένη τις περισσότερες ώρες της μέρας της αλλά άλλο που δεν ήθελε η Ειρήνη. Πολύ δουλειά, ελάχιστη σκέψη. Το μυστικό της καθημερινότητας της.
Οι συνάδελφοι έδειχναν να την αγκαλιάζουν από την πρώτη στιγμή. Με τις γυναίκες τα πήγαινε καλά, μάλιστα με κάποιες βρίσκονταν κι εκτός γραφείου. Τους άντρες συναδέλφους φρόντιζε να τους κρατάει σε απόσταση. Με συμπεριφορά τυπική και ψυχρά επαγγελματική έκοβε τη φόρα, έστω κι εκείνων που την πλησίαζαν με ξεκάθαρα φιλική διάθεση.
Ο μόνος που τη δυσκόλεψε ήταν ο Άγγελος. Απ’ τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισε ερχόμενη στην Αθήνα και ο πρώτος με τον οποίο χρειάστηκε να δουλέψει. Το παρουσιαστικό του δεν ήταν κάτι που θα περνούσε απαρατήρητο σε καμία γυναίκα. Ψηλός, αρρενωπός και με βλέμμα πολλά υποσχόμενο για όποια βρισκόταν στο δρόμο του. Η Ειρήνη τον κατέταξε στη ζώνη υψηλού κινδύνου. Δεν ήθελε μπλεξίματα με κανέναν, πόσο μάλλον με γόηδες που γνωρίζουν τη δύναμή τους.
Ο Άγγελος απ’ την άλλη καθόλου δεν εντυπωσιάστηκε απ’ την κοπέλα που εγκαταστάθηκε στο διπλανό γραφείο. Όμορφη μεν, άχρωμη κι άοσμη δε. Η αλήθεια είναι πως ίσως ακόμη να μην την είχε προσέξει εάν δεν του είχε πετάξει εκείνη την ατάκα ο προϊστάμενος του. «Και που ‘σαι Άγγελε! Όχι πολλά- πολλά με την καινούρια! Δεν είναι για τα δόντια σου αυτό το πλάσμα». Και για τίνος τα δόντια είναι, σκέφτηκε κι έκτοτε άρχισε να την επεξεργάζεται όλο και πιο συχνά.
Ποια ήταν αυτή; Από πού είχε έρθει; Όποιον κι αν ρώτησε, κανείς δεν ήξερε αρκετά για εκείνη. Αόριστες πληροφορίες ήταν το μόνο που μάθαινε. Κουβέντα καμία για το παρελθόν της, για τα προσωπικά της, για ό,τι υπήρχε στη ζωή της έξω από εκείνο το γραφείο. Ήταν παντρεμένη; Δε φορούσε βέρα. Ήταν σε σχέση; Κανέναν δεν είχε δει να την περιμένει όταν σχολούσε. Τίποτε μεμπτό δεν είχε ακουστεί για εκείνη. Κι όσοι προσπάθησαν να την προσεγγίσουν απ ‘τη δουλειά, έφαγαν πόρτα περιωπής.
Άρχισε να της απευθύνει το λόγο στις συσκέψεις και να τη ρωτάει εάν ήθελε κι εκείνη έναν καφέ όταν έβγαινε για διάλειμμα και τσιγάρο. Δεν έπρεπε να την τρομάξει. Ήταν σίγουρος πως είχε φτάσει στα αυτιά της ο χαρακτηρισμός που του είχαν δώσει: ο πέφτουλας της εταιρίας. Μια τέτοια κοπέλα ήθελε διαφορετική αντιμετώπιση για να τη ρίξει στο κρεβάτι του. Θα γινόταν φίλος της, θα την έκανε να νιώσει πως της είναι απαραίτητος κι έπειτα θα έπεφτε σαν ώριμο φρούτο απ’ το δέντρο.
Ήπιανε κάποιους καφέδες, μιλήσανε περί ανέμων και υδάτων, την πήγε για φαγητό, για θέατρο, κάνανε βόλτες. Κι όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε εκείνος να ανοίγεται χωρίς να το καταλαβαίνει. Περνούσε ωραία μαζί της. Είχε κάτι πάνω της που τον έκανε να αισθάνεται οικεία και παράλληλα μυστήρια. Την είχε ερωτευτεί.
Η Ειρήνη κολακεύτηκε απ’ το ενδιαφέρον του. Ποτέ δεν την είχε φέρει σε δύσκολη θέση. Ποτέ δεν της ζήτησε κάτι παραπάνω. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά κάτι πάνω του, την τραβούσε σα μαγνήτης. Έπρεπε να κρατήσει τις αποστάσεις της. Έπρεπε να μείνει πιστή στον Κώστα της. Τι κι αν εκείνος δε φαινόταν πουθενά; Εκείνη έπρεπε να είναι σωστή απέναντί του. Δεν έπρεπε να προχωρήσει. Κανείς άλλωστε δε θα ήταν εκείνος.
Πάλευε με τις τύψεις κάθε βράδυ. Τύψεις ανούσιες για το γεγονός πως κάποιος άλλος είχε τρυπώσει στη σκέψη της. Ένιωθε τις αντιστάσεις της να μειώνονται. Δεν το ήθελε κι όμως, γινόταν. Ο ύπνος την έπαιρνε με τη φωτογραφία τους αγκαλιά και τη συγγνώμη στα χείλια. Ήταν έτοιμη να πάει παρακάτω και δεν έπρεπε να είναι έτοιμη.
Το προηγούμενο βράδυ είχε περάσει να την πάρει να πάνε για φαγητό στο στέκι του. Γελάσανε πολύ, ήπιανε τα κρασιά τους και οι γλώσσες άρχισαν να λύνονται. Της είπε πράγματα για τη ζωή του που δε λέγονται εύκολα κι έπειτα τη ρώτησε για τη δική της. Κρύος ιδρώτας την έλουσε. Μέχρι τώρα όλο κάτι αόριστα του έλεγε. Του ζήτησε να φύγουν γιατί είχε ζαλιστεί κι εκείνος τη συνόδευσε.
Στο αυτοκίνητο υπήρχε μια περίεργη ησυχία. Λίγο πριν ανοίξει την πόρτα και φύγει, της είπε πως δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση κι εκείνη του απάντησε πως θα ήταν καλύτερα να χαθούν για λίγο καιρό. Ο Άγγελος τα ‘χασε στην πιθανότητα να εννοεί τα λόγια της. Πόσο χαζή μπορεί να ήταν! Την τράβηξε και τη φίλησε. Την ένιωσε μαγκωμένη στην αρχή, αφημένη μερικά δεύτερα αργότερα. Κι ύστερα, τραβήχτηκε, του πέταξε ένα «δεν είμαι έτοιμη» κι έφυγε τρέχοντας. Ούτε στη δουλειά φάνηκε σήμερα. Δήλωσε ασθένεια και δεν απάντησε καμία κλήση της.
Η μόνη λύση ήταν να πάει από ‘κει. Από εκείνον κρυβόταν αλλά γιατί; Για ένα φιλί; Είμαστε σοβαροί; Τόσο καιρό ήταν αλλιώς. Ξεκίνησε ως παιχνίδι και κατέληξε να την πατήσει μαζί της. Ήθελε να μάθει τι στο διάολο έκρυβε. Πάνω που νόμιζε πως αρχίζει να κερδίζει την εμπιστοσύνη της, εκείνη σήκωσε ένα τοίχο και κρύφτηκε πίσω του.
Τη βρήκε να κάθεται στο πάτωμα ανάμεσα σε ένα σωρό από φωτογραφίες και ρούχα.
«Κάθισε», του είπε. «Απόψε είναι η σειρά μου να μιλήσω».
Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Κατερίνα Κεχαγιά