Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Την πρώτη φορά που η Στέλλα κατάλαβε ότι ο Δημήτρης ήταν ο ένας ήταν όταν σε ένα ταξίδι αστραπή στην Αθήνα, μετά από καιρό, ξαναείδε τον Βασίλη σαν να ήταν οποιοσδήποτε άλλος. Απλά πέρασε δίπλα της και δεν ένιωσε κάτι ιδιαίτερο που να τον κατέτασσε κάπου. Κάτι που να την έκανε να νιώθει ότι ήταν κάποιος. Κάποια κομμάτια της είχαν αρχίσει να μπαίνουν στη θέση τους και να χτίζουν, σουλουπώνοντας παράλληλα και τα ήδη χτισμένα που ενίοτε έστεκαν ετοιμόρροπα στο χείλος μιας ενήλικης κατανόησης που απλά ήθελε να ζήσει.

Μαζί με τον Δημήτρη στη ζωή της τον καιρό που πέρασε εδραιώθηκε κι η Νατάσα. Στην επόμενη συνάντηση, επίσημη πλέον μιας και θα επισημοποιούσε και με βέρες τη σχέση της με τον Δημήτρη, που είχε με τον πατέρα της στο Αλιβέρι η Τατιάνα κρατούσε σταθερά τη συμπεριφορά παρ’ ολίγο υπηρέτριας.

Οι πρώτες σκέψεις της Στέλλας κάθε φορά που τη συναντούσε ήταν αυτές που έχει κάποιος για μια νοσοκόμα που εκτός απ’ τις νυχτερινές βάρδιες στα φανερά μειονεκτήματα της δουλειάς της είναι κι οι πάπιες των γέρων. Καμιά φορά η Στέλλα αστειευόταν από μέσα της σκεπτόμενη «Λες να τη βρίσκει με πάπιες η Ρωσίδα;» βλέποντας ολοένα και πιο ξεκάθαρα τις ανομοιομορφίες στη μεγάλη διαφορά ηλικίας που είχαν. Όμως αμέσως τίναζε αυτή της σκέψη από το κεφάλι της κυρίως λόγω του τρόμου που της προκαλούσε η ιδέα ο μπαμπάς της να έχει το οτιδήποτε που να χρίζει ιατρικής περίθαλψης.

Μέχρι να παντρευτεί η Στέλλα έκανε άλλα δυο ταξίδια με τον πατέρα της ο οποίος την είχε παρακαλέσει να μη μιλήσει στην Τατιάνα για το άλλο του παιδί μέχρι να το κάνει ο ίδιος. Στη Βενετία όταν έμειναν μόνες σε ένα κατάστημα ρούχων η Στέλλα είδε την πλευρά που η Τατιάνα έκρυβε τόσο καιρό κάτω από make up, συμπεριφορές βοηθείας και προσφοράς κι αμείωτου ενδιαφέροντος.

Το πρώτο ξεσκέπασμα της ήταν όταν είπε στη Στέλλα ότι αδιαφορούσε για τον πατέρα της ψωνίζοντας μόνο για τον μέλλοντα σύζυγό της με λεφτά του πατέρα της και το δεύτερο όταν πλέον χωρίς επιχειρήματα ή ελπίδα να νικήσει στη διαφωνία, μιας και η Στέλλα κάθε άλλο παρά υπομονετική κόρη ήταν, τα παράτησε με ύφος πεισμωμένο που μεταλλάχθηκε στο προηγούμενο μελιστάλαχτο που πρόβαρε συνέχεια μόλις αντίκρισε πάλι τον Πέτρο.

Ο γάμος της Στέλλας με τον Δημήτρη πλησίαζε όταν η Στέλλα άρχισε να έχει τις πρώτες υποψίες για την υγεία του πατέρα της. Η Τατιάνα έπρεπε να πάει στη Μόσχα να επισκεφτεί τη μητέρα της που είχε περάσει εγκεφαλικό, όμως, το ανέβαλλε διαρκώς μόνο και μόνο για να εκδηλώνεται όσο πιο ευάλωτα και σε ανάγκη μπορούσε στον Πέτρο.

Έχοντας πετύχει την επιδίωξή της να εμφανιστεί συνοδευόμενη μαζί του στον γάμο της Στέλλας παρά τις αντιρρήσεις της ίδιας και της Ελένης είχε πλέον εδραιώσει την προαγωγή της από βοηθητικό όργανο σε σύζυγο. Όμως εκείνο το καλοκαίρι του 2006 μετά τον γάμο στην Κεφαλονιά κύλησε ήρεμα σχεδόν νωχελικά σαν να περνούσε από δίπλα τους σαν αέρας τη στιγμή που αναρωτιόταν γιατί σταμάτησε να φυσάει.

Είναι αυτές οι μικρές στιγμές γαλήνης, μικρές όσο μερικά μόρια σκόνης στον αέρα που κάνουν την καταιγίδα που έπεται, απροειδοποίητα και βίαια, τρομακτικά απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του σύμπαντος που κάνεις δεν μπορεί να φανταστεί ότι δε θα είναι μέρος της δίνης της. Έτσι όταν η δίνη εκδηλώνεται κανένας δεν απορεί που είναι μέρος της.

Η Στέλλα αντιστεκόταν με όλες τις δυνάμεις στην ιδέα ενός παιδιού απ’ τον πατέρα της και την Τατιάνα. «Δε γίνεται η μάνα κι η αδερφή να έχουν την ίδια ηλικία», φώναζε ξανά και ξανά όσο στην κάθε φωνή της η Τατιάνα έψαχνε να βρει κι από μια νέα διέξοδο να περάσει το δικό της.

Λίγο καιρό μετά η Στέλλα έπιασε τον εαυτό της να συνδέει ένα όνειρο του πατέρα της με μια πραγματικότητα που έζησε κατά λάθος φοβούμενη να παραδεχτεί ότι από όλα τα όνειρα του κόσμου μόνο τα κακά βγαίνουν αληθινά. Ίσως κι αυτός να είναι ο σκοπός του ύπνου. Το ατέλειωτο πείσμα των ανθρώπων να δουν αυτό που θέλουν να συμβεί έστω και με τα μάτια κλειστά.

Ο Πέτρος είχε δει στον ύπνο του φίδια να βγαίνουν το βράδυ και σύμφωνα με την ερμηνεία μιας θείας αυτό σήμαινε θάνατο. Ο συνειρμός της Στέλλας άθελά της ήταν πάνω σε εκείνη τη μέρα που αγόρασε κάτι χάπια απ’ το φαρμακείο και τα πήγε στον πατέρα της.

Όμως και πάλι τίναξε απ’ το μυαλό της αυτή τη σκέψη κι εκείνο το μεσημέρι στα μέσα Οκτώβρη του 2007 προσπαθούσε να σκέφτεται μόνο όσα της έλεγε ο Πέτρος. Είχαν καθίσει στην κουζίνα ένα βροχερό μεσημέρι του Οκτώβρη στην Κεφαλονιά κι ο Πέτρος κουβέντιαζε μαζί της σαν να έκανε τον απολογισμό του.

Της Στέλλας της φαινόταν περίεργα τα λόγια του, όμως, τα προτιμούσε απ’ τις άλλες μακάβριες ονειρικές σκέψεις που έκανε. «Η μάνα σου ήταν καλή γυναίκα. Ευτυχώς που είσαι με κάποιον σαν τον Δημήτρη γιατί είναι κι αυτός καλός, απ’ την ίδια πάστα. Εμείς είμαστε το ίδιο. Μας αντέχουν, μας ανέχονται. Είμαστε αφόρητοι, τέρας μου. Αν δεν ήμασταν με τους καλούς δε θα μπορούσαμε», γελούσε παράλληλα και τη σκέπαζε.

Επιστρέφοντας απ’ την Κεφαλονιά ήρθε πάλι να την επισκεφτεί με την Τατιάνα εκεί που ζούσε με τον Δημήτρη. Στον βραδινό περίπατο στην πόλη ο Πέτρος σταματούσε κάθε τόσο έχοντας φριχτούς πόνους στο στήθος. Από μακριά που τους παρατηρούσε αγκαζέ η Στέλλα νόμιζε ότι οι στάσεις ήταν για να χαζεύει η Τατιάνα τις βιτρίνες. Η Τατιάνα που ήξερε την αιτία που πονούσε τον πίεσε να επιστρέψουν πίσω στην Κεφαλονιά εκείνο το βράδυ.

Όταν την επόμενη μέρα στο νεκροτομείο η Στέλλα ζήτησε απ’ τον Δημήτρη να σηκώσει το σεντόνι στην αναγνώριση λίγο πριν αφήσει τον κόσμο της να καταρρεύσει μαζί με το σώμα της, ο νους της έκανε ένα ανελέητο φλασμπάκ. Κι αν είχε ακούσει το τηλέφωνο όταν έπαιρνε η Τατιάνα; Κι αν έφτανε γρηγορότερα; Κι αν δεν τον άφηνε να φύγει;

Τα σπασμένα πλευρά του Πέτρου απ’ τον απινιδωτή της προκαλούσαν ίλιγγο για πολύ καιρό μετά τον οποίο πέρασε με ηρεμιστικά. Πλέον ξέρει ότι αυτή η αίσθηση δε θα φύγει ποτέ, όμως, προσπαθεί πάντα να μην κάθεται τόσο στην άκρη της ενήλικης κατανόησης.

Στην κηδεία η Τατιάνα ζήτησε κάρτες με χρήματα, διεκδίκησε σπίτια κι αυτοκίνητα κι ό,τι άλλο αναλογούσε σε μια σωστή σύζυγο μέχρι η Στέλλα να την αρπάξει απ’ τον λαιμό μαινόμενη πάνω απ’ τον έγγαμο βίο της. Τελικά η Τατιάνα πήρε παραπάνω από όσα έπρεπε μέσω μιας γραφειοκρατίας εσωτερικής κι εξωτερικής. Η Στέλλα δεν την ξαναείδε ποτέ και πάντα τη σκεφτόταν με την πανάκριβη γούνα τρόπαιό της να περιφέρεται για να τη δείξει στους δρόμους της παγωμένης Ρωσίας.

Από όταν γεννήθηκε η κόρη της, η Αγγελική, η Στέλλα κι ο Δημήτρης βάδιζαν σε μια ευθεία γραμμή που δεν παρέκκλινε, με βήματα απαλά να μην τσαλακώσουν όλα τα ροδοπέταλα που τους έστρωνε η Αγγελική. Κάποιες φορές την παραξένευε και την ίδια που δε γλιστρούσαν, δε χανόταν, δεν κουραζόταν πάνω σε αυτό τον δρόμο. Αλλά πάντα έτσι είναι ο δικός σου δρόμος, είναι πάντα ο πιο εύκολος.

«Μαμά, μαμά», φώναζε η Αγγελική επαναφέροντας το μυαλό της πίσω στο τώρα. «Πεθ μου επιτέλουθ ‘κείνο το όνειρο. Τι είδεθ;» «Είδα ένα ξανθό κοριτσάκι. Δεν ξέρεις πόσο σου έμοιαζε. Ίδιο εσύ ήταν. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα και μιλούσαμε και γελούσαμε παρέα. Ήταν ένα πολύ καλό όνειρο», της απάντησε η Στέλλα φιλώντας τη στο μέτωπο. «Βγήκε έτθι;» Η Στέλλα τη σήκωσε απ’ την αγκαλιά της και την έφερε μια σβούρα κι ύστερα την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω λέγοντας «Μμμ από ό,τι βλέπω βγήκε. Βγήκε και με το παραπάνω, τερατάκι μου».

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη