Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο η Στέλλα πάντα θυμόταν την αρχή των πραγμάτων. Η μέση και το τέλος πάντα κάπου της ξέφευγαν, είτε από μόνα τους σαν ένδειξη διαμαρτυρίας που δεν τα θεωρούσε και τόσο σημαντικά ώστε να τα συγκρατήσει είτε τα άφηνε να ξεγλιστράνε σε γωνίες αθέατες κι υποτιμημένες χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τα συγκρατήσει. Σε αντίθεση με την αρχή, την έναρξη απ’ το καθετί που έλαμπε πάντα στο νου της όπως οι προβολείς σε ένα θεατρικό σανίδι προμηνύοντας τον ερχομό των πρωταγωνιστών.
Θυμόταν πολύ καθαρά την προετοιμασία, γεμάτη χαρά κι ανυπομονησία, της μητέρας της εκείνο το χειμώνα του 1990 για να συναντήσει τον πατέρα της που βρισκόταν στη Βενεζουέλα. Το πώς είχε καθαρίσει με απαλές και μεθοδικές κινήσεις το τετράγωνο σακβουαγιάζ που θα έπαιρνε μαζί της. Την τάξη και την προθυμία με την οποία η Ελένη τοποθετούσε τα λιγοστά ρούχα που είχε αποφασίσει να πάρει μαζί της, μιας και στην Βενεζουέλα ήταν καλοκαίρι και χρειαζόταν μόνο λίγα φορέματα και κάνα δύο νυχτικά και τις συμβουλές που τις έδινε χαμογελαστά για να είναι φρόνιμη όσο θα έλειπε.
Το ταξίδι της κράτησε συνολικά 20 μέρες κι ήδη απ’ την αρχή του η Στέλλα θυμόταν τα περίεργα πράγματα που είχαν συμβεί στη μητέρα της. Το χάσιμο της βαλίτσας της, την ανάκτησή της, το ότι βρήκε τρία δόντια και τρεις καρφίτσες σε αυτή κι απορούσε με τη θεία Ντίνα στο τηλέφωνο από πού να προήλθαν αφού είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο να τα έβαλε η Στέλλα για να τα δώσει τα δοντάκια στον μπαμπά να του δείξει πόσο μεγάλωσε, την αμήχανη ώρες-ώρες συμπεριφορά του Πέτρου και τις υποψίες της Ελένης.
Η Στέλλα κρυφακούγοντας στο τηλέφωνο της συζήτηση της θείας Ντίνας και της μαμάς Ελένης για πρώτη φορά συνέδεσε εκείνα τα περίεργα πράγματα με τα άλλα που συνέβαιναν κατά καιρούς στο σπίτι. Του ήχους βημάτων μέσα στην νύχτα ενώ όλοι ήταν ξαπλωμένοι, τα βάζα που σπάγανε μόλις τα ακουμπούσες. Όμως στο παιδικό της μυαλό δεν επικράτησε η σύνδεση κι η εξήγηση αυτών των περιστατικών, αλλά η αίσθηση ότι η μαμά δεν περνούσε καλά τελικά, ενώ το περίμενε τόσο πολύ αυτό.
Από εκεί και στο εξής όσα ακολούθησαν έχουν ποτιστεί στη μνήμη της Στέλλας όπως ποτίζει μια παιδική ζωγραφιά που κάποιος ξέχασε στο ψυγείο μέχρι που ξέχασε και πώς έμοιαζαν τα χρώματα την πρώτη μέρα που την κρέμασε. Μετά το ταξίδι και με την επιστροφή της Ελένης στην Ελλάδα επικρατούσε μια απρόσμενη αναταραχή στο σπίτι κι ένα χάσιμο του μπαμπά που έμελλε να γίνουν και τα δύο μόνιμα.
Στην εγχείρησή της από σκωληκοειδίτιδα ο Πέτρος ήταν άφαντος και μόνο αργότερα όταν ήρθε στην Ελλάδα οι μόνες συζητήσεις που είχαν μεταξύ τους ήταν για να την καθησυχάσει ότι δε συμβαίνει τίποτα μεταξύ αυτού και της μαμάς σε εναλλαγή με την απροθυμία του να της αγοράσει υπολογιστή ισχυριζόμενος ότι δεν έχει τα χρήματα. Όσο η Ελένη ωρυόταν για το πού τα χάλασε, φοβούμενη ότι θα ξεκινούσε μια εποχή περικοπών, η Στέλλα στον απόηχο των καβγάδων είχε ήδη δει την έναρξη αυτής της εποχής σε μικρά καρέ μπροστά στα μάτια της.
Μέχρι το φθινόπωρο του 1995 ο μπαμπάς ξανάρθε μόνο άλλη μια φορά το 1993 ίσα-ίσα για να επισφραγίσει τη διάλυση της προηγούμενης εποχής. Η πλήρης επιβεβαίωση της μετάβασης στην καινούργια εποχή πραγμάτων ήρθε να διακοσμήσει τα καρέ της Στέλλας με την φωνή του μπαμπά να μιλάει σε κάποιον στα Ισπανικά στο τηλέφωνο. Το ένστικτό της, που είχε διαμορφωθεί από μια αντίληψη πραγματικότητας ότι το χειρότερο δεν είναι ποτέ αυτό που νομίζεις, αλλά αυτό που βλέπεις της υπαγόρευε ότι ο συνομιλητής του Πέτρου ήταν γυναίκα.
Η παρουσία του στη ζωή της μέχρι εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα του ’95 που την πήρε για ψώνια αμέσως μετά την άφιξή του, ήταν σποραδική, ατελής και πρόχειρη. Κατηφόριζαν την Ερμού και κάτω απ’ τα ψηλά άλλοτε πολύχρωμα φώτα των βιτρινών κι άλλοτε των λαμπών φθορίου του δρόμου η Στέλλα τον παρατηρούσε προσπαθώντας να συγκρατήσει όσα περισσότερα μπορούσε απ’ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τις κινήσεις του, την αύρα με την οποία τις εκτελούσε, της στάση του σώματός του και τους μορφασμούς του όσο της μιλούσε. Ήθελε να μαζέψει μέσα της όσο περισσότερο από πατέρα μπορούσε και να το φυλάξει σε εκείνη τη μεριά του κορμιού της που αποθήκευε όλα τα όμορφα πράγματα και τα έβαζε σε εφαρμογή όταν μετά βίας μπορούσε να βγάλει πέρα μια άσχημη μέρα.
Την βοηθούσαν να στέκεται όρθια, να περπατάει χωρίς να την παραγκωνίζει το πλήθος, να ξαναεφεύρει το χιούμορ της στιγμές που δεν ήθελε ούτε καν να μορφάσει και να περιμένει την επόμενη μέρα με αισιοδοξία εκεί που ακόμα αναρωτιόταν γιατί μπήκε στον κόπο να ξυπνήσει και να ζήσει εκείνη την άσχημη μέρα. Για αυτό όλα εκείνα τα πράγματα μαζί με όσα πατρικά μάζεψε εκείνη την ημέρα τα έβαζε πάντα αριστερά στο στήθος της κάτω από ρούχα και δέρμα που ακόμα ανακάλυπτε.
Γεμάτοι σακούλες στα χέρια κι οι δύο, ο Πέτρος πρότεινε να πάνε για ένα καφέ. Στη φράση της Στέλλας «Σε ευχαριστώ, μπαμπά μου» ο Πέτρος απάντησε «Ε, τι, μία κόρη έχω! Αλλά αν είχα και μια δεύτερη θα κρατούσες το μυστικό του μπαμπά, έτσι δεν είναι;» Η Στέλλα χωρίς να χάσει το βήμα της, αμίλητη, προσπαθούσε να ξεγελάσει την άβυσσο που νόμιζε ότι είχε ανοίξει κάτω απ’ τα βήματα της και την καλούσε να την ρουφήξει μέσα της οικειοθελώς.
Συνέχισε να περπατάει, σαστισμένη, ενώνοντας όλα τα κομμάτια των θολών της αναμνήσεων, χωρίς να της κάνει πιο ζωντανές, απλά βάζοντάς τες σε μια σειρά. Ο Πέτρος απουσίαζε απ’ το χειρουργείο της το ’92 γιατί τότε γεννήθηκε η δεύτερη του κόρη στην οποία έδωσε το ελληνικό όνομα «Κατερίνα», ενώ η μητέρα της καταγόταν απ’ το Καράκας.
Ο Πέτρος στην ουσία ήταν δίγαμος και με την ίδια άνεση που ζούσε με αυτό το γεγονός, έδειξε και στη Στέλλα ένα μεσημέρι τη φωτογραφία της Κατερίνας, με όλες τις απαραίτητες περιγραφές γι’ αυτήν. Από αυτές η Στέλλα δεν άκουσε λέξη έχοντας σταθεροποιήσει τη δυναμική όλων των αισθήσεων της στη φωτογραφία του μικρού κοριτσιού μπροστά της.
Η Στέλλα δεν είπε ποτέ τίποτα στη μητέρα της τον επόμενο καιρό μέχρι την ημέρα που απηυδισμένη απ’ τις φωνές και τις χυδαίες περιγραφές της γιαγιάς για τον πατέρα της με αποδέκτη τη μητέρα της που της εξέφραζε ανοιχτά τις ανησυχίες της για άλλες γυναίκες τους τα είπε όλα. Αρχικά η μητέρα της πάγωσε, όμως, οι ερωτήσει άρχιζαν να πέφτουν στο κεφάλι της Στέλλας σαν σκουπιδιάρικο που αδειάζει στη χωματερή κι άλλα απορρίμματα σε ένα ήδη παραφουσκωμένο σωρό.
«Τώρα που βλέπω τους τσακωμούς στο λέω για να σε βοηθήσω να πας παρακάτω, μαμά». Ήταν μερικά απ’ τα καλύτερα λόγια που μπόρεσε να σκεφτεί μεταξύ όλων των άλλων ξέροντας πολύ καλά ότι δεν επαρκούσαν. Εκείνη τη στιγμή η Στέλλα, με όσες αντιδράσεις της μητέρας της εξελίσσονταν μπροστά της, κατάλαβε ότι ο πατέρας της επέλεξε να το εκμυστηρευτεί μόνο σε αυτή γιατί ο Πέτρος θεωρούσε τη Στέλλα σαν αυτόν. Ένα βράχο κρυφά σπασμένο μόνο στο εσωτερικό που δεν το έβλεπε κανείς κι απέξω σκληρό κι ακλόνητο ικανό να απορροφά όλους τους κραδασμούς.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μεταξύ του Πέτρου και της Ελένης έγιναν ξεκαθαρίσματα τα οποία η Στέλλα αγνοούσε κι οδήγησαν σταδιακά στην πλήρη απουσία απ’ τη ζωή της και την εμφάνισή του τυχαία κι απρόσκλητα σε διάφορες φάσεις της μετέπειτα ζωής της. Αυτό την έκανε να πρέπει την κάθε φορά να την αντιμετωπίζει σαν την πρώτη φορά εξιστορώντας απ’ την αρχή την ζωή της, τους φίλους της, τους έρωτές της, τα συναισθήματά της, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες της και κυρίως τις δύσκολες αμήχανες και μαύρες στιγμές.
Αυτή κάθε φορά, όμως, αυτή η κάθε αρχή δε φωτιζόταν με τον γνωστό προβολέα. Η Στέλλα άναβε ένα λεπτό κερί σαν της εκκλησίας για να τη διακρίνει, οι πρωταγωνιστές όντας απλήρωτοι σπάνια απέδιδαν όπως έπρεπε κι οι θέσεις στο κοινό ήταν άδειες, αφού δεν υπήρχαν καθόλου νέα από πριν για τη φορά που καταφτάνει για να το συγκεντρώσουν κι ο θιασάρχης έκλαιγε μόνος του στα καμαρίνια προσπαθώντας να καταλάβει τι έχει κάνει λάθος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη