Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

 

Ήταν μια βροχερή και κρύα ημέρα του χειμώνα όταν η Έλενα ξύπνησε πριν καν χτυπήσει το ξυπνητήρι της. 23 Δεκεμβρίου έλεγε το ημερολόγιο κι η ώρα 8 το πρωί. Ξύπνησε αυθόρμητα χωρίς να περιμένει κάτι, χωρίς να αναζητά αυτήν την φορά το τηλεφώνημα κάποιου που συνήθιζε να την ξυπνάει και να την καθησυχάζει τις δύσκολες μέρες της. Ένας κεραυνός την ταρακούνησε και την έκανε να αισθανθεί ανασφάλεια. Ήταν μόνη της αυτήν τη φορά σε όλα.

Ο Άγγελος, εκείνο το κρύο πρωινό του Δεκέμβρη ξύπνησε δίπλα σε μια γυναίκα που συστηνόταν ως η νέα του κοπέλα. Είχε ονειρευτεί πριν ανοίξει τα μάτια του κάτι πολύ παράξενο, κάτι που πλέον άνηκε στο παρελθόν. Είχε ονειρευτεί εκείνη, την πρώτη του αγάπη. Τι παράξενο όνειρο. Καιρό είχε να την επαναφέρει στη μνήμη του, καθώς περνούσαν οι μέρες ήσυχα. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι θα άρχιζε μια καινούρια ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν εγκατέλειψε την Αθήνα και γύρισε πίσω στο νησί του.

Εκείνη κοίταζε το παράθυρο με τις ώρες, λες και περίμενε κάτι. Τα μάτια της βούρκωσαν απότομα κι ο ουρανός έγινε βίαιος ρίχνοντας χαλάζι. Είχε ξεχάσει να ανοίξει το καλοριφέρ, άλλα και πάλι δεν κρύωνε. Ήταν τόσο παγωμένη μέσα της που το έξω ούτε που την ενοχλούσε.

Εκείνος πάλι, κοιτούσε δίπλα του κι αντίκριζε τον καινούριο του έρωτα. Ήταν όντως έρωτας; Σκεφτόταν μάταια αρκετές φορές. Δυστυχώς, δεν ήταν λίγες οι μέρες που έπεφτε σε διχασμούς και συγκρίσεις. Το πάθος και τη λάμψη τα είδε μόνο στην πρώτη. Οι άλλες ήταν για εκείνον περαστικές. Καμία δεν έβλεπε τον αληθινό εαυτό του ούτε του πρόσφερε τον έρωτα που τόσο του είχε λείψει. Προσπαθούσε, ειδικά στην αρχή να τιθασεύσει τα συναισθήματά του και να πάψει να τη νοιάζεται και να την αγαπάει. Πίστευε πως το είχε καταφέρει με τον καιρό. Ήταν για το καλό του, όπως έλεγε.

Έφτασαν Χριστούγεννα κι η Έλενα δεν είχε στολίσει ακόμη το σπίτι. Δεν είχε φτιάξει γλυκά ούτε είχε κλείσει εισιτήρια να ανέβει στην πρωτεύουσα. Τι να κάνει εκεί άλλωστε; Είχε αδειάσει από έρωτα. Φέτος, η Αθήνα δε θα γιόρταζε όπως τις προηγούμενες χρονιές. Φέτος όλα θα ήταν διαφορετικά κι αδιάφορα. Καμία ευχή δε θα ψιθύριζαν παρέα, τίποτα δεν είχε απομείνει απ’ τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Είχαν αλλάξει όλα και θα έλεγε κανείς πως οι χριστουγεννιάτικες ευχές κι υποσχέσεις τους γελούσαν τώρα πια μαζί τους μα πού να ‘ξεραν…

«Μωρό μου, σήκω επιτέλους απ’ το κρεβάτι, είναι Χριστούγεννα» του φώναζε. Σηκώθηκε με μισή καρδιά.«Σταμάτησε να βρέχει, θέλω να βγούμε έξω να χαρούμε τις γιορτές», «Σου το υπόσχομαι, θα βγούμε και θα περάσουμε αξέχαστα» αποκρίθηκε στο κορίτσι του. Βγήκαν και καθώς επέστρεψαν κουρασμένοι, κοιμήθηκαν αμέσως. Τουλάχιστον εκείνη γιατί ο Άγγελος ξαγρύπνησε όλη τη νύχτα σκεπτόμενος τις περσινές γιορτές. Τίποτα δεν είχε σχέση με τις στιγμές που έζησε τα Χριστούγεννα στην Αθήνα. Το παραδέχτηκε στον εαυτό του. Η Έλενα ήταν μόνο μια όμορφη ανάμνηση πια.

Εκείνη πέρασε τα Χριστούγεννα της λίγο με την οικογένειά της και λίγο μόνη. Πήγε στο σπίτι των γονιών της γιατί στο δικό της δεν άντεχε το κλίμα. Ήταν τόσο όμορφη και νέα απ’ τη μία μα απ’ την άλλη τόσο κολλημένη και συναισθηματική. Στο μυαλό της επικρατούσε ένα χάος κι οι σκέψεις της έπαιρναν φωτιά. Είχε πεισθεί κι η ίδια πως όλα είναι στο μυαλό μας και πως βρίσκονται στο χέρι μας για να τα αλλάξουμε και να γίνουμε καλύτεροι, όμως τίποτα δεν μπορούσε να κάνει πράξη κι ας είχε καταλάβει την αξία της. Τον αγαπούσε ακόμη το ίδιο, δεν είχε αλλάξει τίποτα μέσα της. Ήταν σχεδόν το ίδιο κορίτσι με τότε. Η μόνη διαφορά ήταν πως τότε τα μάτια της έλαμπαν από ευτυχία.

Η ώρα ήταν περασμένη όταν χτύπησε το τηλέφωνό της.  «Χρόνια πολλά, φίλη, πού είσαι;» Κάπως έτσι, με ένα απλό τηλεφώνημα η Έλενα βρέθηκε στο Χριστουγεννιάτικο πάρτι που ετοίμασε τελευταία στιγμή η Κορίνα. Υπήρχαν πολλά άτομα που δεν ήξερε. Η φίλη της δε δίστασε να της γνωρίσει έναν συμφοιτητή της, που εκτός από γοητευτικός ήταν και πολύ ευγενικός. Για όλους τους άλλους βέβαια, αφού η Έλενα δεν τον συμπάθησε αμέσως ούτε την κολάκευε η παρουσία του. Για εκείνη, όλοι αδιάφοροι ήταν, χάρη έκανε στην Κορίνα που πήγε.

«Θα ήθελες ένα ποτήρι κρασί;» τη ρώτησε. «Απ’ ό,τι βλέπεις πίνω τζίν» του απάντησε. «Γιατί είσαι λυπημένη, Έλενα». «Είμαι πολύ καλά, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας». Την είχε ερωτευτεί απ’ την πρώτη ματιά. Ήταν δύσκολη κι εκείνος είχε πολύ υπομονή και θέληση για να την κάνει έστω και μια φορά να του χαμογελάσει.

«Έλεος πια αυτός ο τρελογιατρός.» παραπονέθηκε στη φίλη της. «Κορίτσι μου, ξέρεις πόσες θα ήθελαν να ήταν αυτήν τη στιγμή στη θέση σου; Οι μισές εδώ μέσα τον γλυκοκοιτάνε. Είναι όμορφος κι υπέροχος άνθρωπος.» απάντησε με νεύρα αυτήν τη φορά η Κορίνα και την έβαλε επιτέλους στη θέση της.

Το κλίμα ζεστάθηκε κι η Έλενα μαλάκωσε λίγη ώρα αργότερα. Δεν περνούσε κι άσχημα τελικά. Έβλεπε την Κορίνα ευτυχισμένη για το επιτυχημένο πάρτι της και χαιρόταν με την καρδιά της. Άρχιζε να παίζει ένα Χριστουγεννιάτικο ταγκό κι αμέσως ο γιατρός μας, ο Αλκιβιάδης, πρότεινε στην Έλενα να χορέψουν μαζί αυτό το χορό. Δέχτηκε κατευθείαν, μέχρι που παραξενεύτηκε ευχάριστα κι ο ίδιος. Πιο ωραία ντάμα εκείνη τη βραδιά δεν υπήρχε. Το κόκκινο φόρεμά της την έκανε πιο φλογερή και τα κόκκινα χείλη της πιο σαγηνευτική. Ήταν ένα θησαυρός η Έλενα που κάθε άντρας αναζητούσε.

«Είσαι πολύ όμορφη για να είσαι αληθινή και χορεύεις υπέροχα επίσης.». «Σε ευχαριστώ πολύ για τα λόγια σου» του απάντησε κοκκινισμένη και συνέχισε λέγοντας «Κι εσύ, Αλκιβιάδη, χορεύεις πολύ όμορφα». Χαμογέλασε και την έκανε μια στροφή. Τους χάζευαν γιατί ήταν εξαίσιοι χορευτές και ταιριαστό ζευγάρι. Ήταν αλήθεια.

«Έκανες χριστουγεννιάτικη ευχή;» τη ρώτησε. «Ναι, ευχήθηκα να έχουν υγεία όσοι αγαπώ» του απάντησε κι εκείνος τη θαύμασε για άλλη μια φορά.

Κάπως έτσι, τα Χριστούγεννα ζωντάνεψαν ξανά.

Συντάκτης: Ευαγγελία Μικέ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη