Την επόμενη μέρα και καμιά ώρα πριν στηθεί το μεσημεριανό τραπέζι αποφάσισε να ξυπνήσει η Δωροθέα κι αφού πήρε πρώτα ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο, διαπίστωσε ότι η μυρωδιά από το φαΐ που ψηνόταν στο φούρνο έκαναν τα μηνίγγια της να παίζουν ταμπούρλο κι έπρεπε να απομακρυνθεί το ταχύτερο δυνατόν από αυτή. Σιγουρεύτηκε -αν και δεν είχε καμιά αμφιβολία- ότι ο μικρός ήταν μια χαρά, πήρε τηλέφωνο τη φίλη της και σε δέκα λεπτά θα βρισκόντουσαν για καφέ στην πλατεία.
Χωρίς πολλά λόγια κι αφού κι οι δύο είχαν hangover που έσπαγε, κυριολεκτικά, κεφάλια παρήγγειλαν τους καφέδες τους και μέχρι το τρίτο τσιγάρο δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Είχε περάσει -εν τω μεταξύ- σχεδόν μία ώρα από τη στιγμή που η Δωροθέα ειδώθηκε με τη Στέλλα, αλλά η οικειότητα των τόσων πολλών χρόνων φιλίας τους έκανε τη σιωπή φυσιολογική. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στις σκέψεις της, άκουσε τη Στέλλα να της απευθύνει την ερώτηση που θα ήθελε να ήξερε την απάντηση.
«Τι έγινε χθες; Όλα καλά με τον Μανώλη μωρή σουπιά;»
«Οι σουπιές πετάνε μαύρο μελάνι, αν νιώσουν απειλή, γι΄αυτό ετοιμάσου να σε περιλούσω με τον καφέ αν δε σταματήσεις τις μαλακίες!» απάντησε η Δωροθέα χαμογελώντας αλλά με λίγο, ελάχιστο, μηδαμινό τσαμπουκά που συνοδευόταν από το σήκωμα του αριστερού φρυδιού.
Αμέσως ξέσπασαν κι οι δύο σε τρανταχτά γέλια κι η γλώσσα των φιλενάδων λύθηκε με αποτέλεσμα να έχουν περάσει άλλες δύο ώρες κι εκείνες να έχουν αναλύσει το θέμα από όλες τις πλευρές. Νόμιζαν! Η Στέλλα κατάλαβε ότι η διαφορά ηλικίας ήταν πολύ σημαντικό μπλοκάρισμα της όλης κατάστασης για τη φίλη της έτσι ώστε να μπορέσει να γίνει ερωτική αν έβρισκε πρόσφορο έδαφος. Βέβαια δε σταμάτησε να της λέει πώς την κοίταζε ο Μανώλης τη Δωροθέα όλη νύχτα, πόσο πολύ ταιριαστοί ήταν και πως καθόλου δεν έδειχνε η διαφορά ηλικίας. Η Δωροθέα ήταν ανένδοτη.
«Είναι πολύ μικρός! Η μάνα του έχει ίδια ηλικία με τη μεγάλη μου αδερφή. Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο γιατί σκέψου πώς θα το πω στον κυρ-Γιάννη; Ξέρεις μπαμπά, τα έφτιαξα με τον ανιψιό μου; Πολύ ενδιαφέρον τύπος, αλλά μέχρι εκεί. Έχω κι ένα παιδί!» ακούστηκε να λέει η Δωροθέα στη λήξη της συζήτησης και φάνηκε σίγουρη για τον εαυτό της.
Μετά το μεσημεριανό της γεύμα κι αφού ετοίμασε τις βαλίτσες τους για επιστροφή στην καθημερινότητα, η Δωροθέα αποφάσισε να ξεκινήσουν πολύ πρωί την επόμενη μέρα γιατί είχε κόσμο στο χωριό κι η κίνηση για τη μεγαλούπολη θα ήταν αρκετή. Καλύτερα σε σαράντα λεπτά παρά σε δύο ώρες κι ας ξυπνούσαν μία ώρα νωρίτερα. Άλλωστε προλάβαιναν και το πρωί να περάσουν από το σπίτι να αφήσουν τα πράγματα πριν ξεκινήσει η βδομάδα με δουλειά για τη μαμά και σχολείο για το γιο.
Ο μικρός χάρηκε πολύ κι άραξε στον καναπέ δίπλα στον παππού να δούνε μαζί ντοκιμαντέρ. Πρέπει να είχε πάει εφτά όταν άκουσε το όνομά της έξω από το σπίτι. Και σαν να τη διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα μόλις κατάλαβε ποιανού ήταν η φωνή. Φορώντας μια ζακέτα βγήκε και διαπίστωσε ότι ο Μανώλης είχε τηρήσει την υπόσχεση του ξημερώματος.
«Στο είπα ότι ξέρω πού μένεις. Καλησπέρα και καλή βραδιά», της είπε χαμογελώντας.
«Με ανησυχούν οι άνθρωποι που τηρούν τις υποσχέσεις τους» του απάντησε χαμογελώντας.
«Έχεις δέκα ολόκληρα λεπτά να πας να ετοιμαστείς και σε περιμένω να πάμε να βρούμε τα παιδιά. Μας περιμένουν.»
«Έγινε, δώσε μου πέντε κι είμαι έτοιμη.», του απάντησε και χάρηκε που θα βρισκόντουσαν με την παρέα. Της το έκανε πιο φιλικό κι αυτό ήταν ασφαλές.
Αν τους κοιτούσε κάποιος δίπλα-δίπλα θα νόμιζε ότι μπορεί να ήταν και σόι. Είχαν μια ομοιότητα στα χρώματά, στα έντονα χαρακτηριστικά, στο δυνατό γέλιο και στο πολύ καυστικό, γεμάτο αυτοσαρκασμό χιούμορ τους. Ο Μανώλης να κοροϊδεύει την ντοπιολαλιά του χωριού μιλώντας συνεχώς με «βλάχικη» προφορά κι εκείνη να ειρωνεύεται τον εαυτό της αφού όποτε βρισκόταν στο χωριό ξέχναγε τα ελληνικά της πόλης κι άρχιζε εκείνα του χωριού. Κι η βραδιά συνέχισε έτσι μέχρι που ήρθε η ώρα να πάει για ύπνο αφού το πρωινό ξύπνημα δεν το αγαπούσε καθόλου κι ειδικά αν είχε κοιμηθεί λίγο, για τις αντοχές της.
Η ανηφόρα για το πατρικό της φάνηκε να πήρε μεγαλύτερη κλίση στο δρόμο της επιστροφής αφού ο Μανώλης, που περπατούσε δίπλα της, έκανε ό, τι μπορούσε για να «χωρίσουν» όσο γινόταν πιο αργά.
«Δωροθέα μου αρέσεις. Πολύ.» της είπε εκατό μέτρα πριν φτάσουν σπίτι της. «Ξέρω ότι με περνάς 8 χρόνια αλλά αυτό που δε θέλω να φεύγω από δίπλα σου, μου δείχνει πως η ηλικία δεν έχει σημασία σε τέτοιες καταστάσεις. Ξέρω επίσης και για την οικογενειακή σου κατάσταση και καθόλου δε με πτοεί.» συνέχισε παντελώς ειλικρινής, αφήνοντας τη Δωροθέα, σχεδόν, με ανοιχτό το στόμα. Δεν το περίμενε καθόλου κι αν ήταν να το βλέπει να έρχεται το περίμενε γι’ αργότερα. Αν ξαναβρισκόντουσαν ποτέ.
«Θέλω απλώς να μου δώσεις την ευκαιρία να με γνωρίσεις. Αυτό και μόνο!» έκλεισε τον μικρό μονόλογό του κοιτώντας την στα μάτια.
Η αμεσότητα του Μανώλη την ανάγκασε να είναι ειλικρινής. «Δεν το περίμενα αυτό, όχι τόσο γρήγορα τουλάχιστον» του εκμυστηρεύτηκε. «Κοίτα Μανώλη είναι μεγάλη τροχοπέδη, για εμένα, η διαφορά ηλικίας. Αλλά είναι κι οι γονείς μου, το παιδί και γενικά τα δικά μου στεγανά σε τέτοιες καταστάσεις -δυστυχώς- είναι απροσπέλαστα. Στα λέω όλα αυτά γιατί αν και θα ήθελα να συνεχίσουμε να κάνουμε παρέα -φιλική εννοείται- και μόνο το ότι εσύ δεν το βλέπεις έτσι με κάνει να θέλω να οπισθοχωρήσω.» του είπε ολοκληρώνοντας τη σκέψη της.
«Δωροθέα θεώρησε πως από τώρα έχεις έναν υποψήφιο φίλο -και μόνο- και περιμένω να τα πούμε κάποια στιγμή πιο αναλυτικά. Πήγαινε τώρα για ύπνο γιατί έχεις και δρόμο το πρωί.» της δήλωσε λίγο πριν την καληνύχτα.
«Νοιάζεσαι για την ξεκούρασή μου και την ασφάλειά μου κι αυτό μου αρέσει γιατί έτσι κάνουν οι φίλοι!» του απάντησε χαμογελώντας.
«Έχω το τηλέφωνό σου. Σε ενημερώνω και σου στέλνω τώρα ένα κενό SMS να έχεις και το δικό μου. Θα σε πάρω αύριο το απόγευμα να τα πούμε. Να είσαι διαθέσιμη παρακαλώ! Καληνύχτα κι όνειρα γλυκά.»
«Άλλη μια απειλή λοιπόν! Μπορώ να το αντέξω. Καλό βράδυ Μανώλη. Καλή εβδομάδα να έχουμε.»
«Μια χαρά θα είναι η εβδομάδα μας. Γνωριστήκαμε. Αυτό από μόνο του κάνει για πολλές καλές βδομάδες.» της είπε γυρνώντας να φύγει, χαμογελώντας.
«Παιδιά, ανέμελα κι αθώα.» του απάντησε μέσα από τα γέλια της.
«Να είσαι διαθέσιμη. Αυτό σου λέω μόνο γιατί δεν τάζουν σε μικρούς και τρελούς. Κι εγώ τα έχω και τα δύο.» της απάντησε κατηφορίζοντας.
Η στιγμή ήταν αμήχανη αλλά εκείνη είχε εξηγηθεί. Άλλωστε τον έβλεπε φιλικά. Και μόνο. Αλλά γιατί ανυπομονούσε για το αυριανό τηλεφώνημα;
To be continued…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου