Το ξυπνητήρι χτυπούσε. Άλλη μια μέρα την υποδεχόταν μ’ εκείνον τον επίμονο ήχο. Σαν να της υπενθύμιζε όσα «πρέπει» γυρεύουν ανθρώπινες θυσίες κι όσες υποχρεώσεις καταπίνουν τις επιθυμίες. Η Εβελίνα τεντώθηκε ανόρεχτα απ’ τη δεξιά πλευρά του κρεβατιού. Πάντοτε σ’ αυτήν κουλουριαζόταν. Ακόμη και το τελευταίο εξάμηνο που κανείς δε διεκδικούσε πια χώρο στο αναπαυτικό της στρώμα.
Κάθε σχέση της έληγε μέσα σε μια στιγμή τελικά. Τη στιγμή που οι δύο σύντροφοι λάμβαναν τη θέση τους στο τραπέζι και δεν είχαν πολλά ακόμη να πουν. Ήταν κάτι διαφορετικό απ’ τη γλυκιά αίσθηση της ανεπιτήδευτης οικειότητας, απ’ την άδεια να είσαι ο εαυτός σου με τις εξάρσεις πολυλογίας και τις λυτρωτικές σιωπές σου. Ήταν η τελεία, οι παύσεις που στερούνταν οξυγόνο κι ο κύκλος που ή θα έκλεινε ή θα έπνιγε τους άμεσα εμπλεκόμενους.
Η Εβελίνα ανέκαθεν διατεινόταν σε φίλους και γνωστούς πως λάτρευε τη σταθερότητα. Κι ως ένα βαθμό θα δυσκολευόσουν να αντικρούσεις τους ισχυρισμούς της. Φαντάσου πως κουβάλησε στη μοντέρνα της κουζίνα τα φοιτητικά της σερβίτσια, μιλούσε κάθε πρωί στις δέκα και τέταρτο ακριβώς με τον κολλητό της φίλο και τις Τετάρτες έπινε σοκολάτα με γεύση αγριοκέρασο στη γωνιακή καφετέρια της γειτονιάς της.
Μα ένα πράγμα απεχθανόταν όσο τίποτα: τις ιστορίες που δοξάζουν τα χασμουρητά. Από επαγγελματική διαστροφή αρνιόταν πεισματικά να υποστηρίζει μηχανικά τον αλλοτινό έρωτα βεβηλώνοντας τις σελίδες της με ανέμπνευστα στερεότυπα και γλυκερά αδιέξοδα.
Έτσι έξι μήνες πριν –μεταξύ κυρίως πιάτου και σαλάτας– κοίταξε τον σύντροφό της βαθιά στα μάτια και με την ελάχιστη συγκίνηση στη φωνή του ανακοίνωσε: «Τελειώσαμε». Έπειτα τίναξε τα μακριά κόκκινα μαλλιά της και με κινηματογραφική χάρη έπεισε την αφεντιά της πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Εξάλλου όταν είσαι νέα, ελκυστική και το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σου φιγουράρει πρώτο στη λίστα των μπεστ σέλερ της χώρας, τότε εμπιστεύεσαι λιγάκι περισσότερο τις ανατολές του ηλίου και τα χαρμόσυνα νέα που αυτές κουβαλούν για τη μεγαλειότητά σου.
Έξι μήνες πριν τα είχε όλα λοιπόν. Εκτός απ’ τον αγαπημένο της. Μικρό το κακό δηλαδή. «Ένα κεφάλαιο κλείνει και κάποιο άλλο μόλις ξεκινά», μονολόγησε το παρθενικό βράδυ της μοναξιάς της. Έπειτα έπιασε τα σύνεργα κι ετοιμάστηκε να σαλπάρει στον κόσμο που θα έπλαθε απ’ το μηδέν. Στον δικό της κόσμο, που φιλοδοξούσε να υποδεχτεί όσους αναγνώστες κυνηγούν τη φευγαλέα απόδραση.
Εκείνο το βράδυ, όμως, δεν κατάφερε να γράψει ούτε λέξη. Περίεργο. Συνήθως η πένα χόρευε στα χέρια της κι η Εβελίνα απλώς αφουγκραζόταν νότες κι ακολουθούσε βήματα. «Έτυχε», καθησύχασε τον εαυτό της και στριμώχτηκε στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού.
Οι μέρες κυλούσαν, οι εβδομάδες έτρεχαν κι οι μήνες εξαντλούσαν την υπομονή του εκδότη, προκαλώντας κάποτε και την οργή του. Ένα μεσημέρι του Νοέμβρη ο αέρας φυσούσε δυνατά κι η Εβελίνα έφευγε βουρκωμένη απ’ τη συνάντησή της με τον κύριο Παπαγρηγορόπουλο.
«Χασομεράς κι οι προθεσμίες μας πιέζουν ασφυκτικά. Σε δέκα μέρες το πολύ θα μου στείλεις το πρώτο μέρος του έργου σου. Για το καλό σου», της διαμήνυσε με τη βραχνή του φωνή να γρατζουνάει τα ελάχιστα αποθέματα ψυχραιμίας της.
«Μπορώ να σου γράψω τα πάντα εκτός από αυτό που μου ζήτησες. Δεν έχω ξαναδοκιμαστεί στο συγκεκριμένο είδος κι ενδεχομένως να μην είμαι το κατάλληλο άτομο να το υπηρετήσει».
«Ανοησίες. Να σου υπενθυμίσω πως υπέγραψες συμβόλαιο με αυστηρότατες ποινικές ρήτρες. Το βιβλίο μας θα μεταφερθεί σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες κι εμείς θα εισπράξουμε κέρδη με το τσουβάλι. Αρκεί να πιάσεις την αναθεματισμένη σου πένα και ν’ αφήσεις τα πείσματα στην άκρη. Το κοινό διψάει για έρωτες. Φέρε μου ένα πάθος και θα σε κάνω πλούσια», της υποσχέθηκε με γνήσιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Ύστερα άρπαξε αποφασιστικά το γκρι του σακάκι, έβγαλε πενήντα ευρώ από το πορτοφόλι του, τα πέταξε στο τραπέζι κι αποχώρησε βιαστικά.
Ένα γενναίο πουρμπουάρ για το σερβιτόρο κι ένα τσουβάλι από απειλές για τη συγγραφέα. «Κάθε μέρα στεκόμαστε τυχεροί κι άτυχοι λοιπόν. Και προχωράμε ελπίζοντας απλώς η μπίλια να κάτσει στη δική μας πλευρά και τα αστέρια να πέσουν για χάρη των ευχών μας», σκέφτηκε η Εβελίνα καθώς περπατούσε μόνη στο φθινοπωρινό τοπίο που έμοιαζε να θρηνεί τα πεσμένα του φύλλα.
Λίγα μέτρα παρακάτω αντάμωσε το αγαπημένο της βιβλιοπωλείο κι άξαφνα η ιδέα να χωθεί στην οικεία μυρωδιά του χαρτιού της φάνηκε η καλύτερη που είχε σκαρφιστεί εδώ και καιρό. Πέρασε την είσοδο κι η ματιά της καρφώθηκε ευθύς αμέσως στα εκατοντάδες αναγνώσματα που ταξινομούνταν άριστα στα ράφια. Για μια στιγμή ζήλεψε. Μακάρι κι η ζωή της να έμπαινε μαγικά σε μια τάξη ακόμη κι αν έπρεπε να προσλάβει υπάλληλο για τον ιερό ετούτο σκοπό και να του κολλάει ένσημα μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
«Κυρία Κορκοκίου, έχω ξεκοκαλίσει κάθε σας μυθιστόρημα», την αναγνώρισε ο πωλητής με τα ολοστρόγγυλα γυαλιά και τον έκδηλο θαυμασμό.
«Αρκεστείτε σε αυτά γιατί πολύ αμφιβάλλω αν θα με καμαρώσετε σε καινούρια» σκέφτηκε να απαντήσει εκείνη μα τιθάσευσε τον παρορμητισμό της στιγμής μουρμουρίζοντάς του μονάχα ένα δειλό «σας ευχαριστώ».
Λίγα λεπτά αργότερα, κάποιο χέρι ακούμπησε την κοπέλα στον ώμο. Μπροστά της αντίκρισε ένα γοητευτικό άντρα, με καστανά σγουρά μαλλιά κι εύθυμο βλέμμα. Της χαμογελούσε πλατιά.
«Κάτι ψάχνεις», παρατήρησε.
«Σίγουρα όχι τη διασθητική αφεντιά σου», του αντιγύρισε.
«Γυρεύεις μια ιστορία».
«Επιτέλους θα υπερηφανεύομαι στον κύκλο μου πως γνώρισα τον πιο φημισμένο μάντη του αιώνα μας».
«Σκηνοθέτης παρακαλώ. Αναγνωρίζω από μακριά βλέμματα, προθέσεις και μπλεξίματα. Μερικές φορές μάλιστα τα στήνω προς όφελός μου», της απάντησε κλείνοντάς της το μάτι.
«Μάλιστα. Εγώ, απ’ την άλλη, επιμένω να αυτοαποκαλούμαι συγγραφέας. Και ναι, ψάχνω μια ιστορία».
«Πρέπει να στη διηγηθεί ο ικανότερος αφηγητής».
«Κατέβασε καμιά καλή ιδέα μπας και με ξελασπώσεις», τον πείραξε.
«Η πιο φαεινή ιδέα στέκεται ακριβώς εδώ», της αποκρίθηκε με μια χαριτωμένη αλαζονεία στη φωνή.
«Δεν πετώ τη σκούφια μου για άγαρμπα φλερτ, αγάπες και λουλούδια τη συγκεκριμένη περίοδο. Ατύχησες», του ξεκαθάρισε η κοπέλα.
«Να σου συστηθώ λίγο καλύτερα. Με λένε Άλκη και φημίζομαι για τις πολυγαμικές μου τάσεις. Αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι τις συμβατικές δεσμεύσεις κι έχω διαγνωστεί ως ακραία σχεσοφοβικός απ’ τον ψυχαναλυτή μου. Αδυνατώ να σου προσφέρω ασφάλεια και φυσικά μην περιμένεις από εμένα αστραφτερά μονόπετρα και συνοδεία σε οικογενειακά τραπέζια. Μπορώ μόνο να σου δώσω μια ιστορία».
«Τη δική σου».
«Έχω πολλές, πίστεψέ με».
«Αρκεί να διαλέξω την κατάλληλη, λοιπόν. Σε τι οφείλω τη χαρά της εξυπηρέτησης;»
«Ας πούμε πως επιθυμώ να μείνω αθάνατος και δε βρίσκω ευκολότερο τρόπο να το κάνω. Και, ας πούμε ακόμη, πως σε διαβάζω κάπου-κάπου».
«Φανατικός θαυμαστής μου κι εσύ», αστειεύτηκε η κοπέλα.
«Ο λόγος σου ρέει όμορφα, μα ένας εκπαιδευμένος αναγνώστης σαν του λόγου μου διακρίνει το φόβο πίσω απ’ τις γραμμές. Αν τολμήσεις να βουτήξεις στο άγνωστο θα δημιουργήσεις το καλύτερο έργο σου. Εμπιστεύσου με».
Αν τη ρωτήσεις, ακόμη και τώρα, δε γνωρίζει τι ακριβώς την ώθησε να τείνει το χέρι της στον άγνωστο άντρα και να δεχτεί την πρότασή του. Πιθανότατα η απόγνωση ή ίσως η αίσθηση πως η συνάντησή τους θα καθόριζε το πεπρωμένο της. Αυτό που ουδέποτε θα ξεχάσει, ωστόσο, είναι το ξάφνιασμα που της προκάλεσαν τα ίδια της τα λόγια: «Την Τετάρτη θα σε περιμένω στη σοκολατερία “Γεύσεις”. Ελπίζω να μη χαραμίσω το χρόνο μου μαζί σου».
Εκείνος τη κοίταξε με νόημα. «Σέρβιρε στους ανθρώπους την ιστορία τους κι αυτοί θα σε θυμούνται για μια ζωή» της είπε σχεδόν τραγουδιστά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη