Στις αρχές του Μαΐου η φύση άνθιζε σαν μια ελπίδα πως την άνοιξη τα θαύματα διαρκούν για πάντα. Μα οι σελίδες προχωρούσαν, τα κεφάλαια έτρεχαν κι η κλεψύδρα τιμωρούσε τους εραστές του χρονομέτρου. Ποια αγάπη αγγίζει την αιωνιότητα και ποιο καλοκαίρι εξημερώνει τους σκληρούς μας χειμώνες; Κι αν γεννηθήκαμε μονάχα για το φευγαλέο αντάμωμα, εκείνο που μας υπενθυμίζει ποιοι ήμασταν προτού φοβηθούμε τον εαυτό μας, πού πηγαίνουμε μόλις ενωθούμε με τις επιθυμίες μας;
Μια φορά κι έναν καιρό στέγνωσαν οι γραμμές της δύσης. Δε βάφτηκαν με το πορτοκαλί χρώμα του πορφυρού ηλίου μα με τα δάκρυα όσων ξεστόμισαν το «αντίο» προτού τολμήσουν το «μαζί». Μία συμφωνία. Κι ένα σημείωμα. Στο προσκέφαλο του κρεβατιού. Στη δεξιά πλευρά του.
«Ζήσαμε εμείς καλά κι οι υπόλοιποι χρόνια πολλά. Κι αυτό ουδεμία σημασία λαμβάνει στο τέλος. Πίστεψέ με, αντίκρισα στη διαδρομή μου τόσα πρόσωπα με άδεια βλέμματα να χαϊδεύουν συμβατικές βέρες και να υπηρετούν μικροαστικές ευπρέπειες. Εμείς τουλάχιστον σφυρίξαμε αδιάφοροι στη βροχή και κάναμε κούνια στις καταιγίδες της ενηλικίωσης. Γελάσαμε δυνατά κι οραματιστήκαμε τον κόσμο αλλιώτικο, με τύπους αυθεντικούς και ξέγνοιαστους, αυθόρμητους και τρελούς. Τώρα η αυλαία πέφτει, μα η ίδια ευχή με συντροφεύει απ’ τα παιδικά μου κεράκια. “Μακάρι να βιώσω μια αγάπη κινηματογραφική, μοιραία κι ανατρεπτική, αθάνατη στη μνήμη του κοινού και στην καρδιά μου”. Οι θρυλικές ταινίες κατεβάζουν ρολά προτού κουράσουν, προτού πνιγούν στα κλισέ τους. Όταν ακόμη παρακαλάς για ένα τσιγάρο. Αλλά στο σβήνουν. Γιατί πιστεύουν πως χρωστάς μια ιστορία της προκοπής στα εγγόνια σου. Θα μας διαβάζουμε στις σελίδες σου και θα μας βλέπουμε στις αίθουσες. Και κάπως έτσι, ποτέ δε θα χωρίζουμε. Τι προτιμάς; Χρόνια πολλά ή αληθινά;
Θα σε θυμάμαι,
Άλκης»
Ένα χρόνο μετά
Η Εβελίνα έβαλε τις καρό πιτζάμες της και βολεύτηκε όπως-όπως στον κόκκινο καναπέ της. Οι συνεντεύξεις διαδέχονταν η μία την άλλη κι η υπερκόπωση φλέρταρε επικίνδυνα την καλλιτεχνική της υπόσταση. Ο κύριος Παπαγρηγορόπουλος επέμενε, όμως, πως ο μέτριος συγγραφέας γράφει απλώς καλά ενώ ο άριστος κρατά στο ένα χέρι την πένα του και στο άλλο τις δημοσιοσχετίστικες ικανότητές του. Σημεία των καιρών ενδεχομένως… Γίνε πλασιέ του εαυτό σου μα προς Θεού μην τον γνωρίσεις.
Η Εβελίνα ευχήθηκε να είχε εφεύρει τη μηχανή του χρόνου, να κλεινόταν μέσα της και να προσγειωνόταν ως εκ θαύματος σ’ ένα ξύλινο σπίτι στη μέση του πουθενά, με συντροφιά την πιστή γραφομηχανή και τον ανυπάκουο σκύλο της. Φυσικά θα απαγορευόταν η είσοδος στους έρωτες. Τους είχε γευτεί με το κουτάλι κι είχε ήδη εξασφαλίσει ένα τσουβάλι από εναλλακτικά παραμύθια στα εγγόνια της.
Το βιβλίο της βρισκόταν σταθερά στην κορυφή των πωλήσεων. Ο κύριος Παπαγρηγορόπουλος είχε πια μεταμορφωθεί σ’ έναν υποδειγματικό πρίγκιπα που της άνοιγε ιπποτικά σαμπάνιες και πόρτες.
«Τα χρήματα καμώνονται πως αλλάζουν τους θνητούς, μα ο βάτραχος ποτέ του δε θα αποκτήσει τρόπους», θυμήθηκε τα λόγια του παππού της η κοπέλα.
Ύστερα έπιασε το τηλεκοντρόλ και μεμιάς ανακουφίστηκε στην ιδέα πως κανείς άλλος δε θα το διεκδικούσε. Σκέφτηκε τα εγγόνια της. Αν πραγματικά επιθυμούσαν τη γέννησή τους θα έπρεπε να της εξασφαλίσουν άντρα ευθυτενή κι ευφυή, που στερείται παντελώς των δικαιωμάτων του στο σαλόνι της.
Η φωνή της παρουσιάστριας –επιτηδευμένα ευγενική κι εκνευριστικά τσιριχτή– υποδέχτηκε την Εβελίνα κι ανήγγειλε τον επόμενο καλεσμένο:
«Σήμερα έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε στο πλατό τον διάσημο σκηνοθέτη, Άλκη Αλεξίου. Απ’ τη μακρινή Νέα Υόρκη στην ιστορική όσο και πολύπαθη Αθήνα. Αληθεύει η φήμη που κυκλοφορεί απ’ το πρωί στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια; Θ’ αναλάβετε τη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου «Η ιστορία που δεν έπρεπε να γράψει»;
Ο Άλκης κοίταξε αδιάφορα τη συνομιλήτριά του.
«Ισχύει», απάντησε ξερά.
«Κι εσείς; Υπάρχει κάποια ιστορία που απαγορεύεται να μοιραστείτε με το κοινό;»
«Το πρόβλημα, αγαπητή μου, βρίσκεται ακριβώς στην αντίπερα όχθη. Βλέπετε, μοιράστηκα μαζί σας τα πάντα και τώρα άδειασα. Κατάλαβα επιτέλους ότι τις ιστορίες πρέπει να τις ζούμε αντί να τις ξεπουλάμε. Αλλά τρέμουμε μπας και μας εγκαταλείψουν. Κι έτσι αποχωρούμε πρώτοι. Αξιοπρεπείς κι ατσάλινοι. Εγωιστές και φουκαριάρηδες», αποκρίθηκε ο Άλκης με μάτια βουρκωμένα.
Η παρουσιάστρια σάστισε, σαν κάποιος να της τράβηξε βίαια το καλώδιο, στερώντας της τη σύνδεση με το περιβάλλον.
«Υπάρχουν και δεύτερες ευκαιρίες», ψέλλισε λίγα λεπτά αργότερα, ενώ οι τηλεθεατές κόντευαν να πειστούν πως διαφήμιζε ασθενή με οξεία φαρυγγίτιδα εν αναμονή της θαυματουργής καραμέλας εμπορίου.
«Υπάρχουν;», αναρωτήθηκε ο σκηνοθέτης και το κοντινό του πλάνο βούλιαξε στη θλίψη.
Η Εβελίνα έκλεισε ταραγμένη το μαύρο κουτί. Ο σκύλος κούνησε ενθουσιασμένος την ουρά του καθώς πίστεψε πως η ώρα του φαγητού πλησίαζε. Ματαιωμένες προσδοκίες για το κατοικίδιο και γλυκόπικρες αναμνήσεις για την κηδεμόνα του.
Ποιος ξέρει. Ίσως και να μας χαρίζονται οι θεοί κάπου-κάπου. Εμφανίζουν ξανά στο δρόμο μας καταραμένους εραστές κι ολόγιομα φεγγάρια. Ενδεχομένως κι όχι όμως. Μπορεί οι φόβοι μας να καταπίνουν τους εραστές, να ματώνουν τα φεγγάρια και να μας αφήνουν πίσω μόνους, με παρηγοριά μας ένα βιβλίο που άξιζε να συνεχιστεί και μια ταινία που δε χρειαζόταν το φινάλε.
«Μια φορά κι έναν καιρό δύο αλλόκοτοι τύποι συναντήθηκαν. Δε θα έβγαινε πουθενά, αποφάσισαν. Μα θα προσέφεραν στο κοινό μια ελπίδα. Και στους ίδιους έναν σωστό εφιάλτη. Εκείνο το «αν» που θα τους στοίχειωνε ως τα βαθιά γεράματα. Γιατί οι άνθρωποι βαφτίζουν το τέλος αναπόφευκτο μα μετανιώνουν αιωνίως για τους δειλούς ήρωες που δραπέτευσαν κάποτε απ’ το τρένο της ευτυχίας».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη