23 Δεκεμβρίου, δέκα η ώρα το πρωί ήταν όταν την ξύπνησε το τηλεφώνημά του. Εκείνος, απ’ τη μία ακουγόταν αγχωμένος να προλάβει η αγαπημένη του το αεροπλάνο, αλλά απ’ την άλλη, μπορούσε να διαφανεί μέσα απ’ τη φωνούλα του η λαχτάρα κι η ανυπομονησία να τη συναντήσει. Εκείνη, η Έλενα, ένιωθε ακριβώς όπως κι εκείνος. Περίμενε καιρό τη μέρα που θα τον ξαναέβλεπε. Μετρούσε αντίστροφα τις μέρες, τις ώρες και τα δευτερόλεπτα που θα την ξαναέσπρωχναν στην αγκαλιά του. «Πόσο άδικη είναι η ζωή μακριά του», σκεφτόταν συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά όμως, δε στάθηκε ποτέ εμπόδιο ανάμεσά τους. Μπορεί κάτι τόσο μικρό να χαλάσει έναν αμοιβαίο και παθιασμένο έρωτα όπως τον δικό τους; Δεν μπορεί.
Η χαρά της Έλενας να συναντήσει τον Άγγελο μετά από τρεις μήνες ήταν απερίγραπτη. Μπήκε λοιπόν στο αεροπλάνο με προορισμό την ντυμένη στα γιορτινά της Αθήνα. Η Αθήνα τα Χριστούγεννα άλλαζε, γινόταν μια πολύ μαγική πόλη. Η αίσθηση που σου προκαλούσε έτσι στολισμένη όπως ήταν, ήταν μοναδική. Τα Χριστούγεννα, ήταν λοιπόν η αφορμή να ξανασμίξει το ζευγάρι. Εκείνους μόνο αυτό τους ενδιέφερε, να αντικρίσουν ξανά το πάθος τους, το χαμόγελό τους, την αγάπη τους, τη ζωή τους.
Επιτέλους ήταν εκεί. Είχε φτάσει πια και μπορούσε να νιώσει την ένταση της πόλης αυτής όπως κι ο αγαπημένος της. Γεμάτη με δάκρυα και παράπονο, έτρεξε και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά του, το σπίτι της. «Μωρό μου, πόσο μου έχεις λείψει, πόσο να ήξερες» της φώναξε. Έμειναν αγκαλιά αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι ήταν πάλι εκεί, μαζί, ένα.
Το σπίτι τους ήταν μια ζεστή και αγαπησιάρικη φωλίτσα κοντά στο κέντρο. Μπορούσε κανείς απ’ την πρώτη στιγμή που έμπαινε να χαζέψει σε φωτογραφίες τον μεγάλο έρωτά τους. Ακόμα και το σπίτι βροντοφώναζε με τον δικό του τρόπο όλα όσα τους ένωναν. Είχε νιώσει κι εκείνο κάποιες άδειες και χαμένες μέρες τη θλίψη του, κάτι κενά μοναχικά βράδια και κάποιες στιγμές πόνου. Του έλειπε τόσο πολύ η παρουσία της δίπλα του. Ο Άγγελος ήταν πιστός σε εκείνη και του έλειπε κάθε δευτερόλεπτο. Μια μέρα χωρίς την Έλενα, ήταν μια μέρα χαμένη.
Αργότερα, δυστυχώς έπρεπε να πάει στη δουλειά του. Ήταν τυχεροί όμως, που η δουλειά του Άγγελου ήταν ακριβώς κάτω απ’ το σπίτι κι ανά πάσα στιγμή εκείνη μπορούσε εύκολα να τον επισκεφτεί. Σηκώθηκε με παράπονο απ’ το κρεβάτι τους, τη χάζεψε κι ετοιμάστηκε. «Γυναίκα μου, τι θα μαγειρέψεις το βράδυ;». «Στο φυλάω για έκπληξη» του αποκρίθηκε. Της άρεσε να τον φροντίζει, θα του μαγείρευε κάτι που πολύ αγαπούσε. Θα μάζευε το σπίτι, θα καθάριζε και θα στόλιζε το σπίτι τους με γιορτινή διάθεση νιώθοντας τυχερή για τη ζωή της.
Ευχόταν να μη χάσουν αυτό το δέσιμο. Ήταν ο πρώτος της μεγάλος έρωτας όπως το ίδιο ακριβώς και για τον Άγγελο. Δίπλα του περνούσε μοναδικά, έναν παθιασμένο και σπάνιο έρωτα με έντονο και πρωτόγνωρο συναίσθημα. Είχαν ανακαλύψει ο ένας στον άλλον έναν κρυμμένο θησαυρό που είχε μέσα του όλα όσα επιθυμούσαν να αγαπήσουν και να βιώσουν. Ένιωθαν οι πιο τυχεροί άνθρωποι όλου του κόσμου. Είχαν επιτέλους βρει, αν και σε νεαρή ηλικία, το άλλο τους μισό, τον άνθρωπό τους.
Η σωματική τους έλξη ήταν διαφορετική απ’ τις κλασικές, η εγκεφαλική ήταν ό,τι πιο σημαντικό για εκείνους και θα υπήρχε ακόμη και μετά από χίλια χρόνια. Ό,τι κι αν γινόταν, κανένας ποτέ δε θα μπορούσε να ξε-αγαπήσει τον άλλο. Αυτοί οι δύο, ήταν ένα ολόκληρο. Αυτοί οι δύο γεννήθηκαν για να είναι μαζί. Είναι γραφτό απ’ τη μοίρα.
Αφού σχόλασε, της υποσχέθηκε ταινία στο εμπορικό και βόλτα στη γιορτινή πρωτεύουσα. Ζούσαν ένα απ’ αυτούς τους έρωτες που ζηλεύεις κι οι φίλοι του πάντα φρόντιζαν να την ενημερώνουν πόσο κύριος ήταν και πόσο του έλειπε όταν ήταν μακριά του.
Κατέβηκαν στο κέντρο αγκαλιά, ανακουφισμένοι πια που ο καθένας βρισκόταν εκεί που άνηκε κι έκαναν βόλτα στη φωτισμένη πλατεία Συντάγματος που είχε πλημμυρίσει από κόσμο. Τα κάλαντα ηχούσαν σε όλη την πλατεία και στα μαγαζιά της Ερμού. Αγόρασαν φρέσκο προφιτερόλ από ένα μαγαζάκι εκεί κοντά και το έβαλαν για Αναφιώτικα χέρι-χέρι. Ο στολισμός και το κλίμα Χριστουγέννων τους γοήτευε, όμως η θέα της Ακρόπολης, κάθε φορά που την καμάρωναν, τους έκοβε την ανάσα. Η νύχτα για εκείνους εκτός από Χριστούγεννα, μύριζε κι έρωτα.
Γύρισαν στο σπίτι τους, που τώρα πια ήταν πιο όμορφο,- όχι γιατί η Έλενα το είχε μαζέψει και στολίσει ούτε απ’ τις μυρωδιές των γλυκών που είχε φέρει απ’ την Κρήτη- αλλά γιατί εκείνο χαμογελούσε και πάλι. Ήταν ευτυχισμένο που εκείνοι ήταν μαζί. Τα πιο γλυκά Χριστούγεννα θα τους έβρισκαν εκεί, στην Αθήνα. Τα πιο γλυκά Χριστούγεννα θα ήταν μαζί αγαπημένοι, να χαίρονται τα νιάτα τους και τον έρωτά τους. Κάθε αναπνοή πλέον, ήταν μια ανακούφιση και για τους δύο.
Λίγο πριν κοιμηθούν της είπε «Η ευχή των Χριστουγέννων, σήμερα πραγματοποιήθηκε», «Θα πραγματοποιείται κάθε Χριστούγεννα», τον καθησύχασε. «Κάθε Χριστούγεννα θα τα περνάμε μαζί αγκαλιά, για πάντα», «Για πάντα»του ψιθύρισέ στο αφτί. Ώσπου αποκοιμήθηκαν αγκαλιά εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη