Ο Πέτρος ωρυόμενος στο τηλέφωνο απορούσε πώς γίνεται το δικό του παιδί να έχει υπάρξει τόσο αδύναμο. Η Ελένη τσεκάροντας τη Στέλλα μήπως χρειάζεται τίποτα κάθε δύο λεπτά στο δίπλα δωμάτιο αδυνατούσε να πιστέψει στα αφτιά της. Ο Πέτρος συνέχιζε λέγοντας ότι όλα αυτά είναι βλακείες κι ότι οι ενήλικες δεν συμπεριφέρονται έτσι.
Η Στέλλα ακόμα θολωμένη στο κρεβάτι απ’ την πλύση στομάχου που αφαίρεσε ένα κουτί Λεξοτανίλ απ’ τον οργανισμό της, για λίγο έπιασε στον αέρα τη λέξη ενήλικας και στιγμιαία βρέθηκε με αυτό το αίσθημα της αναγνώρισης. Το αίσθημα ότι κάποιος αναγνώρισε ότι ήταν κάτι παραπάνω εκτός από όλους τους ρόλους που είχαν επιλέξει γι’ αυτή χωρίς να είναι παρούσα. Τώρα ήταν εκεί κι ήταν ενήλικας. Αν και κανείς δεν είχε παρατηρήσει την μετάβαση απ’ την εφηβεία σε αυτή την κατηγορία ηλικίας, απασχολημένοι όλοι με τις δικιές του ηλικίες και το τι να κάνουν με αυτές, η Στέλλα ένιωσε για πρώτη φορά μετά από καιρό ότι ήξεραν ότι υπήρχε χωρίς να χρειάζεται να τους το υπενθυμίσει.
Ήξερε, όμως, ότι δε θα κρατούσε. Ήταν απλά οι πρώτες αντιδράσεις μετά το σοκ της συνειδητοποίησης ότι είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Η ενηλικίωση της Στέλλας που είχε έρθει πολύ πριν την κανονική κι άθελά της δεν της άφησε περιθώρια να ελπίσει ότι δε θα ξαναχρειαστεί να θυμίσει την παρουσία της.
Η Ελένη έκλεισε το τηλέφωνο ήρεμα σχεδόν παθητικά χωρίς να της περισσεύει ενέργεια να διεκδικήσει κάτι άλλο. Άλλωστε μετά τη δική της παραλίγο απόπειρα οι λειτουργίες της ήταν στον αυτόματο πιλότο και κάποιες φορές θα ορκιζόταν κι η ίδια ότι θα ήταν καλύτερο από κάπου να πάρει εντολές για να εκτελέσει τη μέρα και κατά συνέπεια τη ζωή.
Η χρονιά των πανελληνίων ήταν κακή, κυρίως γιατί η Στέλλα χωρίς να έχει κανένα να την συμβουλέψει αλλάζει δέσμη τελευταία στιγμή και περνάει σε μια σχολή που δε φανταζόταν ούτε η ίδια. Ανάμεσα σε απανωτούς καβγάδες μεταξύ του Πέτρου και της Ελένης για το ακαδημαϊκό της μέλλον, η Στέλλα τελικά αποφασίζει να πάει στη σχολή έστω κι αν ήταν μακριά, έστω κι αν ήταν στην επαρχία.
Ο μπαμπάς της παρείχε ό,τι ήθελε. Η εξαγορά είναι κάτι που πετυχαίνεται χωρίς πολύ ταλέντο, άλλωστε. Τα μεγάλα αισθήματα πέφτουν πάντα θύματα των μεγάλων αριθμών. Κι έτσι η Στέλλα μετέφραζε όλα τα υλικά αγαθά σε όλα τα συναισθήματα. Τα δικά της κυρίως. Εν μέσω των πανελληνίων είχε χωρίσει και με τον Βασίλη, κάτι που λειτούργησε καθοριστικά στις αποφάσεις της. Νόμιζε ότι ήταν μελλοντικές, όμως, στην ουσία έχτιζαν λίγο-λίγο ένα παρόν που πάλευε να φέρει στα μέτρα της.
Οι προσπάθειες επανασύνδεσης απέτυχαν κυρίως για τους ίδιους λόγους που δεν πέτυχε κι η ίδια η σχέση. Η αφόρητη ζήλια του Βασίλη και τα ξεσπάσματα θυμού. Οι εκδηλώσεις λατρείας προς τη Στέλλα χαράζοντας το όνομά της με διαβήτη στο χέρι του κι οι εμμονικές παρακολουθήσεις με κιάλια απέναντι απ’ το σπίτι της, που όμως αποδείχτηκαν μοιραία σωτήριες. Η φυγή στο πάρκο αφού είχε καταπιεί ένα κουτί Λεξοτανίλ θα ήταν η τελευταία βόλτα της Στέλλας αν ο Βασίλης δεν την παρακολουθούσε κι εκείνο το βράδυ όπως και κάθε βράδυ και δεν πήγαινε να την πάρει από ‘κει και να καλέσει ασθενοφόρο.
Ο πρώτος καιρός της φοιτητικής ζωής περνάει ξέφρενα με τη Στέλλα να αρχίζει να συνειδητοποιεί τον εαυτό της κι αυτός να την ανταμείβει με αυτοπεποίθηση κι επανάκτηση όλης της δύναμης που είχε χάσει σαν μπαλάκι ανάμεσα στους γονείς της. Ήταν ψηλόλιγνη, με ιδανικές αναλογίες, με σταρένια μαλλιά μέχρι τους ώμους, μάτια μεγάλα κι ολοστρόγγυλα, καθαρή επιδερμίδα που ακτινοβολούσε, καλοσχηματισμένα άκρα και ένα βλέμμα που φώναζε «μπελάς» σε κάθε του γύρισμα.
Και όμως κανένας δεν του αντιστεκόταν. Τα αρσενικά κυρίως. Έχοντας πλήρη συνείδηση της δύναμης του παρουσιαστικού της την εκμεταλλευόταν, κάνοντας περιστασιακές σχέσεις, με το κλισέ πρόσχημα όλων των κενών που χάσκουν, αλλά δεν το ξέρουν ούτε τα ίδια «για να περνάω καλά».
Το 2001 ο Πέτρος επικοινωνεί μαζί της να πάει να τη δει. Το καράβι του βρισκόταν στο ναυπηγείο του Σκαραμαγκά για επισκευή και θα έμενε για κάμποσο στην Ελλάδα. Αρχικά όταν την είδε από μακριά να πλησιάζει δεν τη γνώρισε. Είχε να τη δει απ’ το 1998. Τη συνάντηση αυτή ο Πέτρος τη χρειαζόταν πιο πολύ. Ένιωθε ότι ήταν η ευκαιρία του να εξηγήσει, να δώσει μια πορεία στα γεγονότα στο μυαλό της, να τη βάλει στη θέση του ή έστω να τη βοηθήσει να βγει απ’ τη δικιά της και να δει τη μεγαλύτερη εικόνα. Τον άντρα Πέτρο και όχι μόνο τον μπαμπά.
Της είπε ότι είχε ζητήσει κι από την Ελένη όχι μόνο να τον δει αλλά και να τα ξαναβρούν, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Της αφηγήθηκε τη ζωή του στο Καράκας με την άλλη γυναίκα και το παιδί στο οποίο έστελνε κρυφά χρήματα πλέον μιας κι η μάνα του ήταν στη φυλακή μεταφέροντας ένα λαθραίο φορτίο. Της έδωσε να καταλάβει τον φόβο του για τη ζωή του μετά από αυτό και το πώς τα πούλησε όλα όσα είχε και το ενεχυροδανειστήριο που είχε ανοίξει για να μην έχει μπλεξίματα κι ο ίδιος. Το παιδί, την Κατερίνα, αναγκάστηκε να τη φυγαδεύσει σε μια γιαγιά. Η Στέλλα αμέσως αποκρίθηκε ότι δεν την πειράζει τίποτα κι ότι ήθελε μόνο τον μπαμπά της.
Ο καιρός περνούσε κι οι σχέσεις της Ελένης και του Πέτρου ήταν σταθερά τυπικές ενώ της Στέλλας μαζί του είχαν αρχίσει να φτιάχνουν. Η Ελένη τον έβλεπε πια ως ένα κόμμα συνασπισμένο κάτω απ’ τον ιερό σκοπό να την αδικεί για όσο θα ζει. Είχαν αρχίσει να αποκτάνε το δικό τους σχήμα και να βρίσκουν πράγματα να βασιστούν κάθε φορά που έπρεπε να τις διακόψουν για να τις ξαναπιάσουν πάλι από εκεί που τις άφησαν στην επόμενη συνάντηση.
Εκείνη τη φορά ήταν στην επαρχιακή πόλη που σπούδαζε η Στέλλα. Βγαίνανε, πίνανε, γελούσαν, τρώγανε, μιλούσαν για τα πάντα κι ένιωθαν κι οι δύο ότι ο χαμένος χρόνος συμπλήρωνε τα κομμάτια που του έλειπαν για να αρχίσει να κυλάει και πάλι υπέρ τους σε κάθε τους ανάσα. Η Στέλλα βέβαια ζώντας πια με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης είχε αντιληφθεί μέσα στη συμπεριφορά του την προσπάθεια του να μάθει πώς ζει.
Μέσα σε όλες τους συζητήσεις ο Πέτρος της είπε ότι είχε παντρευτεί πάλι. Μια Ρωσίδα, την Τατιάνα. Η Στέλλα δεν ξαφνιάστηκε μόνο απογοητεύτηκε που δικαιώθηκε και πάλι πανηγυρικά εκείνος ο βλάκας που είχε πει ότι όταν ξεχνάς την ιστορία σου είσαι καταδικασμένος να την ξαναζήσεις, όποιος κι αν ήταν.
Φεύγοντας ο Πέτρος την έβαλε να του υποσχεθεί ότι θα ερχόταν στο επόμενο του μπαρκάρισμα στην Καλαμάτα να γνωρίσει την Τατιάνα. Η Στέλλα του είπε να μείνει ήσυχος κι ότι θα πήγαινε με τον Δημήτρη.
Ο Πέτρος τον είχε ήδη γνωρίσει ως το καινούργιο της αγόρι, με το οποίο περνούσαν καλά, γελούσαν με τα ίδια πράγματα, την καταλάβαινε κι ένιωθε σαν να τον ξέρει καιρό. Σαν να ήταν φίλοι από πάντα. Φίλοι που δεν μπορούν να πάρουν ο ένας τα χέρια του πάνω απ’ τον άλλον, σκεφτόταν ο Πέτρος όσο την έβλεπε να προσπαθεί να περιγράψει αυτό που είχε με τον Δημήτρη ως κάτι απλό. Στην ουσία δεν έφταιγε αυτή για τις περιγραφές. Πάντα ο πρωταγωνιστής μαθαίνει τελευταίος ότι στην ουσία του συμβαίνουν όσα ποτέ δε φανταζόταν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη