Εκείνο το βράδυ η Υπομονή είχε ξαπλώσει τυπικά στο κρεβάτι. Κατάλαβε ότι με το ανεξέλεγκτο πηγαινέλα της στο δωμάτιο δε θ’ άλλαζε κάτι. Ο Γιάννης δε θα ερχόταν πριν απ’ το επόμενο πρωί. Όμως, εξακολουθούσε ακόμη να την πολιορκεί ανυποχώρητα η ανησυχία, για το λόγο που δεν την επισκέφθηκε. Ήταν η πρώτη μέρα που ο Γιάννης δεν πήγε κοντά της.
Ξαφνικά, της ήρθε η βεβαιότητα πως με τον πρωινό ήλιο, θα φωτιζόταν κι η αλήθεια κι ο Γιάννης τότε, θα ερχόταν εξάπαντος, για να κατευνάσει την αγωνία της. Αφού, λοιπόν, πείστηκε πως έτσι θα γίνονταν τα πράγματα, ξάπλωσε και περίμενε απλώς να ξημερώσει. Ένας μεγάλος όγκος, που δεν υπήρχε στ’ αλήθεια, αλλά ήταν σαν να ήταν εκεί, έφραζε το στήθος της κι έκοβε την αναπνοή της.
Δεν κατάλαβε αν κατάφερε να κοιμηθεί καθόλου, όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο και φανέρωσαν τη ρωγμή που είχε σχηματιστεί στους τοίχους. Ήταν η πρώτη βλάβη που θα συνέβαινε στο δωμάτιο κι η αρχή για την καταστροφή, που θα το περίμενε στη συνέχεια.
Η Υπομονή κοίταξε την ώρα κι όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν ακόμη νωρίς, αποκαρδιώθηκε. Έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον άλλες δύο ώρες, για την καθιερωμένη επίσκεψη του Γιάννη. Σηκώθηκε λοιπόν και βάδιζε πέρα-δώθε στο δωμάτιο, με το μυαλό της άδειο και την καρδιά της βαριά. Δεν μπορούσε να πει με λόγια την ανησυχία που την κατέτρωγε, παρά την ένιωθε κι ήταν σαν να ήταν βέβαιη πως τα πράγματα δε θα πήγαιναν καλά.
Όταν άκουσε τα βήματα του Γιάννη στις σκάλες, άνοιξε την πόρτα προτού προλάβει να τη χτυπήσει. Μόλις τον είδε, η ανησυχία εξαφανίστηκε από πάνω της και τον υποδέχτηκε μ’ ένα χαμόγελο, που σχηματίστηκε αυθόρμητα κι ειλικρινά.
«Πού ήσουν;» τον ρώτησε και τον αγκάλιασε, μ’ όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει.
Ο Γιάννης την έσφιξε στα χέρια του και την έβαλε σιγά-σιγά μέσα. Έδωσε μια ελαφριά κλοτσιά στην πόρτα για να κλείσει κι άφησε τότε την Υπομονή απ’ την αγκαλιά του. Έπιασε και με τα δύο του χέρια το πρόσωπό της, όπως συνήθιζε κι όταν την κοίταξε, αναγκάστηκε να την αφήσει απ’ την έκπληξή του.
«Αδυνάτισες. Τι έπαθες;», τη ρώτησε χωρίς να το πολυσκεφθεί, βλέποντας τα μάγουλά της, που είχαν χάσει κάτι, μέσα σε μια μέρα που είχε να τη δει.
Η Υπομονή γέλασε που είδε την τρομάρα του και χωρίς να του πει ότι δεν είχε φάει τίποτα εξαιτίας του, τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως δεν είχε πάθει κάτι.
Ο Γιάννης έμεινε αρκετή ώρα μαζί με την Υπομονή κι εκείνη ήταν η πρώτη φορά που θα έβλεπε ο ίδιος το ρολόι του και που θα έλεγε ότι έπρεπε να φύγει. Η Υπομονή το αντιλήφθηκε κι ήταν σαν να επιβεβαιώνονταν οι υποψίες της πως τα πράγματα είχαν πια αλλάξει.
Η Υπομονή δεν αγκάλιασε την πόρτα με την αποχώρηση του Γιάννη, όπως έκανε όλες τις προηγούμενες φορές που έφευγε. Κατευθύνθηκε στο κρεβάτι μ’ άδειο βλέμμα, που δεν μπορούσε παρά να υποδηλώνει την πιο αόριστη απελπισία. Κάθισε, λοιπόν, στην άκρη του κρεβατιού κι απόθεσε το κεφάλι της μέσα στις παλάμες των χεριών της.
«Είμαι υπερβολική, μονάχα μια μέρα δε φάνηκε, δε σημαίνει ότι άλλαξε κάτι», έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της, μα η διορατική καρδιά της ήξερε πως το επιχείρημά της, παρ’ όλο που ήταν λογικό, ωστόσο δεν ίσχυε στην πραγματικότητα και κατά βάθος ήταν βέβαιη πως όλα θα άλλαζαν.
Τις επόμενες τρεις ημέρες ο Γιάννης δε φάνηκε. Η Υπομονή, παρ’ όλο που αισθανόταν ότι κάτι παρόμοιο επρόκειτο να συμβεί, ωστόσο δεν αντιμετώπισε ψύχραιμα την αναμενόμενη απουσία του Γιάννη. Δεν μπορούσε να βάλει τίποτα στο στόμα της, παρά πηγαινοερχόταν με το κεφάλι σκυμμένο μέσα στο δωμάτιο, μ’ αδιάκοπο ρυθμό.
Όταν στο τέλος της τρίτης ημέρας, σήκωσε το κεφάλι της απ’ το πάτωμα για να κοιτάξει τους τοίχους, έμεινε άφωνη απ’ τις νέες ρωγμές που εμφανίστηκαν πάνω τους.
Το πρωί της τέταρτης ημέρας, ο Γιάννης άνοιξε την πόρτα κι είδε την Υπομονή να τον κοιτάζει, καθισμένη ακόμη στο κρεβάτι. Πρόσεξε αμέσως τα μάγουλά της, που είχαν αδυνατίσει κι άλλο, αλλά δεν είπε τίποτα. Έτρεξε αμέσως πάνω της και γονάτισε μπροστά της. Έπιασε τα χέρια της και τα φιλούσε.
«Θα με συγχωρέσεις που δεν ήρθα;», τη ρώτησε δειλά, αλλά η Υπομονή δεν μπορούσε να προσποιηθεί. Τον κοίταξε με ανυποχώρητο θυμό, τράβηξε τα χέρια της απ’ το στόμα του και σηκώθηκε. Απαίτησε να μάθει το λόγο της απουσίας του, αλλά η δικαιολογία του Γιάννη δεν την ικανοποίησε και δεν κατεύνασε την ταραγμένη καρδιά της, παρά μόνο αναζωπύρωσε τη φωτιά που την έκαιγε.
Ξεκίνησε, τότε, να τον αμφισβητεί και να τον κατηγορεί ότι τη βαρέθηκε κι ότι είχε αλλάξει απέναντί της. Του είπε ότι μετάνιωνε που κλείστηκε στο δωμάτιο για εκείνον και πως ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της. Ο Γιάννης, μην μπορώντας να την ακούει άλλο, σηκώθηκε για να φύγει. Μόλις έφτασε στην πόρτα, η Υπομονή έτρεξε πάνω του, τον τράβηξε απ’ το χέρι και τον παρακάλεσε να μείνει κοντά της. Εκείνος έμεινε, όμως για λίγο.
Ξαναφάνηκε ύστερα από μια βδομάδα. Τα ρουφηγμένα μάγουλα της Υπομονής τού έκαναν ακόμη πιο μεγάλη εντύπωση. Εκείνη τη φορά, πρόσεξε κι ο ίδιος τους τοίχους του δωματίου, που είχαν ραγίσει υπερφυσικά. Η Υπομονή τον υποδέχτηκε με νέες μομφές για την απουσία του και για μια ακόμη φορά, ο Γιάννης πήγε να φύγει, αλλά η Υπομονή έτρεξε πάνω του και τον συγκράτησε.
Οι επισκέψεις του Γιάννη γίνονταν τότε μια φορά κάθε δεκαπέντε μέρες, ενώ στο τέλος των πέντε χρόνων που η Υπομονή έμεινε κλεισμένη για χάρη του στο δωμάτιο, ο Γιάννης δεν πήγαινε παρά μια φορά το μήνα για να την επισκεφθεί.
Ολόκληρους μήνες, λοιπόν, η Υπομονή πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, περιμένοντας το Γιάννη, χωρίς να τρώει τίποτα. Όταν τον έβλεπε, δεν μπορούσε να μην εξαπολύει τις κατηγορίες της εναντίον του. Τότε, ο Γιάννης δεν έκανε άλλο, παρά να κοιτάζει συνέχεια την ώρα στο ρολόι του και να φεύγει με την πρώτη ευκαιρία, ενώ η Υπομονή έτρεχε κλαίγοντας κοντά του και τον παρακαλούσε να μείνει για λίγο ακόμη.
Η Υπομονή είχε αδυνατίσει τόσο πολύ πια, που δύσκολα θ’ αναγνωριζόταν. Το δωμάτιο ήταν, όμοια με την Υπομονή, σωστό ερείπιο. Το βλέμμα του Γιάννη φανέρωνε την απέχθεια που αισθανόταν, τόσο για το δωμάτιο, όσο και για την ίδια την Υπομονή κι είχε πάλι ένα ολάκερο μήνα που δεν πήγε να τη δει…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη