Πολύ πριν ο Φίντι εμφανιστεί στην πόλη και ξεκινήσει τους καθημερινούς του περιπάτους απ’ το σπίτι τους, η Έμμα είχε αρχίσει να μισεί τον τρόπο που ο Άντριου μύριζε. Όταν άκουγε το πόμολο της πόρτας να σιγοβροντά γρήγορα βούλωνε τη μύτη της. «Καλησπέρα, αγάπη μου» φώναζε κάθε βράδυ καθώς περνούσε το κατώφλι, καλυμμένος με τόση μαύρη βρομιά, που κάποιες νύχτες το λευκό γύρω απ’ τις κόρες των ματιών του γυάλιζε όπως αυτό ενός ζώου στο σκοτάδι.
Προσπαθούσε να μην τραβιέται όταν τριβόταν πάνω της, στους ώμους, στα μάγουλά της, στη μέση της, πασαλείφοντας μαύρα ίχνη στο δέρμα και στην ποδιά της, ενώ το κρέας άχνιζε στο τηγάνι του. Σούρουπα σαν εκείνο, μασούσαν το φαγητό τους καθώς το φως που έπεφτε τους έκλεινε μέσα του. Έπιανε περιστασιακά με τη μύτη της το φύσημα απ’ τα ρουθούνια του και το χνώτο έφτανε σε εκείνη σαν ιδρωμένο χορτάρι που μόλις είχε φυτρώσει.
Έξω απ’ το μικρό τους παράθυρο η πόλη απλωνόταν σαν μια επίπεδη επιφάνεια τσουρουφλισμένου δέρματος. Τον είχε ικετεύσει για εκείνο το παράθυρο. Κατά τη διάρκεια της μέρας κοιτούσε επίμονα έξω απ’ το τζάμι κι όταν το μεγαλείο της θέας κι η μικρότητα της ζωής της, της βάραιναν τα μάτια, κοιτούσε απ’ την άλλη.
Περνούσε έτσι τις μέρες της, με τα μάτια της να σέρνονται στο παράθυρο κοιτώντας μακριά, κοιτώντας έξω. Έξω και μακριά. Μισούσε αυτό το μέρος απ’ τη στιγμή που πήγε εκεί, αλλά μόνο όταν ο Φίντι άρχισε να σουλατσάρει πέρα δώθε περνώντας μπροστά απ’ το σπίτι τους άρχισε να ψάχνει τρόπους να φύγει.
Τον είχε δει πρώτη φορά στον ετήσιο χορό, το δεύτερο χρόνο τους στην πόλη. Είχε πείσει τον Άντριου ότι έπρεπε να πάνε. Ο χορός ήταν η μοναδική φορά που οι πλούσιοι κι οι υπόλοιποι κάτοικοι συγκεντρώνονταν όλοι σε ένα μέρος. Επιπλέον, το να αφήνει το σπίτι πάντα την εξίταρε.
Στην πίστα όσο χόρευαν ο Άντριου την έκανε πάσα στον άντρα αριστερά της, αυτός στον επόμενο κι αυτός με τη σειρά του στον Φίντι. Ενώ την ταλάντευε γύρω του με τη βοήθεια της παλάμης του πάνω στον ώμο της, τα μάτια τους συναντήθηκαν.
Μπορούσε να νιώσει πόσο καθαρά ήταν τα χέρια του ακόμα και κάτω απ’ το σκληρό ύφασμα του φορέματός της. Έπιασε τη μυρωδιά του. Λουλουδένια και πιπερώδης, σίγουρη και καθαρή. Ύστερα υπήρχε κι η απαλή όψη απ’ τα μάγουλά του, μόλις ίντσες μακριά από τα δικά της και το χαμόγελο που άστραψε μόλις την άφησε με μια ελαφριά υπόκλιση, στον επόμενο παρτενέρ.
Ο εκφωνητής ανακοίνωσε το διάλειμμα κι η Έμμα πήγε στην άκρη της αίθουσας να πάρει μια ανάσα. Ο Άντριου ήταν ήδη στο μπαρ κι άκουγε το βραχνό μεθυσμένο γέλιο του ανάμεσα στις συζητήσεις με τους συναδέλφους απ’ το ορυχείο. «Πιες κι άλλο ένα», σκέφτηκε με πικρία παρακολουθώντας τον πενιχρό μισθό του να ρέει μέσα στο λαιμό του.
Δεν ξαναχόρεψε με τον Φίντι εκείνο το βράδυ, αλλά συνάντησε τα μάτια του πάλι σε μια αστραπιαία στιγμή πριν περάσουν την έξοδο του κτιρίου, κάτι που την έκανε να νιώσει ρίγη στη σπονδυλική της στήλη σίγουρη πια πως και τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει.
Αργότερα στο σπίτι, ο Άντριου την ώθησε –έχοντας γεμίσει τον αέρα της κρεβατοκάμαρας ουίσκι– στο κρεβάτι. Ένιωθε να συνθλίβεται σαν πουρές από φρέσκια πατάτα με το βάρος του από πάνω της και να τη ρουφάει το λεπτό στρώμα. Καθώς ο αέρας σφύριζε περνώντας μέσα απ’ το κούφιο σκοτάδι, η Έμμα φανταζόταν ότι ήταν αυτός ο καινούργιος ξένος ο Φίντι που ήταν εκεί μαζί της. Ότι ήταν αυτός που ριχνόταν με ορμή μέσα-έξω στο σώμα της, ότι ήταν αυτός που τη λέρωνε με την αθάνατη αγάπη του κι ύστερα αποκοιμιόταν δίπλα της σαν πτώμα.
Μετά από μόλις λίγες μέρες πέρασε μπροστά απ’ το μικρό τους σπίτι. Αρχικά η Έμμα νόμιζε ότι φανταζόταν πράγματα βλέποντάς τον να κάνει το γύρο της στροφής στον μικρό επαρχιακό δρόμο που περνούσε από ‘κει, αφήνοντας σιωπηρά σύννεφα σκόνης σε κάθε του βήμα.
Τον είδε και μερικές μέρες αργότερα και πάλι κάποιες μέρες μετά μέχρι που έγινε τακτικός περαστικός. Η Έμμα θα ήταν στο νεροχύτη, ή στην αυλή και κάθε φορά θα την κοιτούσε με μάτια που έψαχναν το βλέμμα της σαν περιστρεφόμενοι τροχοί για να το δουν να φωτίζεται, όσο δημιουργούσαν βαθουλώματα πάνω στο χώμα που βρέθηκαν. Θα γινόταν σπηλιές κάτω απ’ το έδαφος, εάν το πέρασμά του κρατούσε κι άλλο.
Όσο περισσότερο συναντιόταν τα μάτια τους μέσα απ’ το τζάμι τόσο δεδομένο γινόταν. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, δε χρειαζόταν καν να ελπίζει πια. Ήταν εκεί κάθε απόγευμα. Περνούσε στρωτά, μαλακά από μπροστά της, σαν χέρια που ρύθμιζαν δείκτες ρολογιού.
«Καλησπέρα», είπε μια μέρα. Η Έμμα ήταν έξω κι άπλωνε τη μπουγάδα κι αμέσως ένιωσε ντροπή. Του έγνεψε ευγενικά και χαμογέλασε. «Επίσης», του απάντησε εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της από αμηχανία, νιώθοντας αφελής.
Τα μάτια της όταν στεκόταν και τα κοιτούσε στον καθρέφτη της έμοιαζαν με πέτρες. Πολύ βαριές για να τις σηκώσει ή να τις μετακινήσει. Σκεφτόταν τηγάνια και μέσα τους πρησμένους δίδυμους κρόκους αυγών να σκληραίνουν πάνω απ’ τη φωτιά. Ποιος να ξέρει πού πήγαινε. Μπροστά απ’ το αγροτόσπιτό τους δεν περνούσε ο δρόμος για πουθενά.
Δεν ήξερε πολλά για αυτόν. Κάποιο είδος επενδυτή. Αλλά δεν ήταν τα χρήματα που την έκαναν να γαντζώνεται στο παράθυρο κάθε απόγευμα με την καρδιά της να ψάχνει τη θέση της. Ήταν αυτή η καλησπέρα μόνο για ‘κείνη που σκούπιζε την αυλή ή έραβε κάλτσες. Για κείνη που χρησιμοποιούσε κάθε δικαιολογία για να ‘ναι έξω όταν αυτός θα περνούσε.
Πίσω στο σπίτι, πριν γνωρίσει τον Άντριου, συνήθιζε να πηγαίνει στην πόλη για να χαζέψει τα πλοία. Το λιμάνι της Βοστόνης ήταν συνωστισμένο με αυτά. Κατάρτια να εξουσιάζουν όσο οι σημαίες τους πάλλονταν στη μέση της άγριας θάλασσας. Οι μετανάστες σέρνονταν στους δρόμους ή παρακάλαγαν για μεροκάματο.
Ο πατέρας της δούλευε στο λιμάνι, όπου ξεφόρτωνε κιβώτια απ’ την Ευρώπη, τοποθετώντας το σφυρί του εκεί που οι ξύλινες σανίδες συναντιόνταν και με το τίναγμά τους άνοιγε κουτί το κουτί, κάνοντας μια σχισμή κι ένα κρότο.
Πρωτοείδαν τον Άντριου –ήσυχος με έναν τρόπο που υποδήλωνε σταθερότητα, ωριμότητα– στην πόλη τους, λίγο πιο πέρα απ’ το νερό όπου περπατούσε κάθε Σάββατο να πάρει ψωμί. Στεκόταν με τις φρατζόλες κι ένα κουρελιασμένο καπέλο στα χέρια με το οποίο τους άνοιγε το δρόμο να περάσουν, γέρνοντας δεξιά σε ένδειξη σεβασμού και συστολής.
Η Έμμα είχε παρατηρήσει ότι την προσοχή του είχε τραβήξει το μικρό μπουκέτο από κόκκινα αποξηραμένα πλατάνια που κρατούσε όποτε πήγαινε να δει τον πατέρα της στη δουλειά. Η μάνα της μάζευε τα φύλλα όσο ακόμα ήταν καταπράσινα κι ανθισμένα στη μέση της άνοιξης κι όταν μαραίνονταν τα έκανε μπουκέτα περνώντας τα με κόκκινη μπογιά. Νιώθοντας έτσι πως αλλάζει τη διακόσμηση στο σπίτι με τον ερχομό του κάθε φθινοπώρου. Ήταν και η μόνη διακόσμηση που είχε το πατρικό της Έμμα.
Ο Άντριου ήταν πάλι εκεί και το επόμενο Σάββατο και το μεθεπόμενο, με εκείνο το καπέλο που έγερνε μαζί με το κεφάλι, με εκείνο το χαμόγελο που αναβόσβηνε. Η μεγάλη της αδερφή, η Σάρα, ήταν τσιμπημένη μαζί του. Θα χαζογελούσε ή θα παρίστανε την ντροπαλή φλερτάροντάς τον, όμως αυτός κοιτούσε μόνο την Έμμα. Κάτι το οποίο την έκανε να νιώθει πολύ καλά.
Μια μέρα, περίπου ένα μήνα μετά ο Άντριου εμφανίστηκε στο πατρικό της ανακοινώνοντας ότι θα πήγαινε στην Καλιφόρνια κι ήθελε την Έμμα μαζί του. Υπήρχαν κι άλλες ζωές που θα μπορούσε να ζήσει. Σίγουρα υπήρχαν. Αυτό συλλογιζόταν κάθε φορά που ο Φίντι περνούσε. Κι όμως ήταν ακόμα στην ήδη υπάρχουσα ζωή της.
Αφότου είχε παρακολουθήσει τον Φίντι να εξαφανίζεται περνώντας πια και τη γωνία του δρόμου, κοντοστεκόταν για λίγο ώσπου να την ντύσει ο μανδύας του ατενούς βλέμματός της. Όμως αυτό το παιχνίδι έξω απ’ το τζάμι κρατούσε λίγο. Η αναβλύζουσα θλίψη της απεραντοσύνης, του απέραντου απαίσιου, του απέραντου για πάντα, γινόταν τόσο φορτική που μέσα σε πολύ λίγο χρόνο θα γυρνούσε το βλέμμα πάλι απ’ την άλλη.
Πήρε τις επιδιορθώσεις των φορεμάτων της στην έξω καρέκλα. Ήταν η εποχή του χρόνου που το φως είχε αρχίσει να χαμηλώνει στον ουρανό, σηματοδοτώντας τον απαίσιο ερχομό του χειμώνα, αλλά ο φρέσκος αέρας άξιζε κι ας ήταν κρύος. Μελετούσε τη μόδα στη βιτρίνα του μοναδικού καταστήματος ρούχων που είχε η πόλη, ονειρεύοντας τα μετάξια και τις πούλιες πάνω της σαν άλλο δέρμα. Μελετούσε και τις κυρίες με τα ψηλά καπέλα απ’ το Σαν Φρανσίσκο και το Φρέσνο που κατέβαιναν απ’ τα τρένα. Όλο πτυχές μοτίβων, σούφρες και μανσέτες και φούστες σε κομψές γραμμές. Ή στα κρυφά θα παρατηρούσε τις μπότες με επένδυση της Ίζαμπελ να κάνουν καμαρωτά βήματα στο δρόμο, το δαντελένιο γύρο του καπέλου της, το φουστάνι της στο χρώμα του αίματος, που αγκάλιαζαν τη μέση και τον πισινό της να κραδαίνουν το οδόστρωμα όσο κατηφόριζε κορδωμένη.
Η γειτόνισσά της, η κυρία Κοξ, μουρμούριζε προσβολές σε κορίτσια σαν την Ίζαμπελ, αρκετά δυνατά ώστε να τις ακούσουν, αλλά κι αρκετά απαλά ώστε να προσποιηθεί ότι δεν είπε λέξη ποτέ. Τα κορίτσια κυρίως την αγνοούσαν. Μια φορά όμως που η Έμμα κι η κυρία Κοξ περπατούσαν στην πόλη βρέθηκαν πίσω απ’ την Ίζαμπελ. «Μέτριες πόρνες», είπε με ύφος φιλονικίας η Κοξ, με το γνωστό κουρασμένο της τρόπο.
Εκείνη τη φορά η Ίζαμπελ γύρισε. Αντίκρισε την Έμμα και την κυρία Κοξ στα παλιά, απεριποίητα παλτά τους και μετά γέλασε τόσο δυνατά που ο ήχος που ερχόταν απ’ το βάθος του λαιμού της σταδιακά γινόταν κραυγή. Γύρισε απ’ την άλλη ακόμα γελώντας και παρέλασε μπροστά. Η Έμμα με την κυρία Κοξ ένιωσαν τόσο ταπεινωμένες που δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό, απλά συνέχιζαν να βαδίζουν με κόπο κόντρα στον άνεμο.
Η αλήθεια είναι ότι όλοι γύρω μιλούσαν άσχημα για τα κορίτσια του κέντρου. Τα κόκκινα φανάρια που διακοσμούσαν το εξωτερικό των τριώροφων εξοχικών σπιτιών τους, φούντωναν κατάφωτα όλη νύχτα. Τα βαμμένα χείλη τους φυσούσαν ακανόνιστα σχήματα καπνού έξω απ’ τα παράθυρα που αναμιγνύονταν με τα πλήκτρα του πιάνου και τις φωνές. Τις ζήλευαν κι η Ίζαμπελ το ήξερε και τις λυπόταν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη