Κι η Τετάρτη κάποτε έφτασε. Πάντοτε φτάνει μια Τετάρτη που ανατρέπει ό,τι θεωρήσαμε δεδομένο στο εβδομαδιαίο μας πρόγραμμα. Η Εβελίνα φόρεσε το κίτρινο μακρύ της φόρεμα κι ύστερα κοιτάχτηκε σχεδόν με απορία στον καθρέφτη. Πού πήγαινε και τι να ζητούσε, άραγε; Στο μυαλό της έφερνε ξανά και ξανά τη συνάντηση με τον μυστηριώδη άντρα. Κι έπειτα την πρότασή του. Μια ιστορία… Αυτή κυνηγούσε κι αυτή φοβόταν χρόνια ολόκληρα.
Οι ιστορίες είναι πολύ άτιμη υπόθεση τελικά. Μας κλείνουν στις σελίδες τους, αποκτούν κάτι απ’ την ταυτοτητά μας κι έπειτα θεριεύουν στο νου μας. Δραπετεύουμε μα εκείνες μας στοιχειώνουν. Κι εμείς περιπλανιόμαστε σαν καταραμένοι ήρωες που έχασαν το σκοπό και συνεπώς την αξία τους.
Η Εβελίνα το ήξερε καλά αυτό. Και τις απέφευγε όπως ακριβώς ο διάολος το λιβάνι. Έγινε συγγραφέας, όμως, προκειμένου να βιώσει ό,τι ποτέ δεν τόλμησε. Το άπιαστο κι ονειρικό, το εκστατικό και λυτρωτικό, τον πόθο και τον τρόμο.
Στο δρόμο, τα κόκκινα φανάρια επιβράδυναν την επικείμενη συνάντηση, σαν να φλέρταραν δειλά με τη αλλαγή της απόφασης. Ωστόσο, ο ήλιος, λαμπερός στη μέση του Νοέμβρη, χαμογελούσε με νόημα κι υποσχόταν πως τα σύννεφα αποχωρούν ακριβώς τη στιγμή που παύουμε να πιστεύουμε στη δύναμη της συνήθειάς τους.
Στη σοκολατερί «Γεύσεις» όλα έμοιαζαν όπως τα είχε αφήσει μια εβδομάδα πριν. Ο χώρος ανέδιδε τη μυρωδιά του αχνιστού κακάο και το πικ απ ράντιζε το παρόν με τη νοσταλγία μιας περασμένης εποχής. Οι σερβιτόροι με βίνταζ ρούχα εξυπηρετούσαν διαθέσεις και συμπλήρωναν αρμονικά το σκηνικό παλιάς κινηματογραφικής ταινίας ενώ το ξύλινο γωνιακό τραπεζάκι ανέμενε την πένα και τα μουτζουρωμένα χαρτιά της συγγραφέως.
Η Εβελίνα ανάσαινε βαθιά στη θέα του γυμνού τραπεζιού.
«Ουφ, μπορεί και να το μετάνιωσε», μονολόγησε με μια κάποια ανακούφιση. Αλλά το χέρι του βιβλιοπωλείου και της ανατροπής την ακούμπησε πάλι στον ώμο κι η καρδιά της βούτηξε μεμιάς έξω απ’ τα οικεία νερά των σελίδων της. Ο άντρας τη φίλησε πεταχτά στο μάγουλο.
«Πίστευες στ’ αλήθεια πως θα μου ξεφύγεις;», γέλασε.
«Πίστευα πως θα συνετιστείς» του απάντησε δήθεν αδιάφορα.
«Θα συνετιστώ όταν πεθάνω. Τότε θα συμβιβαστώ οριστικά με την ακινησία αφού θα παραιτηθώ απ’ την πολυτέλεια να γυρεύω την απόλαυση της εμπειρίας. Είμαστε ζωντανοί τώρα, όμως. Όχι για πάντα, σίγουρα όχι για πολύ. Και, διάολε, πρέπει να το κάνουμε ν’ αξίζει τον κόπο», της αποκρίθηκε με τη βραχνή του φωνή να ξυπνάει υπνωτισμένους ήρωες μυθιστορημάτων.
Στη συνέχεια βολεύτηκαν κι οι δύο στις αντικριστές καρέκλες εκείνου του μαγαζιού, που στους κόλπους του είχε φιλοξενήσει αμέτρητες ιστορίες και φιλοδοξούσε να αναδείξει μία ακόμη. Ο σερβιτόρος κατέφθασε αστραπιαία για την παραγγελία.
«Ένα φρέντο», είπε ο Άλκης.
«Και το γνωστό για εσάς», μάντεψε ο υπάλληλος κοιτώντας προς το μέρος της κοπέλας.
«Ακριβώς», του επιβεβαίωσε εκείνη.
«Είσαι μυστήριο τρένο», παρατήρησε ο σκηνοθέτης.
«Και γιατί παρακαλώ;» ζήτησε εξηγήσεις η Εβελίνα.
«Γράφεις για να ξεχάσεις. Για να λησμονήσεις το γεγονός πως δε ζεις. Νιώθεις βέβαια ενοχές για τη δειλία σου. Εξιλεώνεσαι, λοιπόν, μέσα από μουτζούρες σε χαρτιά αφού προσφέρεις στους ανθρώπους μια ευκαιρία. Την ευκαιρία να ταξιδέψουν. Ν’ αποδράσουν. Οι πιο τυχεροί ακόμη και ν’ απελευθερωθούν. Αν τα καταφέρουν, ίσως σωθούν κι οι δικές σου ελπίδες. Συμφωνείς;», τη ρώτησε ενώ τα μαύρα του μάτια την κάρφωναν επίμονα.
«Ανοησίες. Γράφω για τον ίδιο λόγο που ο πωλητής πλασάρει τα παπούτσια κι ο φαρμακοποιός τα χάπια. Γιατί έτυχε να είναι η δουλειά μου», απάντησε ξερά η κοπέλα.
«Είναι πάντα κάτι πολύ παραπάνω από δουλειά, μην ξεγελιέσαι. Πλάθεις αλλιώτικους κόσμους επειδή κάτι σε ετούτον εδώ σου κλοτσάει, σε σφίγγει σαν θηλιά στο λαιμό και σε παγώνει στο κέντρο ακριβώς της καρδιάς. Σεβαστό. Κι απολύτως κατανοητό από εμένα. Γιατί το σύμπαν μας πράγματι στερείται μαγείας κι όλοι μας γυρεύουμε απεγνωσμένα υποκατάστατα μπας και τη βγάλουμε καθαρή», της αντιγύρισε ο άντρας με μια ανάσα.
«Βρεθήκαμε για να με ψυχολογήσεις ή για να στρωθούμε στην αποστολή μας;» απόρησε η Εβελίνα ελαφρώς ενοχλημένη απ’ τις διαισθητικές παρατηρήσεις του άγνωστου τύπου.
«Βρεθήκαμε για να σωθούμε. Αιωνίως γι’ αυτό ανταμώνουν οι ψυχές. Για να λάβει η θνητή τους υπόσταση λίγη παραπάνω αξία», της απάντησε κλείνοντας το χέρι της στη χούφτα του.
«Σαν πολύ θάρρος δεν πήρες;», ξαφνιάστηκε η Εβελίνα.
«Να με συγχωρέσεις, μα ανοίγομαι αυστηρά σε όσους εμπιστεύομαι. Επομένως πρέπει να με κάνεις να αισθανθώ κομματάκι πιο άνετα. Τα βαρέα κι ανθυγιεινά του επαγγέλματός σου υποθέτω», την πείραξε ο άντρας χαμογελώντας της με εκείνη την παιδικότητα που έκτοτε χαράχτηκε βαθιά στο νου της.
«Υποσχέθηκες μία ιστορία», του υπενθύμισε η ανυπόμονη συγγραφέας.
«Λάθος. Υποσχέθηκε παραπάνω από μία. Για κανέναν βαρετό με πέρασες να αναμοχλεύω συνεχώς τα ίδια και τα ίδια»;
«Μάλιστα. Εμείς οι δύο δε θα βγάλουμε εύκολα άκρη. Τι θα έλεγες να μοιραστείς επιτέλους μαζί μου ένα σφηνάκι του συναρπαστικού βίου σου;», του πρότεινε και κατόπιν άφησε το μαγνητοφωνάκι της ακριβώς δίπλα του.
Ο άντρας το άρπαξε και το ξεφορτώθηκε στο σιντριβάνι, απέναντι ακριβώς απ’ το ξύλινο τραπέζι.
«Είσαι τρελός», ύψωσε τη φωνή της η Εβελίνα.
«Μη σκας. Θα σου αγοράσω καινούριο. Μα όταν το κάνω δε θα το χρειάζεσαι πια. Και στοιχηματίζω πως θα το ξεφορτωθείς χωρίς τη βοήθειά μου», της είπε.
«Έτσι θα πάει σήμερα; Θα προσπαθούμε ν’ αποδείξουμε ο ένας στον άλλον ποιος είναι πιο έξυπνος;», μουρμούρισε η κοπέλα.
«Όχι γιατί αναδείχθηκα ήδη ξεκάθαρος νικητής», της απάντησε κλείνοντάς της παιχνιδιάρικα το μάτι. «Αποδέξου το και χαλάρωσε επομένως. Κοίτα γύρω σου τ’ άγνωστα πρόσωπα, πιες κάνα κρασάκι κι η ιστορία θα σε συναντήσει. Πάντοτε προχωρά προς το μέρος μας όταν δεν μπερδευόμαστε στα βήματά της», συνέχισε ο άντρας.
Κι η Εβελινα ακολούθησε τη συμβουλή του εκκεντρικού σκηνοθέτη. Χαλάρωσε. Το κόκκινο κρασί άρχισε να ρέει στα ποτήρια κι οι μέχρι πρότινος άγνωστοι γελούσαν δυνατά γεφυρώνοντας το χάσμα των παράλληλων διαδρομών τους.
«Στα δεκαοκτώ μου στοίβαξα μερικές αλλαξιές ρούχα στη βαλίτσα και τράβηξα για τη Νέα Υόρκη. Υποθέτω πως ανέκαθεν με γοήτευε η ποικιλομορφία της. Εκεί, λοιπόν, σπούδασα σκηνοθεσία. Γνώρισα κάθε λογής κόσμο, χόρτασα πλάνα και περιπέτειες».
«Αλλά επέστρεψες. Γιατί;», γύρεψε μια εξήγηση η Εβελίνα.
«Γιατί εδώ, φίλη μου, οι άνθρωποι το διασκεδάζουν πάντα λιγάκι παραπάνω. Ακόμη και με άδειες τσέπες».
«Κι ίσως επειδή όλα εκεί σου θύμιζαν κάποια που πάλευες να ξεχάσεις», μάντεψε η κοπέλα.
«Με το μαλακό, συγγραφέα μου».
Οι ώρες κύλησαν απρόσμενα γρήγορα και κάποτε το μαγαζί έκλεισε. Οι δυο τους βάλθηκαν ύστερα να περπατούν στα στενά σοκάκια της Πλάκας ενώ οι κουβέντα έρρεε αβίαστα.
«Ποια ερωτεύτηκες πολύ και σε πρόδωσε;», τον αιφνιδίασε η Εβελίνα.
«Σχεσοφοβικός κι έρωτας δεν πάνε μαζί», αστειεύτηκε ο Άλκης.
«Ξεγλιστράς απ’ την απάντηση. Συνεπώς είκασα σωστά», παρατήρησε εκείνη.
«Στο επαναλαμβάνω. Δεν ερωτεύομαι. Απλώς παθιάζομαι. Για λίγο. Για όσο η ιστορία αξίζει το μελάνι της. Έπειτα αποχωρώ», της αποκρίθηκε.
«Συνεπώς μου είσαι άχρηστος», συμπέρανε η κοπέλα.
«Και γιατί, παρακαλώ;», απόρησε ο σκηνοθέτης,
«Διότι, αγαπητέ μου, οι έρωτες που στερούνται συναισθημάτων χάνουν την περιβόητη μαγεία.
«Έρχεσαι στα λόγια μου επιτέλους. Ας συμφωνήσουμε πως εμείς οι δύο μοιραζόμαστε ένα πρόβλημα: Γυρεύουμε ό,τι αποφεύγουμε», της απάντησε εκείνος.
«Χμ… Ακούγεται περισσότερο σαν την απαρχή μιας ομαδικής ψυχοθεραπείας παρά ως η στερεή βάση της επαγγελματικής μας συνεργασίας», είπε η κοπέλα.
Και τότε ο άγνωστος άντρας στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Της χάιδεψε τα μαλλιά κι έπειτα με τα δάχτυλά του ακούμπησε το στόμα της.
«Θα σε φιλήσω. Αλλά μη με χαστουκίσεις. Θα το κάνω για εμάς. Για την ιστορία που αναζητάς και για τον έρωτα που τρέμω να βιώσω. Θα γίνω η ιστορία σου και θ’ αποτελέσεις την υπέρβασή μου. Για λίγο όμως. Για όσο κρατήσει η συγγραφή του βιβλίου σου. Έπειτα θα πούμε το αντίο, αφού πολύ απλά ο άνθρωπος εύκολα δε δραπετεύει απ’ τη βολική φυλακή του», της ψιθύρισε.
Κι ύστερα πραγματοποίησε την απειλή του. Εκεί στη μέση του σκοτεινού δρόμου, μπροστά από βιτρίνες κι ανούσια περάσματα θνητών, ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της.
«Μια φορά κι έναν καιρό δυο αλλόκοτοι τύποι συναντήθηκαν. Δε θα έβγαινε πουθενά. Αυτό συμφώνησαν. Μα θα σέρβιραν στο κοινό μια ελπίδα. Την ελπίδα πως κάπου κάποτε η μαγεία θα σκορπίσει χρυσόσκονη και στη δική τους καθημερινότητα. Κι αυτό θα ήταν αρκετό για να κάνει την ιστορία τους ν’ αξίζει τον κόπο και τα δάκρυα», έγραψε το ίδιο κιόλας βράδυ η Εβελίνα στο τετράδιό της.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη