Ο χορός των μασκαράδων πλησίαζε. Ήταν πάντα ο πιο φανταχτερός. Η Έμμα ρώτησε τον Άντριου αν μπορούσε να πάει. «Φυσικά, αγάπη μου» της είπε. Ένιωθε ήδη πλούσιος κι ήθελε να της κάνει ένα δώρο. Η Έμμα αγόρασε χάντρες, ανθεκτική κλωστή και λεπτές λωρίδες βελούδου. Έραβε και ξαναέραβε ένα καινούργιο επίσημο φόρεμα από ένα παλιό. Τώρα πια κρεμούσε πάνω της.

Ήταν αναγκασμένη να φορέσει τα ίδια παλιά παπούτσια, όμως, είχε ράψει μια σειρά χάντρες πάνω και σε αυτά. Κανόνισε με βάση το μάκρος τους φτερά γαλοπούλας φτιάχνοντας μια μάσκα –χρυσοκόκκινης απόχρωσης, που έμοιαζε με τις παπαρούνες που φύτρωναν εκεί γύρω, ανάμεσα από γαλαζοπράσινα και ροζ- και κάρφωσε όσα περίσσεψαν στα μαλλιά της. Είχε φτιάξει μια μάσκα και για τον Άντριου, αλλά είχε πυρετό κι ήταν πολύ άρρωστος για να έρθει.

Μέχρι τη νύχτα του χορού έβηχε συνεχώς βγάζοντας ένα παχύ πράσινο βούρκο. «Πήγαινε εσύ. Να περάσεις καλά», της είπε. Του έτριψε το στέρνο με χαρά και του έβαλε κομπρέσες στο μέτωπο. «Μοιάζεις με όνειρο» της ψιθύρισε αγγίζοντας ένα απ’ τα φτερά της. Στιγμές σαν εκείνη τον αγαπούσε με τον τρόπο που αγαπάς κάποιον επειδή προσπαθεί.

«Σσσσς», του είπε βάζοντας απλά το κεφάλι του στο μαξιλάρι για να συνεχίσει τις ετοιμασίες της. Έβαψε το πρόσωπό της, πήρε τη μάσκα της και βγήκε έξω μέσα στη νύχτα. Ο καιρός είχε αρχίσει να ζεσταίνει, αλλά επικρατούσε ένας χειμερινός ουρανός. Φωτεινός κι ανατριχιαστικά ξεκάθαρος.

Στο χορό όλοι γυάλιζαν και τα έγχορδα τραγουδούσαν εύθυμα ουρλιαχτά. Κρατούσε τη μάσκα της στο πρόσωπό της για να μπορεί να κοιτάζει άνετα σκεπτόμενη πόσο θα της άρεσε να μπορεί πάντα να βλέπει γύρω πίσω από μια μάσκα. Τον Φίντι ήταν εύκολο να τον βρει. Κινούμενη δειλά, αργά και προσπαθώντας να υιοθετήσει μια χάρη κινήσεων, προσποιήθηκε ότι της έπεσε η μάσκα, με κόκκινα μάγουλα όταν πια στεκόταν δίπλα του.

Αυτός πήρε το χέρι της. «Μου επιτρέπεις;» ρώτησε και βρέθηκαν και πάλι στην πίστα. Οι δυο τους αυτή τη φορά. Άγγιζαν ο ένας τα χέρια του άλλου πάνω απ’ τα γάντια και χάζευαν ο ένας τον άλλον μέσα απ’ τις μάσκες. Κρατώντας τη στα χέρια του, η Έμμα ένιωθε ολόκληρη την έκταση του στέρνου της σαν ένα φράχτη που μόλις είχε αρπάξει φωτιά.

«Ο άντρας σου;» της είπε, η φωνή του σαν τρεχούμενο νερό. «Άρρωστος», είπε. «Malato» πρόσθεσε νιώθοντας ντροπιασμένη για τα Ιταλικά της ευχόμενη να μην τα είχε επιχειρήσει, εκείνος χαμογέλασε ωστόσο.

«Κρασί;» ρώτησε και μετακινήθηκαν απ’ την πίστα ώστε να φέρει ποτήρια κρασί για να πιουν. Μόλις κατάπιε, το κρασί σκόρπισε μέσα της μέχρι που να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους. «Ήξερα ότι ήσουν εσύ, πριν βγάλεις τη μάσκα σου» της είπε.

Ύστερα την οδήγησε πάλι στην πίστα για μερικές ακόμα στροφές. Η Έμμα γελούσε, έκανε φιγούρες και γελούσε. Όμως ξαφνικά στη μέση του βαλς ο αέρας άρχισε να την περιορίζει. Το διαισθάνθηκε αμέσως. Κυρίως, όμως, το μύρισε. Ο Άντριου. Μπήκε στην αίθουσα τσαλαπατώντας  –ελάχιστα ντυμένος, χωρίς μάσκα– βήχοντας ακατάπαυστα.

Ήταν μεθυσμένος, είχε πυρετό και κατακόκκινο πρόσωπο. Το πρόσωπο της Έμμα σκλήρυνε όταν τα μάτια του την εντόπισαν. « Ήρθα να σε πάρω σπίτι» φώναξε και την άρπαξε απ’ το μπράτσο. Ύστερα στράφηκε στον Φίντι. «Πάρε τα βρομόχερά σου απ’ τη γυναίκα μου», ακούστηκε καθώς τίναξε τη μάσκα του στο πάτωμα. «Με συγχωρείτε», είπε ο Φίντι κι έκανε πίσω σχεδόν υποκλινόμενος.

Ο Άντριου την τράβηξε προς την έξοδο. Μπέρδευε το βήμα της όσο ανηφόριζαν στο δρόμο για το σπίτι και πιανόταν ολοένα και περισσότερο στη σάπια αγρύπνια του. «Εγώ άρρωστος στο σπίτι κι εσύ έξω να ερωτοτροπείς!», βέλαζε στην εξώπορτα. «Δεν είναι τίποτα», είπε η Έμμα. «Δεν μπορώ να περάσω καλά μία φορά; Δεν είναι ότι με πας πουθενά ή ότι διασκεδάζουμε και ποτέ», τώρα φώναζε κι αυτή.

Ο Άντριου γύρισε να την κοιτάξει σήκωσε το χέρι του στον αέρα στο ύψος του μάγουλού της, όπως είχε κάνει και με τον Φίντι. Η Έμμα σκέφτηκε την Ίζαμπελ. Το τρόπο που γέλασε εκείνη τη μέρα σε βάρος εκείνης και της κυρίας Κοξ, λες κι ήταν ένα τίποτα. Κι έτσι γέλασε κι εκείνη. Βγάζοντας τον ίδιο βαθύ, αδιάφορο ήχο κοιτώντας τον στα μάτια άφοβα.

Το πρόσωπό του ζάρωσε με οργή. Έστριψε την ανοιχτή του παλάμη σε γροθιά. Όμως λίγο πριν τη χτυπήσει, άνοιξε την παλάμη πάλι χαστουκίζοντάς τη στο μάγουλο με ένα βαρύ πλατάγισμα. Η Έμμα ένιωσε το αποτύπωμα της παλάμης του να συρίζει καιόμενο και κόκκινο πάνω στο πρόσωπό της σαν φρέσκια σφραγίδα εκτροφής βοοειδών. Κράτησε για λίγο το κεφάλι της, σηκώθηκε, όμως, όρθια ανέκτησε το γέλιο της, έκανε στροφή και κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του σπιτιού.

«Συγνώμη», είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. «Συγχώρεσέ με», την ικέτευε, την τραβούσε, αλλά η Έμμα τον αγνοούσε. Παρατώντας τη προσπάθεια, έβαλε τον εαυτό του στο κρεβάτι με μια βρεγμένη πετσέτα στο μέτωπο ενώ ο πυρετός του φούντωνε.

«Τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα», σχεδόν ψιθύρισε μέσα στο νέφος του ύπνου του. Έβηχε τραντάζοντας το σπίτι για το υπόλοιπο μισό της νύχτας. Η Έμμα εξέτασε την κόκκινη βουρδουλιά στο πρόσωπό της στο καθρεφτάκι της μητέρας της. Λίγο πιο δυνατά να τη χτυπούσε, θα της άφηνε το σωστό κόκκινο στο πρόσωπο. Αυτό των πλατανιών που βάφονταν για να σημάνουν την αλλαγή της εποχής.

Το ήξερε ότι θα μιλούσαν για αυτή και τον Άντριου , για αυτή και τον Φίντι, αλλά τους είχε ήδη στείλει όλους στον αγύριστο. Το κομμάτι χρυσού έκαιγε στη γνωστή του θέση κι η Έμμα το φανταζόταν σαν μια φωτιά που τη ζέσταινε, ενώ προσπαθούσε να την πάρει ο ύπνος στο πάτωμα της κουζίνας, νοσταλγώντας τα χέρια του Φίντι πάνω της.

«Όλα θα αλλάξουν», έλεγε μέσα απ’ τα δόντια του στον ύπνο του ο Άντριου καθώς η νύχτα είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε μέρα. Αυτός έμεινε στο κρεβάτι για μέρες κι η Έμμα αναγκάστηκε να πάει στο ορυχείο να παρακαλέσει τον προϊστάμενο να μην τον απολύσει. Ήταν ευγενικός. Η Έμμα είχε τυλίξει ένα μαντήλι στο κεφάλι της, αν και δεν έκανε κρύο για να κρυφτεί το σημάδι. «Θα γίνει καλά, το ξέρω»,  είπε ο προϊστάμενος. Η Έμμα δεν ήταν και τόσο σίγουρη όμως κι έπρεπε να αποτρέψει τον εαυτό της απ’ το να προσευχηθεί να πεθάνει.

Πήρε το χρόνο της στο γυρισμό για το σπίτι. Ο αέρας ένιωθε καλά πάνω στο δέρμα της. Το λευκό έλιωνε απ’ τα βουνά και τα βήματα μαλάκωναν, όσο μια μικρή λιακάδα έβρισκε τη θέση της στην ατμόσφαιρα.

«Καλή σας μέρα, κύριε» είπε αναστατωμένη. Τυλίγοντας το μαντήλι της πιο σφιχτά στο πρόσωπό της. «Θα ήθελες να μου κάνεις παρέα;» τη ρώτησε δείχνοντας προς το μπαρ. Η Έμμα κοίταξε γύρω. Ήταν πολύ νωρίς κι οι δρόμοι ήταν άδειοι. Δε φορούσε το καλό της φόρεμα. Έμοιαζε με υπηρέτρια. Αλλά τον έπιασε αγκαζέ ούτως ή άλλως.

Μέσα στο μπαρ ο Φίντι παρήγγειλε ουίσκι για τον εαυτό του και τσάι γι’ αυτή. Κάθισαν σε ένα τραπέζι πίσω απ’ την μπάρα , εκτός οπτικού πεδίου της μπροστινής πόρτας. Η Έμμα άφησε το μαντίλι να πέσει και ο Φίντι εξέτασε το πρόσωπό της. Συνοφρυώθηκε, ρουφώντας τη μύτη του.

Όταν ήρθε το τσάι της έριξε λίγο ουίσκι μέσα και το ανακάτεψε με το κουταλάκι. «Για να ζεσταθείς», της είπε χαμογελώντας. Ήταν τόσο νωρίς που ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι μέσα στο μπαρ. Η Έμμα δεν είχε ξαναδοκιμάσει ουίσκι ποτέ. Έφερα στο λαιμό της ένα καλοδεχούμενο κάψιμο διαδεχόμενο το στομάχι της κι οι ώμοι της άρχισαν να τεμπελιάζουν.

Όσο καθόταν εκεί μαζί του και με το ουίσκι το δέρμα της αποσυμπιεζόταν κι ένιωθε τον υπόλοιπο κόσμο με απαλές μουντζουρωμένες άκρες. «Έτσι μπράβο», της είπε καθώς η έκφρασή της χαλάρωνε σε χαμόγελο και τσούγκρισε το ποτήρι του με την κούπα της.

Στην επόμενή τους γουλιά, ακούστηκαν τρεις πυροβολισμοί απ’ έξω. Επικράτησαν φωνές, ένα φριχτό μουγκρητό πόνου κι ύστερα ουρλιαχτά. Θάνατος, πάλι. Ο μπάρμαν βγήκε γρήγορα έξω απ’ το μπαρ κι έξω απ’ την πόρτα. Είχε αφήσει το μπουκάλι ουίσκι που κρατούσε χωρίς πώμα. Ο Φίντι το έφτασε και παίρνοντάς το στο τραπέζι έβαλε λίγο ακόμα και στους δυο.

Η Έμμα φανταζόταν ένα νεκρό άντρα στη χιονισμένη οδό και το αίμα του μια σκούρα κηλίδα στο οδόστρωμα. «Το μισώ αυτό το μέρος», είπε. «Βγάζει ζωώδη ένστικτα στους ανθρώπους», συμφώνησε ο Φίντι. Είχε πάει παντού. Αυτό το μέρος είπε ότι ήταν το πιο άγριο απ’ όλα. Της είπε για τα ταξίδια του. Το πως η δουλειά του τον είχε στείλει σε ολόκληρη την Αμερική. Βοστόνη, Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια , Νέα Ορλεάνη. Ήξερε την πόλη που είχε μεγαλώσει η Έμμα, ακόμη και τον μικρό φούρνο. Εκεί όπου το ψωμί έφτανε στα χέρια σου σαν καλοψημένος παράδεισος. Τα πεύκα, τα πλατάνια που έστεκαν ευθυγραμμισμένα στο δρόμο ανθισμένα όλο το χρόνο.

Έξω απ’ το παράθυρο είχε μαζευτεί κόσμος για να δει ποιος είχε πυροβοληθεί. Ο κόσμος εκεί έξω ήταν μια χλιαρή εναλλαγή λευκού, γκρίζου και καφέ. Κανένα άλλο χρώμα, καμία εποχή σε εκείνη την πόλη. Τα μάτια του Φίντι γυάλιζαν σαν καταπράσινοι φρέσκοι βλαστοί έλατου. «Γιατί άφησες την πατρίδα σου;» ρώτησε. Ο Φίντι αναστέναξε και κοίταξε τα χέρια του. «Η γυναίκα μου πέθανε στη γέννα και χάσαμε και το μωρό».

-«Πώς την έλεγαν;».

-«Ντομένικα».

Η Έμμα αγάπησε τον ήχο του ονόματος κι ένιωσε μια ζεστασιά και μια ζήλια απέναντί του. Το μεγαλείο του. Η θέση του στην καρδιά του Φίντι. «Ποτέ δε θέλησα να γυρίσω», είπε. Η Έμμα το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Είμαστε το αντίθετο», είπε. «Εσύ δε θες, εγώ δεν μπορώ να πάω πίσω». «Αντίθετες κατάρες», είπε ο Φίντι και μετά σώπασε. «Και γιατί να μείνεις;», είπε τελικά. Έβαλε το χέρι του πάνω απ’ το δικό της. Το χέρι της ήταν τώρα το μόνο μέλος της που ένιωθε.

Το πλήθος απ ´το δρόμο άρχισε να γεμίζει το μπαρ και η Έμμα βλέποντάς τους, ίσιωσε το σώμα της στη θέση της. Ο Φίντι τράβηξε το χέρι του. Ο μπάρμαν πήγε στο τραπέζι τους να ρωτήσει αν ήθελαν κάτι και να τους δώσει τα νέα. Ο άντρας που είχε πυροβοληθεί ήταν ο Τζον Βάλενς κι ήταν ήδη νεκρός. Έξω η φρέσκια χήρα του σιγόκλαιγε πάνω απ’ τους λεκέδες αίματος, καθώς μερικοί άντρες έβαζαν τον σύζυγό της σε ένα φορείο καλύπτοντάς τον με ένα λευκό ύφασμα.

«Καλύτερα κάποιος να πυροβολούσε και μένα», είχε σκεφτεί η Έμμα στο παρελθόν. Τότε του είπε σιγανά πως ο Άντριου ξεγέλασε την οικογένειά της ότι ήταν ένα πλούσιος Ιρλανδός με κληρονομιά. «Αυτή η πόλη είναι ένα νεκροταφείο», του είπε καθώς έβαζαν τον Τζον σε ένα κάρο και το κλάμα της χήρας του μετατρεπόταν σε θρήνο.

Ο Φίντι μούδιασε στο άκουσμά του και πήρε μια έκφραση συμπόνιας για τη χήρα την οποία αυτή δε θα έβλεπε ποτέ. «Με έσυρε εδώ σαν να ήμουν σκυλί», είπε η Έμμα υπερβολικά στριφνά κι υπερβολικά δυνατά. Του είπε, επίσης, ότι όταν ο Άντριου έβηχε, ένιωθε την εγγύτητα του θανάτου πάνω του. «…και το ελπίζω», πρόσθεσε.

Αλλά ξαφνικά ένιωσε πόσο άσχημη είχε γίνει. «Συγνώμη», ψιθύρισε κουνώντας το κεφάλι της. «Δε χρειάζεται να απολογείσαι», της είπε ο Φίντι. Αυτό την ενθάρρυνε. «Υπάρχει και κάτι άλλο». Δεν μπορούσε να σταματήσει. Του είπε και για το κομμάτι χρυσού κάτω απ’ το πάτωμά της. «Κλεμμένο. Απ’ το ορυχείο», είπε.

Τα μάτια του Φίντι πλάτυναν από έκπληξη και για λίγα λεπτά δε μιλούσαν. Η Έμμα ένιωθε ανακουφισμένη, ντροπιασμένη κι ένοχη. Όμως την ίδια στιγμή ήξερε ότι άλλαζε τα πράγματα για πάντα. Τα μάτια της φούσκωναν απ’ το φόβο, το αλκοόλ και την ελπίδα της αλλαγής. Σηκώθηκαν να φύγουν. Ο Φίντι πλήρωσε το λογαριασμό και το ουίσκι που είχε βάλει μόνος του κι η Έμμα τον ευχαρίστησε.

«Δώσε στον Άντριου χαιρετισμούς», είπε ο μπάρμαν καθώς η Έμμα κι ο Φίντι άνοιγαν την πόρτα προς τα έξω. Η Έμμα απλά κούνησε το κεφάλι. Δεν την ένοιαζε. Πέρασαν μπροστά απ’ τη λίμνη αίματος που είχε στεγνώσει πάνω στο χιόνι και το αυξανόμενο πλήθος. Η χήρα του Τζον ξεμάκραινε περπατώντας πίσω απ’ το κάρο καθ’ οδόν για τον εργολάβο κηδειών.

Ο Φίντι την οδήγησε σε ένα άδειο δρομάκι όπου κανείς δεν τους έβλεπε. «Αν ο σερίφης μάθαινε για το χρυσό…», είπε. «Το ξέρω», είπε η Έμμα. Έκανε υπόκλιση, της φίλησε το χέρι κι έφυγε.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη