Οι μέρες περνούσαν κι ο Μανώλης με τη Δωροθέα μιλούσαν καθημερινά και βρισκόντουσαν συχνότερα. Τα πειράγματα από τους κοινούς τους φίλους έδιναν κι έπαιρναν αλλά κι οι δύο διαβεβαίωναν τους πάντες πως είναι μόνο φίλοι. Άλλωστε όλο αυτό τον καιρό το μόνο που συνέβαινε μεταξύ τους ήταν το πολύ μπλα-μπλα. Αναλυτικότατο βέβαια, περί παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος αλλά μόνο μπλα-μπλα. Εκείνο το Σαββατοκύριακο η Δωροθέα θα πήγαινε να δει τους δικούς της, οπότε οι έξοδοί της στα πάτρια εδάφη ήταν βέβαιο πως θα συνοδευόντουσαν κι από την παρουσία του Μανώλη.
«Δωροθέα, εδώ στο χωριό κυκλοφορεί η φήμη ότι κάτι συμβαίνει ανάμεσα σε σένα και με έναν Μανώλη από το διπλανό χωριό. Τον ξέρω; Είναι αλήθεια; Είσαι καλά;» άκουσε τον πατέρα της να τη ρωτάει ώρα μετά την άφιξή τους στο πατρικό της κι ενώ ο μικρός είχε πάει στο πάρκο με τη γιαγιά.
Στην αρχή σοκαρίστηκε η Δωροθέα με το πόσο γρήγορα κυκλοφορούν οι ειδήσεις για τους κατοίκους του χωριού αλλά από την άλλη γνώριζε από την αρχή πως κάποια στιγμή θα συνέβαινε κι αυτό, αφού οι επαφές της με τον Μανώλη δεν είχαν κόψει αλλά αντιθέτως είχαν γίνει περισσότερες όπως επίσης είναι πασίγνωστο πως οι κλειστές κοινωνίες τρέφονται από κουτσομπολιά για οτιδήποτε παρεκκλίνει της καθημερινότητάς των.
Πήρε μια βαθιά ανάσα κι εξήγησε στον -αυστηρό- μπαμπά Γιάννη τι συνέβαινε. Παραδέχτηκε ότι της αρέσει ο νεαρός αλλά στάθηκε αρκετά στη λέξη νεαρός κι ο πατέρας της έπιασε το νόημα των λεγόμενων και των δισταγμών της επακριβώς. Δε δίστασε επίσης να του πει ότι ένας μεγάλος ανασταλτικός παράγοντας είναι η άποψη η δική του αλλά και το γεγονός πως ο Μανώλης έχει γονείς σε ηλικία σχεδόν ίση με τη μεγάλη της αδερφή.
Αφού την άκουσε προσεκτικά ο κυρ-Γιάννης της είπε να προσέχει να μην πληγωθεί, ότι καμία σημασία δεν είχε η ηλικία κι αν αυτός ο άνθρωπος την έκανε να περνάει καλά να του έδινε μια ευκαιρία χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα παντρευτούν κιόλας. Της τόνισε τη σημασία των ευτυχισμένων στιγμών της ζωής και της ζήτησε να αποφασίσει τι θα κάνει λέγοντάς της: «Αν θέλουν στο χωριό να σε χρησιμοποιήσουν σαν το νέο της ημέρας, της βδομάδας ή του μήνα φρόντισε να τους δώσεις έναν καλό λόγο να σε συζητάνε. Κι αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος, εκτός, από το χαμόγελό σου. Μην κωλώνεις πουθενά κι ακόμα κι αν οι γονείς του Μανώλη έχουν αντιρρήσεις είμαι πεπεισμένος πως γνωρίζοντάς σε θα τις καταρρίψεις όλες. Ποτέ δε θα είσαι σίγουρη για κάτι εκτός αν το δοκιμάσεις. Κι απ’ ό,τι μου λες αυτός ο νεαρός φαίνεται να δείχνει λίγη περισσότερη ωριμότητα από εσένα στο συγκεκριμένο θέμα.»
Παρά λίγο να την πάρουν τα κλάματα με ό, τι άκουγε από το στόμα του πατέρα της αλλά συγκρατήθηκε. Ένα μεγάλο βάρος έφυγε από πάνω της κι αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, άλλα περίμενε ν’ ακούσει από τον μπαμπά της κι άλλα άκουσε. Εξεπλάγην θετικά κι αυτό την έκανε λίγο περισσότερο χαρούμενη αφού αποφάσισε ότι ο μπαμπάς της είχε δίκιο και θα σκεφτόταν σοβαρά τι θα έκανε με αυτό το θέμα.
Τα τηλέφωνα άρχισαν να χτυπούν κι η Στέλλα μαζί με την παλιοπαρέα θα την περίμεναν στην πλατεία στις εννιά για να πάνε όλοι μαζί για ποτά. Ο Μανώλης δεν είχε εμφανιστεί ακόμη αλλά δεν ανησυχούσε γιατί είχε ήδη αποδείξει πως τηρούσε ό, τι έλεγε οπότε σίγουρα θα βρισκόντουσαν κάποια στιγμή.
Η ώρα ήρθε κι η παρέα βρέθηκε. Τα γέλια και τα χαχανητά περίσσευαν αλλά η Δωροθέα είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί για τη μη εμφάνιση του νέου της φίλου. Έτσι αποφάσισε να του τηλεφωνήσει. Βγαίνοντας από το μαγαζί, για να βρει λίγη ησυχία, τον βρήκε εκεί.
«Τι κάνεις εδώ άνθρωπέ μου και μ’ ανησύχησες σήμερα; Γιατί δεν μπαίνεις μέσα; Είσαι καλά;» τον ρώτησε βομβαρδίζοντάς τον με απορίες και λίγα νεύρα.
«Ναι μια χαρά είμαι απλά δεν είμαι σίγουρος αν ήθελα να μπω μέσα ή όχι.» απάντησε εκείνος εμφανώς κακοδιάθετος.
«Γιατί δεν είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε ορθά-κοφτά κοιτώντας τον κατάματα.
«Γιατί ρε συ φιλενάδα το ψιλοβαρέθηκα λίγο αυτό το παιχνίδι κι έχω φτάσει στα όριά μου και δε νομίζω να μπορέσω ποτέ να σε δω φιλικά και δε με ενδιαφέρουν τα κολλήματα που έχεις με τη διαφορά ηλικίας μας και το γεγονός πως έχεις κι ένα παιδί -που υπεραγαπώ και το ξέρεις. Επίσης, απ’ ό, τι φαίνεται, εσύ απλώς απολαμβάνεις όλη αυτή την κατάσταση κι εγώ πρέπει να δω εάν μπορώ να συνεχίσω να βρίσκομαι δίπλα σου έτσι. Φιλικά και μόνο. Αυτά συνοπτικά και μάλλον δεν έπρεπε να έρθω σήμερα γιατί θα χαλάσω και τη δική σου διάθεση και δεν είναι αυτός ο σκοπός μου.» είπε ο Μανώλης με μία ανάσα, λίγα νεύρα αλλά πολλή απογοήτευση.
Πριν προλάβει να του απαντήσει κάτι η Δωροθέα εκείνος σηκώθηκε από τη καρέκλα που καθόταν με σκοπό να την καληνυχτίσει και να φύγει. Ίσως να ήταν απλά η κακή του διάθεση που τα έβλεπε όλα μαύρα. Θα πήγαινε σπίτι του να ηρεμήσει κι από αύριο θα έβλεπε τι θα έκανε.
«Μανώλη; Πριν φύγεις να σου πω λίγο κάτι; Μπορώ; Δε θα μας πάρει πολύ. ‘Ελα να σου δείξω. Είναι απαραίτητη η συνδρομή σου σε κάτι που είναι πολύ σημαντικό για μένα.» τον πρόλαβε πριν απομακρυνθεί αρκετά.
Την πλησίασε με κακή διάθεση αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Άλλωστε κι εκείνη ήταν ξεκάθαρη από την αρχή άσχετα που τώρα θύμωνε μαζί της.
«Τι είναι;» τη ρώτησε.
Κι ενώ ο Μανώλης περίμενε να δει σε τι χρειαζόταν βοήθεια η Δωροθέα, εκείνη τον τράβηξε και σηκώνοντας τα πόδια της στις μύτες του έδωσε το πιο γλυκό φιλί της. Του πήρε λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβει γιατί τον φιλούσε στο στόμα αλλά η φωτιά δεν άργησε ν’ ανάψει. Ο Μανώλης έλαμπε ολόκληρος κι εκείνη έτρεμε σαν ψάρι στην αγκαλιά του.
Η παρέα που παρακολουθούσε από μέσα με μεγάλη αγωνία αυτή τη συνεύρεση, μόλις είδαν ότι η Δωροθέα έκανε το μεγάλο βήμα -για ‘κείνη- ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές που ακούστηκαν μέχρι έξω και τους έκαναν να ξεσπάσουν σε γέλια. Η βραδιά συνεχίστηκε με γέλια, χορό κι έρωτα. Τώρα το χωριό είχε έναν πολύ καλό λόγο να τη σχολιάζει. Κι ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν την ενδιέφερε καθόλου!
The end.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου