«Έλα καλησπέρα, εγώ είμαι -αν και το είδες πριν μου απαντήσεις στο τηλέφωνο- και για να μου απαντήσεις πάει να πει ότι δε με αποφεύγεις κι αφού δε με αποφεύγεις πες μου πως αύριο το βραδάκι θα έχεις κανονίσει να είσαι ελεύθερη να περάσω να σε πάρω να πάμε μια βόλτα» είπε με μια ανάσα ο Μανώλης.

«Καλησπέρα και σε σένα Μανώλη και χαίρομαι κι εγώ που σε ακούω. Αύριο ε; Θα το κανονίσω.» του απάντησε γελώντας.

«Οκτώ είναι καλά;» τη ρώτησε.

«Εξαιρετικά! Θα τα πούμε αύριο λοιπόν.» του είπε κλείνοντας του το τηλέφωνο.

Το βράδυ τη βρήκε με πολλές σκέψεις. Πάντα ήταν της υπερανάλυσης αλλά τώρα έπρεπε να καταστρώσει σχέδιο εξόντωσης της «βόμβας» πριν εκραγεί. Χαζή δεν την έλεγε κάποιος, οπότε το σχέδιο του Μανώλη φάνταζε ξεκάθαρο μπροστά της. Προσπαθούσε να τη φέρει στο σημείο που θα της γινόταν απαραίτητος. Φίλος ή υποψήφιος σύντροφος, λίγη σημασία είχε την παρούσα στιγμή. Της ζήτησε να του επιτρέψει να τον γνωρίσει κι αυτό προϋπόθετε επικοινωνία. Δια ζώσης, τηλεφωνικά, ηλεκτρονικά, ακόμη και με σήματα καπνού αν χρειαζόταν. Κι ενώ η λογική της τής έδειχνε ξεκάθαρα πού πάει η όλη υπόθεση κι ότι πρέπει να μην επιτρέψει στα στεγανά της να μπάσουν νερά, από την άλλη έπιανε τον εαυτό της να αδημονεί για την αυριανή τους συνάντηση.

«Στέλλα αυτός ο Μανώλης είναι λίγο του γιατρού ή εγώ είμαι του ψυχίατρου;» ρώτησε τη φίλη της το επόμενο πρωί στο τηλέφωνο.

«Είστε κι οι δύο για εγκλεισμό σε ίδρυμα αλλά κάν’ το μου ψιλά και ξαναμοίρασε για να καταλάβω.» της απάντησε η Στέλλα ενώ δεν πίστευε πως η μουρλή φίλη της την κάλεσε οκτώ η ώρα το πρωί να μιλήσουν για τον Μανώλη. Αφού είναι μικρός, σκέφτηκε και άρχισε να γελάει μόνη της καθ’ ότι κάτι της έλεγε μέσα της πως η επιμονή του «μικρού» θα έσπαγε τον τσαμπουκά της φιλενάδας της.

Κι ενώ ταυτόχρονα με την περιγραφή των γεγονότων η Δωροθέα έφτιαχνε τον δεύτερο καφέ της, η Στέλλα προσπαθούσε να την καθησυχάσει ότι όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας της, αν κι ήξερε πως ψεύδεται οικτρά. Αλλά έπρεπε να την ηρεμήσει γιατί το είχε πολύ πιθανό να το ακύρωνε το σημερινό η Δωροθέα κι αυτό, ίσως να της κόστιζε έναν υποψήφιο καλό φίλο. «κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας» σκέφτηκε η Στέλλα.

«Στέλλα άσε τα χαζά και πες μου στ’ αλήθεια την άποψή σου.» είπε η Δωροθέα φανερά εκνευρισμένη.

«Ωχ, κοίτα να σου πω πολυαγαπημένη και θεότρελη φιλενάδα μου. Ο άνθρωπος ήταν ξεκάθαρος. Και τέτοιες εξηγήσεις σπάνια τις συναντάς τη σήμερον ημέρα, όπως θα έλεγε κι ο κυρ-Γιάννης. Τον ευθύ τον άνθρωπο ξέρεις πώς να τον αντιμετωπίσεις. Εσύ είσαι που δεν είσαι ξεκάθαρη με το τι θες και τι σου γίνεται κι εσύ είσαι επίσης που πας και κρύβεσαι πίσω από διάφανες κουρτίνες λες και δε φαίνεται στη μάπα σου πόσο πολύ σου αρέσει. Όλα τα άλλα που μου λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ!» της απάντησε η Στέλλα και μια νεκρική σιγή λίγων δευτερολέπτων ακολούθησε στη συνομιλία τους.

«Δε σε πήρα για καλό, χειρότερα τα έκανες τα πράγματα. Πάω στη δουλειά. Μιλάμε. Φιλιά κι άλλη φορά αν θες να μου πετάξεις πετσέτα στα μούτρα να έχεις φροντίσει να μην είναι βρεγμένη.» είπε η Δωροθέα καθώς έκλεινε το τηλέφωνο και συνειδητοποιούσε ότι η αλήθεια δε μας αρέσει πολλές φορές αλλά δεν παύει να είναι η αλήθεια.

Το φόρτο εργασίας και το τρέξιμο μέσα στη μέρα έφεραν το σχόλασμα. Ο μικρός θα έμενε στον Χάρη. Άλλωστε ο λόγος που αποφάσισαν να μη μένουν ο ένας στη δύση κι ο άλλος στην ανατολή ήταν για να μπορεί και ο Γιώργος να έχει κοντά -αν και σε διαφορετικά σπίτια- και τους δύο του γονείς. Κι απ’ όσο θυμάται δεν έχει ξαναζητήσει από τον πρώην της να κρατήσει μεσοβδομάδα το παιδί.

Προτίμησε ένα επιμελώς ατημέλητο look χωρίς επιτήδευση με σκοπό να ξελογιάσει κάποιον. «Καλύτερα αόρατη παρά γυαλιστερή», σκέφτηκε και κούμπωσε το υπεροχότατο κι άνετο τζιν της.

Το θυροτηλέφωνο χτύπησε κι αφού του είπε ότι κατεβαίνει, στάθηκε για λίγο στην εξώπορτα του σπιτιού της και αναρωτήθηκε πόσο καιρό είχε να θέλει να βγει ραντεβού. Γιατί όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί η συνάντηση αυτή δε μύριζε φιλία. Κι όλοι οι εμπλεκόμενοι το ήξεραν αυτό. Απλώς έκαναν τους χαζούς με μεγάλη επιτυχία.

Κάποια στιγμή κι ενώ τους άκουγε όλο το τσιπουράδικο από τα γέλια, ακούστηκε από τα ηχεία ο Κραουνάκης να τραγουδάει «Λες, πριν να γίνουν όλα χτες» και τα γέλια πάτησαν λίγο φρένο. Η στιγμή έγινε λίγο αμήχανη κι εκείνος με εμφανή καλοπροαίρετη αφέλεια έσπασε τον πάγο που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους για λίγο, με ένα αστείο γεμάτο καφρίλα. Και κάπου εκεί η Δωροθέα κατάλαβε ότι ο έρωτας, μάλλον, τη χτύπησε κατακούτελα. Έτσι απλά. Με ένα αστείο όπου αν το άκουγε από κάποιον άλλον ήταν πολύ πιθανό να αναγκαζόταν να λερώσει το ποινικό της μητρώο.

«Μανώλη πρέπει να φύγω. Κι εσύ έχεις δρόμο να κάνεις.» του δήλωσε καθώς αμυνόταν σε ό,τι την είχε βρει στο δόξα πατρί.

Εκείνος ήξερε. Από την πρώτη στιγμή ήξερε κι είχε καταλάβει. Άλλωστε ένας από τους λόγους που του άρεσε ήταν γιατί μπορούσε να την αποκωδικοποιήσει λες και γνωριζόντουσαν από χρόνια. Και το ίδιο έκανε κι εκείνη. Κι όλο αυτό δε θα το άφηνε να χαθεί αμαχητί για κανένα και για τίποτα. Ήταν ικανός να φέρει να πάνω-κάτω αρκεί να τους έδινε η Δωροθέα μια ευκαιρία να δοκιμάσουν.

«Εντάξει λοιπόν. Δε σου χαλάω χατήρι. Πάμε.» της απάντησε ενώ ζητούσε το λογαριασμό.

Φτάνοντας στην πολυκατοικία που έμενε η Δωροθέα τη συνόδευσε μέχρι τη πόρτα.

«Καληνύχτα όμορφη. Τα λέμε αύριο.» της είπε κι έκανε μεταβολή να φύγει.

«Αύριο; Αύριο τι;» τον ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.

«Αύριο θα τα πούμε. Ξανά. Και μη ρωτάς πολλά και γεμίζεις το κεφάλι σου με επιπλέον σκοτούρες.» της απάντησε αφού κοντοστάθηκε.

«Μανώλη μιλάς με γρίφους.» αποκρίθηκε εκείνη χαμογελώντας.

«Τότε μπορείς να με λες και γέροντα. Τα λέμε αύριο γερόντισσα.» της απάντησε κλείνοντας της το μάτι και φιλώντας την σβουριχτά στο μάγουλο.

Τον είδε να φεύγει, σχεδόν, χοροπηδώντας και τον άκουσε να σιγοτραγουδάει: «Φίλα με, να δεις πως αισθάνομαι».

 

To be continued…

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου