Είχε πέσει στο πάτωμα κι ήταν πιασμένη στο πόδι του. Έκλαιγε και τον παρακαλούσε να μη φύγει. Εκείνος στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας και προσπαθούσε να την απομακρύνει από πάνω του. Τίναζε το πόδι του για να το αποδεσμεύσει απ’ το αγκάλιασμά της, αλλά δεν τα κατάφερνε. Στο τελευταίο και πιο δυνατό τίναγμά του, κατάφερε να την πετάξει και να τη ρίξει λίγα εκατοστά πιο κάτω.
Άκουσε τον ήχο που έκανε το χέρι της όταν έπεσε στο πάτωμα κι έτρεξε κοντά της. Γονάτισε δίπλα της και την πήρε στην αγκαλιά του. Κοιτάχτηκαν στα μάτια κι εκείνος ανατρίχιασε απ’ τον βαθύ πόνο που είδε ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Η Υπομονή, απ’ την πλευρά της, είδε κάτι πιο κυνικό στο βλέμμα του. Ήταν σαν της έλεγε «Σε λυπάμαι, πώς έχει καταντήσεις έτσι;».
Αυθόρμητα, λοιπόν, έδωσε μια νευρική σπρωξιά, βγήκε απ’ την αγκαλιά του και σηκώθηκε. Έχωσε το πρόσωπό της στα χέρια της και συνέχισε τ’ αναφιλητά της. Πήγαινε πέρα-δώθε στο δωμάτιο, προκειμένου ν’ αποδεσμευτεί απ’ την πληγωμένη υπερηφάνεια της, που την κυρίευε και μούδιαζε ολόκληρο το σώμα της.
Ο Γιάννης σηκώθηκε και πήγε κοντά της. Την ανάγκασε να σταματήσει το νευρικό πηγαινέλα της κι όταν βρέθηκαν αντικριστά και κοιτάχτηκαν ξανά, η Υπομονή δεν το άντεξε. Το βλέμμα του εξακολουθούσε να λέει το ίδιο πράγμα, να της υπενθυμίζει τη χάρη που της έκανε που βρισκόταν κοντά της. Ήταν βέβαιη πως είχε προσέξει τα ρουφηγμένα μάγουλά της κι όταν είδε την απέχθεια στο κοίταγμά του, ένιωσε ότι είχε διαβάσει τη σκέψη του.
«Εσύ μ’ έκανες έτσι, σταμάτα να με κοιτάς και ν’ αναρωτιέσαι για την κατάντια μου», του είπε με μια τρεμάμενη φωνή, που πάλευε απεγνωσμένα να επαναφέρει την αυτοκυριαρχία της.
«Σε κοιτάζω, γιατί είσαι όμορφη», της απάντησε άγαρμπα, σε μια επιπόλαιη προσπάθειά του να την ηρεμήσει, αλλά η Υπομονή, ακούγοντάς τον να ξεστομίζει αυτό το καταπραϋντικό ψέμα, τον κοίταξε και ξέσπασε στα πιο υστερικά δάκρυα. Και με τα δυο της χέρια σφιγμένα σε γροθιές, τον χτυπούσε μανιακά πάνω στο στήθος κι εξαπέλυε όλο τον πόνο, που είχε φωλιάσει από καιρό μέσα της κι έκαιγε τα σωθικά της.
«Όταν μ’ έκλεισες σ’ αυτό το δωμάτιο, υποσχέθηκες πως μια μέρα θα ερχόσουν για να ζήσουμε μαζί. Κι ύστερα από πέντε χρόνια, μ’ αφήνεις μόνη μου, δεν έρχεσαι παρά μία φορά το μήνα και δεν κάθεσαι ούτε μια ώρα μαζί μου», του είπε, ενώ τον έβλεπε να κοιτάζει ξανά την ώρα στο ρολόι του.
«Πάλι θες να φύγεις», συμπλήρωσε και τον κοίταξε με το θυμό, που της προκαλούσε κάθε φορά η ανεπιτήδευτη τάση του να βλέπει την ώρα και να μετρά τα λεπτά για να την εγκαταλείψει.
«Υπομονή, κανένας δε σ’ έφερε με το ζόρι εδώ», της είπε με τον απαξιωτικό τόνο, που συνόδευε τη φωνή του τον τελευταίο καιρό.
«Σ’ αγαπούσα και πίστεψα ότι σ’ αυτό το δωμάτιο θα ξεκινούσε η κοινή μας ζωή», είπε η Υπομονή, συντετριμμένη ολότελα πια απ’ τα συναισθήματά της.
«Κι εγώ σ’ αγαπούσα. Δε σου είπα ψέματα. Κάποτε θα γίνει κι αυτό. Όμως κάθε φορά που έρχομαι, δεν κάνεις τίποτ’ άλλο, απ’ το να μου φορτώνεις τις κατηγορίες σου. Ηρέμησε και θα έρχομαι πιο συχνά», της απάντησε κι ανατρίχιασε ξανά, βλέποντας την πιο ανυπόκριτη απελπισία να ρουφά κι άλλο τ’ αδυνατισμένα μάγουλά της.
Η Υπομονή ήξερε ότι δεν εννοούσε τίποτα απ’ αυτά που της έλεγε. Ήταν βέβαιη πως δε θα ερχόταν ποτέ πιο συχνά. Δεν είχε, όμως, δύναμη για να τον αντικρούσει και δεν προσπάθησε να ξεσκεπάσει την κοροϊδία του. Έσυρε υποχωρητικά τα βήματά της μέχρι το κρεβάτι, κάθισε στην άκρη του και τον παρακάλεσε να έρθει δίπλα της.
Κοίταζε τους τοίχους του δωματίου, που είχαν ραγίσει. Σκέφτηκε ότι κάθε φορά που πληγωνόταν, το δωμάτιο ήταν σαν να πονούσε μαζί της και φθειρόταν κι αυτό. Έδιωξε, όμως, τον παράλογο κι όμως αληθινό συλλογισμό της κι έστρεψε νωχελικά το πρόσωπό της στο Γιάννη.
«Θυμάσαι την πρώτη μέρα που ήρθαμε στο δωμάτιο;», τον ρώτησε και του χαμογέλασε με μια ηρεμία, που ήταν αποτέλεσμα της πιο αμετάβλητης ήττας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη