Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

Η Υπομονή έφτασε στον τόπο που της υπέδειξε ο Γιάννης. Δεν ήθελε να πάει πριν την καθορισμένη ώρα, όμως η αδημονία που ένιωθε, την έσυρε νωρίτερα μέχρι εκεί κι αναγκάστηκε να τον περιμένει.

Μπροστά της βρισκόταν η πόρτα, που απ’ τη στιγμή που θ’ άνοιγε και θα έμπαινε μέσα, θα έκανε πέντε χρόνια για να περάσει ξανά το κατώφλι της και να βγει έξω απ’ αυτήν, όπου και έμελε να δει την εικόνα που θα κατέστρεφε τη ζωή της, για πάντα.

Όταν άκουσε βήματα ν’ ανεβαίνουν στις σκάλες, η ανυπόμονη καρδιά της σκίρτησε απ’ τη βεβαιότητα ότι ήταν εκείνος. Και μόλις επικυρώθηκαν οι υποψίες της κι εμφανίστηκε αγκομαχώντας μπροστά της, έτρεξαν ο ένας πάνω στον άλλο. Τη σήκωσε πάνω του και απαντούσε με αλλεπάλληλα φιλιά, στις χαριτωμένες μομφές της, ότι είχε αργήσει.

«Πάμε στο δωμάτιο», της είπε και την άφησε απ’ την αγκαλιά του, για να στρίψει το κλειδί στην πόρτα. Πέρασε πρώτα εκείνος και μ’ ένα θεατρινισμό που δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του, άνοιξε το χέρι του για να της παρουσιάσει το δωμάτιο.

Η Υπομονή, πέρασε μέσα με καλοπροαίρετο δισταγμό κι είδε ένα τετράγωνο κατάλευκο δωμάτιο, μ’ ένα μοναδικό παράθυρο στο κέντρο του εξωτερικού του τοίχου. Δεν πρόσεξε, όμως, την εκκωφαντική απλότητα του δωματίου, παρά κυριεύτηκε από μια αόριστη σιγουριά, ότι μόλις είχε κάνει το πρώτο βήμα για την ευτυχία της.

Αυτή τη βεβαιότητα είχε στο μυαλό της, όταν έμπαινε στο δωμάτιο, όχι ακριβώς μ’ αυτή τη μορφή, αλλά οι συγκεχυμένες σκέψεις της, αυτό ήθελαν να πουν κι ήταν πεπεισμένη, λοιπόν, πως εκεί μέσα θα γινόταν πραγματικά ευτυχισμένη.

Επιθεώρησε τους τέσσερις τοίχους που είχε στη διάθεσή της, σέρνοντας αργόσυρτα τα βήματά της περιμετρικά στο δωμάτιο και δοκιμάζοντας με το δάχτυλό της, την ποιότητα των σοβάδων. Όταν κατάφερε να εξετάσει και το τελευταίο εκατοστό της περιμέτρου του δωματίου και να δει ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ρωγμή, στράφηκε στον Γιάννη, που την κοίταζε με αποσβολωμένη περιέργεια.

«Είναι υπέροχα εδώ», του είπε μ’ ευγνωμοσύνη και δεν είχε αμφιβολίες για τη διαπίστωσή της. «Να φέρουμε, όμως, μέσα τις βαλίτσες μας;» πρόσθεσε κι ο Γιάννης έσπευσε να κάνει αυτό που του ζήτησε. Όμως, μέσα στο δωμάτιο δεν εμφανίστηκε παρά μόνο μία βαλίτσα, που ανήκε στην Υπομονή.

«Πού είναι η δική σου βαλίτσα;», τον ρώτησε έκπληκτη κι ο Γιάννης βιάστηκε να της δώσει το πιο καθησυχαστικό του χαμόγελο. Με εξηγήσεις, που φαίνονταν καλά προετοιμασμένες, της είπε ότι δε θα ερχόταν να ζήσει ακόμη μαζί της κι ότι θα ‘πρεπε να τον περιμένει για λίγο καιρό.

Της υποσχέθηκε, όμως, ότι θα ήταν νύχτα-μέρα κοντά της και την απάλλαξε, έτσι, απ’ τις αρνητικές σκέψεις, που χωρίς αμφιβολία θα έκανε.

«Θα μπορούσα να σε περιμένω για πάντα», του είπε όταν ησύχασε απ’ τις εξηγήσεις του, χωρίς κι η ίδια να ξέρει τη βαρύτητα της υπόσχεσης που ξεστόμιζε. Και χωρίς, φυσικά, να φαντάζεται, ότι όντως, θα ήταν καταδικασμένη να τον περιμένει για πάντα.

Ο Γιάννης την ευχαρίστησε που τον καταλάβαινε κι εξέταζε εντατικά το πρόσωπό της, που βρισκόταν κλεισμένο μέσα στα χέρια του. Τα μάγουλά της δε χωρούσαν στις παλάμες του και πάντα τόνιζε, περιπαικτικά, την πλαδαρότητά τους. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό ακριβώς το σημείο ήταν που τον γοήτευε περισσότερο πάνω της.

«Πέρασαν ήδη έξι ώρες», είπε η Υπομονή, όταν συνειδητοποίησε πως ο χρόνος είχε προχωρήσει τόσο ανεπαίσθητα μέσα στο δωμάτιο. Ο Γιάννης ταράχτηκε που πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβει και σκυθρώπιασε, γιατί έπρεπε να φύγει. Μόνο τότε άφησε την Υπομονή απ’ τα χέρια του, σηκώθηκε κι έσυρε ανόρεχτα τα βήματά του μέχρι την πόρτα.

Έκανε ένα βήμα έξω απ’ το δωμάτιο, αλλά κρατούσε ακόμη ανοιχτή την πόρτα, για να κοιτάζει την Υπομονή, που στεκόταν στο κατώφλι για να τον ξεπροβοδίσει.

«Δε θέλω να φύγω», έλεγε με παράπονο και προσπαθούσε να πάρει πίσω το βήμα που έκανε για να βγει, αλλά η Υπομονή του έφραζε αυστηρά το δρόμο, με την επιστράτευση πολλών «τελευταίων» αγκαλιασμάτων.

Μετά την «άκαμπτη» στάση της Υπομονής, όμως, τελικά έκλεισε η πόρτα και πραγματοποιήθηκε, έτσι, η πιο διασκεδαστική έξοδος που έγινε ποτέ σ’ αυτό το δωμάτιο.

«Όταν έκλεισε η πόρτα, έπεσα με τα μούτρα πάνω της και τη φιλούσα. Έκανα μεταβολή κι έβλεπα αχόρταγα τους αψεγάδιαστους τοίχους του δωματίου, κολλημένη ακόμη πάνω στην πόρτα, απ’ όπου βγήκες», θα έλεγε μετά από χρόνια η Υπομονή, καθισμένη πάνω στο κρεβάτι μαζί με το Γιάννη, όταν πια οι τοίχοι θα είχαν υποστεί αξιοπρόσεκτο πλήγμα, όπως εξάλλου κι η ίδια η Υπομονή.

Μετά την πρώτη έξοδο, οι μέρες περνούσαν κι οι επισκέψεις του Γιάννη γίνονταν με αδιάλειπτη συχνότητα. Αποχωρούσε πάντα χωρίς να το θέλει, ενώ η Υπομονή ήταν εκείνη που δεχόταν τις εξόδους του, χωρίς ν’ αποκαρδιώνεται.

Με κάθε φευγιό του Γιάννη, η Υπομονή ορμούσε, όμοια με την πρώτη μέρα, ν’ αγκαλιάσει την πόρτα και να εξετάσει ονειροπόλα τους υπέροχους τοίχους του δωματίου. Ήταν ευτυχισμένη μέσα στο δωμάτιο, όμως τότε δεν μπορούσε ακόμη να ξέρει, πως μέσα σε μια μέρα, η ευτυχία της θα έπαυε να υπάρχει.

Εκείνη την ημέρα άνοιξε τα μάτια της, με την εντύπωση πως είχε αργήσει να ξυπνήσει. Κοίταξε την ώρα κι είχε δίκιο. Μ’ έναν πανικό που δε θα υποχωρούσε από τότε ποτέ, αναρωτήθηκε πού ήταν ο Γιάννης. Γιατί δεν πήγε εκείνη τη μέρα να την ξυπνήσει, όπως συνήθιζε τόσους μήνες;

Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και περπατούσε νευρικά μέσα στο δωμάτιο. Με κάθε ήχο που άκουγε στις σκάλες, έσπευδε να κολλήσει το αφτί της πάνω στην πόρτα, για ν’ ακούσει το Γιάννη. Όμως, ποτέ δεν ήταν αυτός κι η Υπομονή συνέχιζε να πηγαινοέρχεται αδιάκοπα μέσα στο δωμάτιο. Αυτή θα ήταν κι η πρώτη μέρα που δε θα έτρωγε τίποτα, παρά μόνο θα προσπαθούσε μάταια να βρει μιαν απάντηση, στο γιατί δεν είχε πάει.

Όταν η μέρα έφτασε στο τέλος της, ο Γιάννης δεν είχε φανεί ακόμη. Η Υπομονή στάθηκε πίσω απ’ την πόρτα και κοίταζε παραξενεμένη τους τοίχους του δωματίου. Μια αδιόρατη ρωγμή διαπερνούσε την επιφάνειά τους. Τότε, λοιπόν, έπρεπε να το παραδεχτεί: ο Γιάννης δε θα ερχόταν.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη